Λουκά ζ΄11-16

ΚΕΙΜΕΝΟ
 " Καί προσελθών ἥψατο τῆς σοροῦ, οἱ δέ βαστάζοντες ἔστησαν, καί εἶπε· εανίσκε, σοί λέγω, ἐγέρθητι". 
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
  " Καί ἀφοῦ ἐπλησίασεν , ἤγγισε τό φέρετρον. Ἐκεῖνοι δέ πού τό ἐβάσταζαν, ἐστάθησαν. Καί εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· Νεανίσκε, εἰς σέ ὁμιλῶ· σήκω" (Ἀπό τήν "Καινή Διαθήκη μετά συντόμου ἑρμηνείας" τοῦ Π.Ν.Τρεμπέλα, ἔκδοση Ο ΣΩΤΗΡ"). 
ΣΧΟΛΙΟ 

          Στή Ναΐν σπαραγμός! Ἀπὸ τὴν πύλη τῆς μικρῆς πολιτείας εἶχαν βγεῖ κιό­λας οἱ πρῶτοι μὲ τὸ ξυλοκρέβατο. Μὲ ἀργὸ βῆμα προχωροῦσαν. Πίσω ἡ μαύρη μάνα πνιγμένη στὸ κλάμα. Γύρω τῆς οἱ χωριανοὶ πάσχιζαν νὰ τὴν παρηγορήσουν, νὰ τή στηρίξουν μὴ καὶ σωριασθεῖ στὸ χῶμα. Πίσω οὐρὰ ὁ κόσμος, «ὄχλος πολύς», ἀκολουθοῦσαν σιωπηλοὶ – ἄλλοι μὲ πνιχτοὺς λυγμοὺς -ὅλοι μελαγχολικοί.

Ἀπίστευτη ἦταν ἡ συμφορά. Ἀσήκωτος ὁ πόνος. Νέο παιδί, ὅλο χάρη καὶ δροσιά, ὅλο ζωὴ καὶ σφρίγος, ἔκλεισε ξαφνικὰ τὸ μάτια. Καὶ τὸ ‘χε μονάκριβο ἡ δύστυχη μάνα! Μοναδικὸ τῆς στήριγμα, ἐλπίδα καὶ χαρὰ της, ἀφότου μάλιστα εἶχε χάσει καὶ τὸν ἄνδρα της… Ἄκου τὸ κλάμα της! Σοῦ σχίζει τὴν καρδιά. Πῶς νὰ ζήσει τώρα ἡ  ἔρμη; Σαλεύει ὁ νοῦς σὲ τέτοιον πόνο.

          Ὅμως μέσα στούς γόους, τ’ ἄφθονα δάκρυα καὶ τ’ ἀναφιλητά, μιά στοργική φωνή ἀκούγεται ἀπρόσμενα. Πόσο ἀλλιώτικη! Καὶ πόσο σταθερή! «Μὴ κλαῖε». Σταμάτησε τὸ κλάμα σου!

          Θὰ μπόρεσε τάχα ἡ δόλια μανὰ νὰ δεῖ μέσ’ ἀπ’ τὶς λίμνες τῶν ματιῶν της Αὐτὸν πού τῆς μιλοῦσε; Δίχως ἄλλο, θὰ τὸ ‘νιωσε ἡ μητρικὴ καρδιά της. Μιά ἀπρόσμενη ἀκτῖνα ἐλπίδας. Ζωηρή!

          Ἡ πικρὴ πομπὴ ἔχει σταματήσει. Ὁ ξένος – εἶναι ὁ Χριστὸς μας – ἀκουμπάει τὸ χέρι στὸ νεκροκρέβατο καὶ τὸ κρατάει ἀκίνητο, ἐνῶ μιά ἄλλη συνοδεία – οἱ μαθητὲς Του – ἔχει φράξει τὸ δρόμο γιὰ τὸ νεκροταφεῖο. Κι ἀνάμεσα στὰ δυὸ πλήθη ὁ νεκρὸς νέος κι ὁ Ζωοδότης. Τώρα ὁ Χριστὸς ἔχει στυλώσει τὸ βλέμμα στὸ νεκρό. Τώρα τοῦ μιλᾶ. Θεέ μου! Πὼς τοῦ μιλᾶ! Τὸν διατάζει! Ἀνατριχιάζουν ὅλοι στή δύναμη τῆς φωνῆς Του.

          «Νεανίσκε», νέε μου! «Σοὶ λέγω», σὲ σένα μιλῶ, σὲ σένα τὸ λέω, δίνω ἐντολή, «ἐγέρθητι», σήκω ἐπάνω, ζῆσε πάλι!

          Κομμένη ἡ ἀνάσα, ὀρθάνοιχτα ἀπό τὴν ἀπορία τὰ μάτια ὅλων. Θεέ μου! Ἂν εἶναι δυνατόν…

          Σὰν ζεστὸ κύμα ξεχύνεται στὸ κέρινο πρόσωπο πάλι ρόδινο χρῶμα. Τὰ βλέφα­ρα τρεμοπαίζουν. Παίρνει βαθιὰ ἀνάσα, ἀνοίγει τὰ μάτια ὁ νέος! Ἀνασηκώνεται, «ἀνεκάθισε»… Θεέ μου! Ξανάρθε Στή ζωή!… «καὶ ἤρξατο λαλεῖν». Κοίτα τον πῶς μιλάει!… Δὲν εἶναι ὄνειρο λοιπόν. Καὶ νά. Τώρα ὁ Εὐεργέτης τὸν βοηθάει νὰ σταθεῖ στὰ πόδια του καὶ τὸν παραδίδει στην πονεμένη μητρικὴ ἀγκάλη.

          Νέος νεκρός! Τὸ πιὸ τραγικὸ σύμπλεγμα. Ὑπόθεση θρήνων καὶ ὀλοφυρμῶν. Ὄχι μόνο γιὰ τότε στή Ναῒν μὰ καὶ γιὰ σήμερα στίς δικὲς μας πόλεις.

          Νέοι νεκροί! Ὄχι ἁπλῶς στὸ σῶμα, μὰ πρωτίστως στήν ψυχή. Ὅταν οἱ νέοι παγιδεύ­ονται σὲ «νεκρά ἔργα» (Ἑβρ. ς’ 1), σὲ πράξεις πού σκορποῦν τριγύρω ἀποφορά θανά­του, πράξεις πού θανατώνουν καὶ ψυχὴ καὶ σῶμα ὅσων τίς δοκιμάζουν (Ρωμ. ς’ 23).

          Τὶ φοβερό! Δὲ βλέπετε πόσους νέους κάθε μέρα κλαίει ἡ κοινωνία; Δὲν ἀκοῦτε μὲ ἄλγος κάθε μέρα καὶ γιὰ καινούργια θύματα τοῦ θανάτου; Θύματα στήν κακὴ παρέα, στὸ ξενύχτι, στὰ ποτά, στὰ ναρκωτικά… Θύματα στην παθιασμένη περιπέτεια, στην ξέφρενη ταχύτητα, στή βία… Θύματα, θύματα… Σπαράζουνοι καρδιές. Θρηνοῦν ὅσοι ἐπιζοῦν, κηδεύουν καὶ μοιρολογοῦν…

          Μὰ ὄχι! Γιὰ ὅσους δὲν ἔχουν ρίξει μὲ ἀπογνώση κάτω τὸ κεφάλι, φαίνεται καθαρὰ ἡ ἐλπίδα. Νὰ Τος! Ἔρχεται ἀπὸ μακριὰ ὁ Χριστός, ὁ Ζωοδότης! Πλῆθος ἀνθρώπων μὲ εἰρηνικὴ χαρὰ Τὸν πλαισι­ώνει καὶ Τὸν ἀκολουθεῖ.

          Καὶ πλησιάζει. Τώρα θὰ πεῖ πάλι τὸ «μὴ κλαῖε». Τώρα θὰ δώσει ἐντολὴ νὰ γίνει πάλι ἀναστάσῃ, νὰ σταματήσει τὸ θανατικό.

          Τὶ θαῦμα! Κοντὰ Τοῦ ἕνας-ἕνας νέος θὰ γυρίσει ἀπ’ τὸ χεῖλος τοῦ θανάτου στή ζωή. Θὰ ξαναβρεῖ τὸ χαμένο ἑαυτὸ του, τὶς αἰσθήσεις του, τὰ λογικὰ του, τὴν ψυχὴ του! Θὰ ζήσει! Ὅπως ὁ νεκρὸς νέος τῆς Ναῒν, ὅταν συνταντήθηκε μὲ Κεῖνον, ποὺ εἶναι «ἡ Ἀνάστασις καὶ ἡ Ζωή» (Ἴω. ἰα’ 25).

          Λοιπόν, ἐλᾶτε νὰ δοθοῦμε ὁλόψυχα στόν Χριστό. Ἐλᾶτε νὰ ὁδηγήσουμε καὶ κάποι­ους φίλους, κάποιους δικοὺς μας ἴσως, κοντὰ Του. Μὴν καθυστεροῦμε! Τοὺς θρήνους πρέπει ἐπιτέλους νὰ τοὺς διαδεχθεῖ ἡ χαρά, ὁ ἀναστάσιμος παιάνας καὶ τὸ ζείδω­ρο Φῶς τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι καιρὸς νὰ δοῦμε νέους ζωντανούς, ποὺ θ’ ἀκτινοβολοῦν ἁγνότητα, ἁγιότητα, ἐνθουσιασμό, ποὺ θ’ ἀνοικοδομοὺν ἕνα ἐλπιδοφόρο μέλλον, ποὺ θ’ ἀποπνέουν «ὀσμὴ ζωῆς» (Β’ Κορ. β’ 16) καὶ θὰ διεκδικοῦν εὐγενικά, ὅσο κι ἀποφασιστικὰ «τὸν στέφανον τῆς ζωῆς» (Ἄποκ. β’ 10).

Κάποτε πρέπει πιὰ νὰ πάρει τὸ λόγο στή ζωὴ μας, στὰ Σχολεῖα, στήν Κοινωνία, στή γαλανὴ Πατρίδα μας, ὁ Χριστός!