ΚΕΙΜΕΝΟ
« Ἐκ βαθέων ἐκέκραξά σοι, Κύριε»
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
«Ἀπό τά βάθη τῆς δυστυχίας μου καί τήν ἄβυσσον τῶν συμφορῶν μου ἐκέκραξα πρός σέ, Κύριε» ( Ἀπό τήν «Παλαιά Διαθήκη μεςτά συντόμου ἑρμηνείας» τ.10ος, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ».
ΣΧΟΛΙΟ
Σὰν ναυαγός, ποὺ ἔχει καταποντισθεῖ σὲ βαθὺ καὶ τρικυμισμένο πέλαγος, κράζει καὶ ἱκετεύει ὁ θεόπνευστος Ψαλμῳδός. Αὐτὸς καὶ ὁ λαὸς του εἶναι αἰχμάλωτοι στή Βαβυλώνα. Ἐκεῖ δέν ἔχουν οὔτε ναὸ νά προσφέρουν τίς καθιερωμένες θυσίες, οὔτε ἐλευθερία νά λατρεύσουν τὸν Θεὸ τῶν πατέρων τους. Τὰ δεινὰ καὶ οἱ συμφορὲς ἡ μιά μετὰ τὴν ἄλλη ἔχουν ρίξει τοὺς ἐκπατρισμένους καὶ αἰχμαλώτους Ἰουδαίους σὲ βάθος πολλῆς καὶ μεγάλης θλίψεως. Αἰσθάνονται βαθιὰ τὴν ἐνοχή τους. Ἁμάρτησαν ἐνώπιον τοῦ ἁγίου Θεοῦ. Ἀθέτησαν τίς ἐντολὲς Του. Καὶ Ἐκεῖνος, ἄριστος παιδαγωγός, «ἐπεσκέφθη ἐν ῥάβδῳ τάς ἀνομίας αὐτῶν καὶ ἐν μάστιξι τάς ἀδικίας αὐτῶν» (Ψαλμ. πη’ 33). Ἀλλὰ ὄχι, δέν ἀπομάκρυνε τὸ ἔλεος Του ἀπὸ αὐτούς. Τοὺς παρακολουθεῖ. Τοὺς προστατεύει καὶ ἐκεῖ πού εἶναι ἐξόριστοι καὶ αἰχμάλωτοι. Εἶναι παιδιὰ Του. Εἶναι λαὸς Του ἀγαπημένος. Βλέπει ὅτι ἔχουν περιπέσει σέ βάθος συμφορῶν. Ἀλλὰ ταυτόχρονα τοὺς ἀκούει πῶς «ἐκ βαθέων» τὸν ἱκετεύουν καὶ τὸν παρακαλοῦν. Ἂν τὰ δεινὰ καὶ οἱ συμφορὲς τοὺς ἦταν πέλαγος βαθύ, ἡ προσευχὴ τους ὅμως ἔβγαινε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ὑπάρξεώς τους. Ὁ ψυχικὸς τους κόσμος βρισκόταν σὲ διαρκή ἀνάταση. Δεν ἀκοῦτε τὸν Προφήτῃ ὡς ἀντιπρόσωπο τοῦ λαοῦ τὶ λέει; «Ἐκ βαθέων ἐκεκραξά σοι, Κύριε, Κύριε, εἰσάκουσον τῆς φωνῆς μου». Μὲ τὴν καρδιά μου πονεμένη ἀπὸ τὰ πλήθη τῶν συμφορῶν μου Σοῦ κράζω, Κύριέ μου. Ναί, σὲ Σένα κράζω ἀπὸ τὸ βάθος τῆς ψυχῆς μου καὶ Σὲ παρακαλῶ καὶ Σὲ ἱκετεύω: «Κύριε, εἰσαχουσον τῆς φωνῆς μου». Κάνε νά τελειώσουν τὰ βάσανά μου. Κράζω, Κύριε. Δέν θὰ μὲ ἀκούσεις; «Ἐκ βαθέων ἐκεκραξά σοι, Κύριε, Κύριε, εἰσάκουσον τῆς φωνῆς μου».
«Ἐκ βαθέων…»
Πόσες φορὲς κι ἐμεῖς, ἀδελφέ μου, κάτω ἀπὸ τὸ βάρος μεγάλης θλίψεως καταφεύγουμε στον Θεό; Ὅπως, ὅταν βογγᾶμε στό σωματικὸ πόνο, ἀνακουφιζόμαστε, ἔτσι καὶ στόν πόνο τῆς ψυχῆς, ὅταν κράζουμε ἱκετευτικὰ στόν «δυνάμενον σῴζειν» (Ἔβρ. ε‘ 7), στόν παντοδύναμο Κύριό μας. Ἴσως τὴν κραυγὴ μας νά τὴν ἀκοῦνε κι ἄλλοι ἄνθρωποι. Μπορεῖ ὅμως ἡ ἱκετευτικὴ κραυγὴ τῆς πονεμένης ψυχῆς νά εἶναι καὶ ἄφωνη, σιωπηλή, μυστική. Μὴ νομίζετε ὅτι δέν ἀκούει μιά τέτοια ἐνδόμυχη κραυγή τῆς προσευχόμενης ψυχῆς ὁ καρδιογνώστης. Τὴν ἀκούει καὶ τὴν ἀμείβει. Φτάνει νά εἶναι πραγματικὰ δέηση «ἐκ βαθέων».
«Ἐκ βαθέων»!
Νά συνδυάζεται δηλαδὴ ἡ προσευχὴ μας μὲ τή βαθιὰ συναίσθήση τῶν εὐεργεσιῶν τοῦ Θεοῦ. Νά εἶναι ἡ προσευχὴ μας εὐωδιαστό θυμίαμα εὐγνώμονος ψυχῆς, ποὺ ἀναπέμπει ὁλόψυχες εὐχαριστίες σ’ Ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος μὲ χίλιους δυὸ τρόπους ἔχει ἐκδηλώσει τὴν πατρικὴ Του ἀγάπη καὶ στοργή. Μιά τέτοια «ἐκ βαθέων» προσευχὴ τῆς ψυχῆς δέν εἶναι ἁπλὰ καὶ μόνο μιά τυπική ἐπαναλήψη λέξεων, φράσεων καὶ γνωστῶν προσευχῶν. Εἶναι ἄνοιγμα· εἶναι ξεδίπλωμα τῆς ψυχῆς ἐνώπιον τοῦ θρόνου τοῦ οὐρανίου Βασιλιᾶ. Ἀπὸ τὸ θησαυρό πού κάθε ψυχὴ ἔχει μέσα της ἀποθησαυρίσει ἐξαρτᾶται ἡ ποιότητα καὶ ἡ ποσότητα τῶν αἴνων καὶ τῶν ὕμνων πού προσφέρει στόν Κύριό της.
Ὅταν κάποιο θλιβερὸ περιστατικὸ κεντᾶ τὴν ψυχή, ὅταν ἐχθροὶ ὁρατοὶ καὶ ἀόρατοι μᾶς πολεμοῦν, ὅταν πόνοι καὶ λύπες, ἀδικίες καὶ ἀγωνίες, ἀπειλὲς καὶ συκοφαντίες, ἀσθένειες καὶ θάνατοι ποτίζουν μὲ πικρὰ ὡς τὰ κατάβαθα τὴν ἀδύνατη ὕπαρξή μας, ὅταν κυρίως ἡ ἁμαρτία χύνει τὸ δηλητήριό της στήν ἀπρόσεκτη ψυχὴ καὶ τὴν ἀναστατώνει μὲ τίς τύψεις καὶ τοὺς ἐλέγχους τῆς συνειδήσεως, τότε καὶ πάλι «ἐκ βαθέων» ἀναπέμπεται στόν παντοδύναμο Κυβερνήτη τοῦ κόσμου θερμὴ ἡ δεήση τῆς ψυχῆς. Καὶ Ἐκεῖνος πού ἔχει δώσει τὴν ἐντολὴ «κέκραξον πρὸς με, καὶ ἀποκριθήσομαι σοι» (Ἱερεμ. μ’ 3), ὅταν μᾶς βλέπει νά προσευχόμαστε πραγματικὰ «ἐκ βαθέων», πρόθυμα εἰσακούει τή δεήσή μας καὶ σπεύδει νά μας βοηθήσει· μᾶς παρηγορεῖ, μᾶς χαροποιεῖ, μᾶς ἐμψυχώνει.
Τότε στά βάθη τῆς ψυχῆς, ἀπὸ τὴν ὁποία μέχρι ἐκείνη τή στιγμή ἔβγαινε θερμή ἡ προσευχή, ἔρχεται τώρα σὰν οὐράνια δροσιὰ καὶ σὰν θεϊκὴ παρηγοριά ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἡ ψυχή πού μέχρι πρὶν λίγο προσευχόταν καὶ παρακαλοῦσε καὶ ἱκέτευε, τώρα εὐχαριστεῖ καὶ δοξολογεῖ «ἐκ βαθέων», ἀφοῦ βαθιά, πολὺ βαθιὰ δέχθηκε τὸ δῶρο τῆς θείας εὐλογίας καὶ χάρης.Φίλη ψυχή, γιατὶ καὶ σὺ δέν ἀναπέμπεις «ἐκ βαθέων» τή δεήσή σου, τὴν εὐχαριστία σου καὶ τή δοξολογία σου στό Θεό; «Ἐκ βαθέων» ἀνύμνησαν τὸν Κύριο Προφῆτες καὶ Ἀπόστολοι, Μάρτυρες καὶ Ὁμολογητές, Πατέρες καὶ Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας! «Ἐκ βαθέων» τῆς ψυχῆς της μεγάλυνε τὸν Κύριο ἡ Θεοτόκος! «Ἐκ βαθέων» ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ προσφέρει μὲ τοὺς λειτουργοὺς της ἀπὸ τὸ ἱερὸ θυσιαστήριο «δεήσεις καὶ ἱκεσίας καὶ θυσίας ἀναιμάκτους ὑπὲρ παντὸς τοῦ λαοῦ»! «Ἐκ βαθέων» Ἄγγελοι καὶ Ἀρχάγγελοι, Χερουβεὶμ καὶ Σεραφεὶμ ἀναπέμπουν ἀσίγητη τή δοξολογία τους στο Θεό!
Τὶ εὐτυχία καί τι χαρά, ἂν κι ἐμεῖς «ἐκ βαθέων» δοξάζουμε, ὑμνοῦμε καὶ παρακαλοῦμε τὸν Κύριο!
Ἄξιο καὶ δίκαιο εἶναι, Κύριε, «ἐκ βαθέων» κι ἐμεῖς νά Σὲ ὑμνοῦμε καὶ εὐλογοῦμε, νά Σὲ εὐχαριστοῦμε καὶ προσκυνοῦμε μαζὶ μὲ τὸν οὐράνιο ἀγγελικὸ κόσμο, μαζὶ μὲ τὰ πνεύματα τῶν ἁγίων, ποὺ ἔχουν τελειωθεῖ καὶ βρίσκονται στούς οὐρανούς. Δῶσε μας τή χάρη Σου νά κατανοοῦμε ὅλο καὶ περισσότερο τὸ ἄπειρο μεγαλεῖο Σου, ὥστε ταπεινοὶ λάτρεις τῆς θείας Μεγαλοσύνης Σου, θαυμαστὲς τῆς ἄπειρης δυνάμεως καὶ σοφίας Σου, νά Σοῦ προσφέρουμε «ἐκ βαθέων» δοξολογία εὐγνωμοσύνης γιά ὅλα τὰ θαυμάσιά Σου. Ἀλλά, Κύριε, ἐπειδὴ πολλὲς θλίψεις καὶ ἀνάγκες μᾶς περικυκλώνουν καὶ ἡ ἀδύνατη ψυχὴ μας κλυδωνίζεται μέσα στό πέλαγος τῶν συμφορῶν, ἄκου μὲ εὐμένεια καί τήν «ἐκ βαθέων» προσφερόμενη σὲ Σένα δεήσή μας. Πανάγαθος, ὅπως εἶσαι, φιλάνθρωπος καὶ πολυεύσπλαχνος, δῶσε μας, Κύριε, δῶσε μας ἀναψυχὴ ἀπό τίς θλίψεις, ἀνάπαυση ἀπό τίς συμφορές, συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν μας, χαρίζοντας βαθιὰ καὶ ἀναφαίρετη τὴν εἰρήνη καὶ τὴν εὐλογία Σου, γιά τὴν ὁποία «ὁ λαός σου καὶ ἡ Ἐκκλησία σου ἱκετεύουσί σε». «Ἐκ βαθέων ἐκέκραξα σοί, Κύριε, Κύριε, εἰσάκουσον τῆς φωνῆς μου». Ἀμήν. (Ἀπό τό βιβλίο «Λόγοι παρακλήσεως», σελ. 7, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»)