Ψαλμός 129, 1

      ΚΕΙΜΕΝΟ 

        « Ἐκ βαθέων ἐκέκραξά σοι, Κύριε»

      ΕΡΜΗΝΕΙΑ  

          «Ἀπό τά βάθη τῆς δυστυχίας μου καί τήν ἄβυσσον τῶν συμφορῶν μου ἐκέκραξα πρός σέ, Κύριε» ( Ἀπό τήν «Παλαιά Διαθήκη μεςτά συντόμου ἑρμηνείας» τ.10ος, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ». 

 ΣΧΟΛΙΟ

Σν ναυαγός, πο χει καταποντισθε σ βαθ κα τρικυμισμένο πέλαγος, κράζει κα κετεύει θεόπνευστος Ψαλμδός. Ατς κα λας του εναι αχμάλωτοι στή Βαβυλώνα. Ἐκεῖ δέν χουν οτε να νά προσφέρουν τίς καθιερωμένες θυσίες, οτε λευθερία νά λατρεύσουν τν Θε τν πατέρων τους. Τ δειν κα ο συμφορς μιά μετ τν λλη χουν ρίξει τος κπατρισμένους κα αχμαλώτους ουδαίους σ βάθος πολλς κα μεγάλης θλίψεως. Ασθάνονται βαθι τν νοχή τους. μάρτησαν νώπιον τοῦ γίου Θεοῦ. θέτησαν τίς ντολς Του. Κα κενος, ριστος παιδαγωγός, «πεσκέφθη ν άβδ τάς νομίας ατν κα ν μάστιξι τάς δικίας ατν» (Ψαλμ. πη’ 33). λλ χι, δέν πομάκρυνε τ λεος Του π ατούς. Τος παρακολουθε. Τος προστατεύει κα ἐκεῖ πού εναι ξόριστοι κα αχμάλωτοι. Εναι παιδι Του. Εναι λας Του γαπημένος. Βλέπει τι χουν περιπέσει σέ βάθος συμφορν. λλ ταυτόχρονα τος κούει πῶς «κ βαθέων» τν κετεύουν κα τν παρακαλον. ν τ δειν κα ο συμφορς τος ταν πέλαγος βαθύ, προσευχ τους μως βγαινε π τ βάθη τς πάρξεώς τους. ψυχικς τους κόσμος βρισκόταν σ διαρκή νάταση. Δεν κοῦτε τν Προφήτ ς ντιπρόσωπο το λαοῦ τ λέει; «κ βαθέων κεκραξά σοι, Κύριε, Κύριε, εσάκουσον τς φωνς μου». Μ τν καρδιά μου πονεμένη π τ πλήθη τν συμφορν μου Σοῦ κράζω, Κύριέ μου. Ναί, σ Σένα κράζω π τ βάθος τς ψυχς μου κα Σ παρακαλ κα Σ κετεύω: «Κύριε, εσαχουσον τς φωνς μου». Κάνε νά τελειώσουν τ βάσανά μου. Κράζω, Κύριε. Δέν θ μ κούσεις; «κ βαθέων κεκραξά σοι, Κύριε, Κύριε, εσάκουσον τς φωνς μου».

«κ βαθέων…»

Πόσες φορς κι ἐμεῖς, δελφέ μου, κάτω π τ βάρος μεγάλης θλίψεως καταφεύγουμε στον Θεό; πως, ταν βογγᾶμε στό σωματικ πόνο, νακουφιζόμαστε, τσι κα στόν πόνο τς ψυχς, ταν κράζουμε κετευτικ στόν «δυνάμενον σζειν» (βρ. ε‘ 7), στόν παντοδύναμο Κύριό μας. σως τν κραυγ μας νά τν κονε κι λλοι νθρωποι. Μπορε μως κετευτικ κραυγ τς πονεμένης ψυχς νά εναι κα ἄφωνη, σιωπηλή, μυστική. Μ νομίζετε τι δέν κούει μιά τέτοια νδόμυχη κραυγή τς προσευχόμενης ψυχς καρδιογνώστης. Τν κούει κα τν μείβει. Φτάνει νά εναι πραγματικ δέηση «κ βαθέων». 

«κ βαθέων»!  

Νά συνδυάζεται δηλαδ προσευχ μας μ τή βαθι συναίσθήση τν εεργεσιν τοῦ Θεο. Νά εναι προσευχ μας εωδιαστό θυμίαμα εγνώμονος ψυχς, πο ναπέμπει λόψυχες εχαριστίες σ’ κενον, ποος μ χίλιους δυ τρόπους χει κδηλώσει τν πατρικ Του γάπη κα στοργή. Μιά τέτοια «κ βαθέων» προσευχ τς ψυχς δέν εναι πλ κα μόνο μιά τυπική παναλήψη λέξεων, φράσεων κα γνωστν προσευχν. Εναι νοιγμα· εναι ξεδίπλωμα τς ψυχς νώπιον το θρόνου το ορανίου Βασιλιᾶ. π τ θησαυρό πού κάθε ψυχ χει μέσα της ποθησαυρίσει ξαρτται ποιότητα κα ποσότητα τν αἴνων κα τν μνων πού προσφέρει στόν Κύριό της.

       ταν κάποιο θλιβερ περιστατικ κεντ τν ψυχή, ταν χθρο ρατο κα όρατοι μᾶς πολεμον, ταν πόνοι κα λύπες, δικίες κα γωνίες, πειλς κα συκοφαντίες, σθένειες κα θάνατοι ποτίζουν μ πικρ ς τ κατάβαθα τν δύνατη παρξή μας, ταν κυρίως μαρτία χύνει τ δηλητήριό της στήν πρόσεκτη ψυχ κα τν ναστατώνει μ τίς τύψεις κα τος λέγχους τς συνειδήσεως, τότε κα πάλι «κ βαθέων» ναπέμπεται στόν παντοδύναμο Κυβερνήτη το κόσμου θερμ δεήση τς ψυχς. Κα κενος πού χει δώσει τν ντολ «κέκραξον πρς με, κα ποκριθήσομαι σοι» (ερεμ. μ’ 3), ταν μᾶς βλέπει νά προσευχόμαστε πραγματικ «κ βαθέων», πρόθυμα εσακούει τή δεήσή μας κα σπεύδει νά μας βοηθήσει· μᾶς παρηγορεῖ, μᾶς χαροποιεῖ, μᾶς μψυχώνει.

       Τότε στά βάθη τς ψυχς, π τν ποία μέχρι κείνη τή στιγμή βγαινε θερμή προσευχή, ρχεται τώρα σν οράνια δροσι κα σν θεϊκ παρηγοριά χάρη το Θεοῦ. Κα ψυχή πού μέχρι πρν λίγο προσευχόταν κα παρακαλοσε κα κέτευε, τώρα εχαριστε κα δοξολογε «κ βαθέων», φο βαθιά, πολ βαθι δέχθηκε τ δρο τς θείας ελογίας κα χάρης.Φίλη ψυχή, γιατ κα σ δέν ναπέμπεις «κ βαθέων» τή δεήσή σου, τν εχαριστία σου κα τή δοξολογία σου στό Θεό; «κ βαθέων» νύμνησαν τν Κύριο Προφτες κα πόστολοι, Μάρτυρες κα μολογητές, Πατέρες κα Διδάσκαλοι τς κκλησίας! «κ βαθέων» τς ψυχς της μεγάλυνε τν Κύριο Θεοτόκος! «κ βαθέων» κκλησία τοῦ Χριστοῦ προσφέρει μ τος λειτουργος της π τ ερ θυσιαστήριο «δεήσεις κα κεσίας κα θυσίας ναιμάκτους πρ παντς τοῦ λαοῦ»! «κ βαθέων» γγελοι κα ρχάγγελοι, Χερουβεμ κα Σεραφεμ ναπέμπουν σίγητη τή δοξολογία τους στο Θεό!

Τ ετυχία καί τι χαρά, ν κι μες «κ βαθέων» δοξάζουμε, μνομε κα παρακαλομε τν Κύριο! 

    Ἄξιο κα δίκαιο εναι, Κύριε, «κ βαθέων» κι μες νά Σ μνομε κα ελογομε, νά Σ εχαριστοῦμε κα προσκυνομε μαζ μ τν οράνιο γγελικ κόσμο, μαζ μ τ πνεύματα τν γίων, πο χουν τελειωθε κα βρίσκονται στούς ορανούς. Δσε μας τή χάρη Σου νά κατανοομε λο κα περισσότερο τ πειρο μεγαλεο Σου, στε ταπεινο λάτρεις τς θείας Μεγαλοσύνης Σου, θαυμαστς τς πειρης δυνάμεως κα σοφίας Σου, νά Σο προσφέρουμε «κ βαθέων» δοξολογία εγνωμοσύνης γιά λα τ θαυμάσιά Σου. Ἀλλά, Κύριε, πειδ πολλς θλίψεις κα νάγκες μᾶς περικυκλώνουν κα δύνατη ψυχ μας κλυδωνίζεται μέσα στό πέλαγος τν συμφορν, κου μ εμένεια καί τήν «κ βαθέων» προσφερόμενη σ Σένα δεήσή μας. Πανάγαθος, πως εσαι, φιλάνθρωπος κα πολυεύσπλαχνος, δσε μας, Κύριε, δσε μας ναψυχ πό τίς θλίψεις, νάπαυση πό τίς συμφορές, συγχώρηση τν μαρτιν μας, χαρίζοντας βαθι κα ναφαίρετη τν ερήνη κα τν ελογία Σου, γιά τν ποία « λαός σου κα κκλησία σου κετεύουσί σε». «κ βαθέων κέκραξα σοί, Κύριε, Κύριε, εσάκουσον τς φωνς μου». μήν. (Ἀπό τό βιβλίο «Λόγοι παρακλήσεως», σελ. 7, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»)