Ο ψευδόμενος εις αυτόν τον βίον αυτού

Ἀββᾶ Δωροθέου

"Περί ψεύδους" παρ. 11 ΕΠΕ Φιλοκαλία τ.12, σ. 447

   Ἐκεῖνος πού ψεύδεται μέ τή ζωή του εἶναι αὐτός πού, ἐνῶ εἶναι ἄσωτος, προσποιεῖται ἐγκράτεια, ἤ ἐνῶ εἶναι πλεονέκτης ὁμιλεῖ περί ἐλεημοσύνης καί ἐπαινεῖ τή συμπάθεια, ἤ ἐνῶ εἶναι ὑπερήφανος θαυμάζει τήν ταπεινοφροσύνη. Καί δέν τή θαυμάζει γιατί θέλει νά ἐπαινέσει τήν ἀρετή. Διότι ἄν εἶχε αὐτό τό σκοπό, πρῶτα θά ὁμολογοῦσε τήν ἀδυναμία του λέγοντας,            "< ἀλλοίμονο σ’ ἐμένα τόν ἄθλιο, πού εἶμαι ἀνίδεος ἀπό κάθε ἀγαθό>. Καί μετά τήν ὁμολογία τῆς ἀδυναμίας του, τότε θά μποροῦσε νά θαυμάσει καί νά ἐπαινέσει τήν ἀρετή. Ἀλλά δέν ἐγκωμιάζει τήν ἀρετή οὔτε μέ σκοπό νά μή σκανδαλίσει κανένα· διότι καί τότε ὀφείλει νά σκεφτεῖ, < ναί, ἐγώ εἶμαι ἄθλιος καί ἐμπαθής, γιατί νά σκανδαλίσω καί ἄλλον; Γιατί νά βλάψω κι ἄλλη ψυχή καί νά ἐπιβάλω στόν ἑαυτό μου κι ἄλλο βάρος;>. Τότε θά μποροῦσε, ἄν καί καθ’ ἑαυτόν ἁμαρτωλός, τουλάχιστο νά ἐγγίσει τό ἀγαθό. Διότι εἶναι γνώρισμα ταπεινώσεως τό νά ταλανίζει τόν ἑαυτό του καί συμπαθείας τό νά λυπᾶται τόν πλησίον. Ἀλλ’ αὐτός ὁ ψεύτης δέ θαυμάζει τήν ἀρετή κατά κάποιο τρόπο ἀπό τούς τρόπους πού ἀναφέρθηκαν, ἀλλά προβάλλει τό ὄνομα τῆς ἀρετῆς ἤ γιά νά παρουσιάσει καί τόν ἑαυτό του ἐνάρετο μιλώντας γι’ αὐτήν ἤ γιά νά σκεπάσει τή δική του ντροπή ἤ πολλές φορές  γιά νά βλάψει καί νά δελεάσει κάποιον. Διότι οὔτε μιά κακία οὔτε μιά ἀρετή οὔτε ὁ ἴδιος ὁ διάβολος δέ μπορεῖ νά ἀπατήσει κάποιον, παρά μόνο ἄν λάβει τή μορφή τῆς ἀρετῆς, ὅπως λέγει ὀ Ἀπόστολος, ὅτι αὐτός ὁ διάβολος "μετασχηματίζεται σέ ἄγγελο φωτός". Δέν εἶναι ἑπομένως σπουδαῖο ἄν καί οἱ ὑπηρέτες του μετασχηγματίζονται σέ ὑπηρέτες δικαιοσύνης. Ἔτσι λοιπόν καί ὁ ψεύτης, εἴτε γιατί φοβᾶται τήν ντροπή μήπως ταπεινωθεῖ εἴτε, ὅπως εἶπα, θέλοντας νά δελεάσει καί ἀπατήσει κάποιον, ὁμιλεῖ γιά τίς ἀρετές καί τίς ἐπαινεῖ καί τίς θαυμάζει, σάν νά τίς ἔχει ἰδιοποιηθεῖ καί τίς ἐφαρμόζει. Αὐτός εἶναι ὁ ψευδόμενος μέ τήν ἴδια του τή ζωή, αὐτός δέν εἶναι ἁπλός ἄνθρωπος ἀλλά διπλός· ἄλλος εἶναι ἀπό μέσα καί ἄλλος ἀπ’ ἔξω· ἔχει διπλή καί τήν ντροπιασμένη τους ζωή. (Συνεχίζεται)