Ἱεροῦ Χρυσοστόμου, ἀπό τήν Ε΄ ὁμιλία στό κατά Ἰωάννην, PG 59, 59
Ὅπως ἀκριβῶς τρέμουν ἀπό φόβο αὐτοί πού βαδίζουν τήν ἀσέληνη νύκτα, κι ἄν ἀκόμη δέν εἶναι κοντά τους κάποιος πού νά προκαλεῖ φόβο, ἔτσι τρέμουν, δέν ἔχουν θάρρος καί αὐτοί πού ἁμαρτάνουν, ἔστω κι ἄν δέν ὑπάρχει κανείς γιά νά τούς ἐλέγχει. Ἀλλά φοβοῦνται καί ὑποπτεύονται τά πάντα, καθώς ἐνοχλοῦνται, ἐλέγχονται ἀπό τήν ἔνοχη συνείδησή τους. Καί ὅλα σ’ αὐτούς εἶναι γεμᾶτα ἀπό φόβο καί ἀγωνία· ὅλα τριγύρω τά βλέπουν, τά ἐξετάζουν μέ ὑποψία, ὅλα τά φοβοῦνται. Λοιπόν, ἄς ἀποφύγουμε τήν τόσο ὀδυνηρή ζωή, τήν ὁποία προκαλεῖ ἡ ἁμαρτία.