Εἰλικρίνεια στην προσευχή

Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κροστάνδης «Ἡ ἐν Χριστῷ ζωή», σελ. 68 κ.ἑ.. ἔκδοση «Τό περιβόλι τῆς Παναγίας», Θεσ/νίκη 2003


         «Ἀδικίαν εἰ ἐθεώρουν ἐν καρδία μου, μὴ εεἰσακουσάσατω μου Κύριος)) (Ψάλ. 65,18).

    «Πολλοὶ ὑποκριτικὰ προσεύχονται καὶ ἡ ὑποκριτικὴ των προσευχὴ γίνεται σιγά-σιγὰ δι’ αὐτοὺς συνήθεια. Καὶ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι δὲν καταλαμβάνουν, οὔτε ἐπιθυμοῦν νὰ καταλάβουν ὅτι ὑπο­κριτικὰ προσεύχονται, θυμώνουν δὲ ἐναντίον ἐκείνων οἱ ὁποῖοι τολμοῦν νὰ εἰποῦν τέτοιαν ἀνοησίαν, κατὰ τὴν γνώμην των. Οἱ ἄνθρωποι γίνονται ὑποκριταί ὄχι ἀμέσως ἀλλὰ βαθμηδόν. Εἰς τὴν ἀρχήν, ἴσως, προσηύχοντο μὲ ὅλην τὴν ψυχὴν των, ὕστερον ὅμως -ἐπειδὴ εἶναι πολὺ δύσκολον νὰ προσεύχεται κανεὶς μὲ ὅλην τὴν ψυχήν του καὶ πρέπει νὰ βιάζη κανεὶς τὸν ἑαυτόν του, ἡ δὲ «Βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται»- ἀρχίζουν νὰ προσεύχωνται μᾶλλον ἐπιπολαίως μόνον μὲ τὰ χείλη των, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον εἶναι πολὺ εὐκολώτερον, καὶ ὄχι ἀπό τὰ βάθη τῆς ψυχῆς· καὶ τέλος, ὅσον αἱ ἐπιθέσεις τῆς σαρκὸς καὶ τοῦ διαβόλου αὐξά­νουν, προσεύχονται πλέον μὲ τὰ χείλη των, χωρὶς νὰ ἠμπορῆ ἡ δύναμις τῶν λέξεων τῆς προσευχῆς νὰ φθάση τὴν καρδίαν. Πολ­λοὶ ὑπάρχουν ποὺ προσεύχονται τοιουτοτρόπως. Ὁ Κύριος εἶπε δι’ αὐτούς: «Ἐγγίζει ὁ λαὸς οὗτος τῷ στόματι αὐτῶν καὶ τοῖς χείλεσί με τιμᾶ, ἡ δὲ καρδία αὐτῶν πόρρω ἀπέχει ἀπ’ ἐμοῦ» (Μάτθ. 15,8).

    Ὅ,τι ἐλέχθη διὰ τὴν προσευχὴν ἐφαρμόζεται ἐξ ἴσου εἰς τὴν κοινωνίαν τῶν ἁγίων, τῶν ἀθανάτων καὶ ζωοποιῶν Μυστηρίων. Εἰς τὴν ἀρχὴν κοινωνεῖ κανεὶς μὲ πίστιν ζωντανήν, μὲ αἴσθημα εὐλαβείας καὶ ἀγάπης· ὕστερον ὅμως, ἐφόσον ἡ σὰρξ καὶ ὁ διάβολος ἐναντιώνονται εἰς τὴν ἀλήθειαν τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄνθρω­πος ἀφήνει τάς πονηράς αὐτάς δυνάμεις νὰ τὸν νικήσουν καὶ κοινωνεῖ ὑποκριτικά, ὄχι πλέον Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ἄλλα σύμφωνα μὲ τάς ἐπιθυμίας τῆς καρδίας του, ἄρτον ἁπλόν καὶ οἶνον. Ἡ οὐσία τῶν Μυστηρίων, τὸ πνεῦμα δηλαδὴ καὶ ἡ ζωή, ὅπως εἶπεν ὁ Σωτήρ, δὲν ἔχουν πλέον τόπον εἰς τὸν ἄνθρωπον αὐτόν. Ὁ Σατανάς λεηλατεῖ τὴν ἐσωτερικὴν ζωήν του. Ὁ Θεὸς νὰ μάς φυλάξη ὅλους ἀπό τοιαύτην βλασφημίαν κατὰ τοῦ Κυ­ρίου! Τὸ αὐτὸ συμβαίνει καὶ μὲ τὸ Μυστήριον τῆς μετανοίας.

   Περὶ τῆς ὑποκριτικῆς προσευχῆς. Ἤξευραν οἱ Φαρισαῖοι ὅτι ὑποκριτικὰ ἔκαμνον τάς προσευχάς των; Δὲν τὸ ἤξευραν ἔνομιζαν ὅτι ἤσαν ἐν τάξει μολονότι ἔζων μέσα εἰς τὴν ὑποκρισίαν. Εἶχε γίνη συνήθεια των εἶχε γίνη φύσις των καὶ ἐνόμιζαν ὅτι μὲ τὴν προσευχὴν των ἐξυπηρετοῦν τὸν Θεόν. Ἆραγε οἱ ση­μερινοὶ ὑποκριταί χριστιανοὶ ἐννοοῦν ὅτι ὑποκριτικὰ προσεύ­χονται καὶ ζοῦν; Δὲν τὸ ἐννοοῦν. Ἴσως κάμνουν καθ’ μέραν προσευχάς μακράς· προσεύχονται ὅμως ἀπό ἁπλῆν συνήθειαν μόνον μὲ τὰ χείλη, ὄχι μὲ τὴν καρδίαν, Ὄχι μὲ συντριβήν, ὄχι μὲ τὴν ἀπόφασιν καὶ τὴν ἐπιθυμίαν νὰ διορθωθοῦν, ἄλλα μόνον διὰ νὰ ἐκπληρώσουν καθῆκον ὡριισμένον καὶ νομίζουν ὅτι ἐξυ­πηρετοῦν τὸν Θεόν, ἐνῶ μὲ τὴν προσευχὴν των μόνον γίνονται ἄξιοί της ὀργῆς τοῦ Θεοῦ. Ὅλοι μας σχεδὸν ἁμαρτάνομεν ὑπο­κριτικὰ προσευχόμενοι καὶ μεγάλως θὰ κατακριθῶμεν δι’ αὐτό.

   Ταπείνωσε τὸν ἑαυτόν σου, νόμιζε τὸν ἑαυτόν σου χόρτον τὸ ὁποῖον εἶναι τίποτε ἐμπρὸς εἰς τὴν παλαιάν βαλανιδιὰν·  ἤ νόμιζε τὸν ἑαυτόν σου ἄκανθαν ἡ ὁποία τίποτε δὲν εἶναι ἐμπρὸς εἰς τὸ λεπτὸν καὶ εὐῶδες ἄνθος· διότι εἶσαι πράγματι χόρτον καὶ ἄκανθα ἂν λάβης τὰ πάθη σου ὑπ’ ὄψιν.   

   Εἶναι κάποτε ἀνάγκη νὰ κάμωμεν εἰς τὸ πρόσωπον ποὺ προσεύχεται διὰ τὸν ἑαυτόν του ἣ ἄλλους τὴν ἑξῆς ἐρώτησιν διὰ νὰ ἐξυπνήσωμεν τὴν καρδίαν καὶ τὴν συνείδησίν του: «Ἔχεις ἀνάγκην τοῦ πράγματος τὸ ὁποῖον ζητεῖς καὶ πράγ­ματι ἐπιθυμεῖς νὰ τὸ ἀποκτήσης; Ἐπιθυμεῖς μὲ εἰλικρίνειαν π.χ. τὴν διόρθωσιν καὶ τῆς ζωῆς τὴν ἁγιότητα διὰ τὸν ἑαυτόν σου καὶ τοὺς ἄλλους;»

    Πολὺ συχνὰ εἰς τὴν ζωὴν συμβαίνει ὥστε ὁ ἄνθρωπος ἄλλα νὰ ἔχη εἰς τὴν καρδίαν του καὶ ἄλλα εἰς τὰ χείλη, καὶ νὰ ἔχη ταυτοχρόνως δυὸ πρόσωπα. Τὸ αὐτὸ συμβαίνει καὶ κατὰ τὴν προσευχήν μας ὁπότε εὐρισκόμεθα ἐνώπιον Αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος γνωρίζει τὰ μυστικὰ τῆς καρδίας. Ἐπίσης συ­χνὰ ὁ ἄνθρωπος εἶναι διπρόσωπος καὶ ἄλλα μὲν λέγει, ἄλλα δὲ ἔχει εἰς τὴν καρδίαν καὶ τάς σκέψεις του. Ἂν δὲ -πράγμα ποὺ συχνότερον συμβαίνει- ὅταν κανεὶς προσεύχεται, μολο­νότι καταλαμβάνει τὸ νόημα τῆς προσευχῆς καὶ σκέπτεται αὐτό, δὲν αἰσθάνεται ὅμως καὶ ἡ ψυχή ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα λέγει μὲ τὸ στόμα καὶ τὸν νοῦν του -διότι ἐσωτερικῶς εἶναι νεκρὸς καὶ σκορπίζει εἰς τὸν ἄνεμον τάς λέξεις τῆς προσευχῆς- ἀπατᾶ τὸν ἑαυτόν του, ἂν νομίζη ὅτι μὲ τοιαύτην προσευχὴν ἠμπορεῖ νὰ γίνη ἀρεστὸς εἰς τὸν Θεόν. Αὐτὴ εἶναι παράδοξος, ἁμαρτωλὴ διπροσωπία· εἶναι πικρὸς καρπὸς καὶ ἀπόδειξις ὅτι εἰς τὴν ἁμαρτίαν εὐρισκόμεθα. Ἡ καρδία μας εἶναι συνηθισμένη νὰ ψεύδεται εἰς τὴν προσευχὴν καὶ εἰς τάς συναναστροφάς μας μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Ἡ καρδία τοῦ ἄνθρωπου εἶναι στῦλος τοῦ ψεύδους. «Πᾶς ἄνθρωπος ψεύστηςς!» (Ψάλ. 115,2). Ὁ χρι­στιανὸς πρέπει νὰ δοκιμάση ὅλα τὰ μέσα διὰ νὰ ξερριζώση κάθε ψεῦδος ἀπὸ τὴν ψυχήν του καὶ νὰ φυταύση μέσα εἰς αὐτὴν τὴν καθαρὰν ἀλήθειαν. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ἀπαραίτητος διὰ τὴν προσευχήν, σύμφωνα μὲ τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν» (Ἰω. 4,24). Λέγε τὴν ἀλήθειαν ἐν τῇ καρδίᾳ σου (Ψάλ. 14,2). Καὶ ὅταν μάθωμεν νὰ λέγωμεν τὴν ἀλήθειαν μὲ ὅλην τὴν καρδίαν μας εἰς τάς προσευχάς μας, δὲν θὰ ἐπιτρέψωμεν τούς ἑαυτούς μας νὰ ψευδώμεθα εἰς τὴν καθημερινὴν ζωήν μας· ἡ εἰλικρινής, ἡ ἀληθινὴ προσευχὴ θὰ καθαρίση τὴν καρδίαν μας ἀπό κάθε ψεῦδος καὶ θὰ τὴν προστατεύη ἐναντίον τοῦ ψεύδους εἰς κοσμικὰ ζητήματα καὶ τάς σχέσεις μας μὲ ἄλλους ἀνθρώπους. Πῶς ἠμποροῦμεν νὰ μάθωμεν νὰ λέγωμεν τὴν ἀλήθειαν μὲ ὅλην μας τὴν καρδίαν εἰς τάς προ­σευχάς μας; Πρέπει κάθε λέξιν τῆς προσευχῆς νὰ τὴν φέρωμεν εἰς τὸ βάθος τῆς καρδίας μας, νὰ αἰσθανώμεθα τὴν ἀμάθειάν της, νὰ αἰσθανώμεθα κατάβαθα τὴν ἀνάγκη τοῦ πράγματος τὸ ὁποῖον ἀπό τὸν Θεὸν ζητοῦμεν, ἤ τὴν ἀνάγκην νὰ ἐκφράσωμεν τὴν βαθυτάτην μας εὐγνωμοσύνην διὰ τὰ ἀναρίθμητα εὐεργετήματα Του πρὸς ἡμᾶς, καὶ τὴν ἐγκάρδιον δοξολογίαν μας διὰ τὰ σοφώτατα ἔργα τῆς δημιουργίας Του.

     Ἡ ἐξωτερικὴ προσευχὴ πολλάς φοράς γίνεται εἰς βάρος τῆς ἐσωτερικῆς· ὅταν δηλαδὴ προσεύχωμαι ἠ ἀναγινώσκω μὲ τὰ χείλη μου, ἂν αἱ λέξεις δὲν διεισδύουν εἰς τὴν καρδίαν, γίνομαι δίψυχος καὶ ὑποκριτής· ἄλλα λέγω μὲ τὰ χείλη μου καὶ ἄλλα αἰσθάνεται ἡ καρδία μου. Τὰ χείλη ὁμιλοῦν τὴν ἀλήθειαν, ἐνῶ ἡ διάθεσις τῆς καρδίας δὲν συμφωνεῖ μὲ τοὺς λόγους τῆς προσευ­χῆς. Ὅταν ὅμως προσεύχωμαι καὶ ἐγκαρδίως, τότε χωρὶς νὰ προσέχω εἰς τὴν προφορὰν τῶν λέξεων, συγκεντρώνω τὴν προσοχήν μου εἰς τὸ περιεχόμενον αὐτῶν, εἰς τὴν δύναμίν των, καὶ βαθμηδὸν ἡ καρδία μου συνηθίζει εἰς τὴν ἀλήθειαν καὶ εἰσέρχο­μαι τοιουτοτρόπως εἰς τὸ πνεῦμα μὲ τὸ ὁποῖον ἔχουν γραφῆ τῆς προσευχῆς οἱ λόγοι. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον συνηθίζω, ὀλίγον κατ’ ὀλίγον, νὰ προσεύχωμαι ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ σύμφωνα μὲ τοὺς λόγους τῆς αἰωνίας Ἀληθείας: «Τοὺς προσκυνοῦντας Αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν» (Ἰω. 4,24).

     Ὅταν ὁ ἄνθρωπος προσεύχεται ἐξωτερικῶς καὶ μὲ φωνήν, δὲν ἠμπορεῖ πάντοτε νὰ ἀκολουθῆ ὅλας τάς κινήσεις τῆς καρ­δίας του, αἱ ὁποῖαι εἶναι τόσον ταχεῖαι, ὥστε κατ’ ἀνάγκην ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ προσέχῃ μᾶλλον εἰς τὴν προφορὰν τῶν λέξεων καὶ τὴν ἐξωτερικὴν μορφὴν των. Τοιου­τοτρόπως αἱ προσευχαὶ πολλῶν κληρικῶν, οἱ ὁποῖοι ταχέως ἀναγινώσκουν, δὲν εἶναι ἀληθεῖς· φαίνονται μὲ τὰ χείλη των ὅτι προσεύχονται· φαινομενικῶς εἶναι εὐσεβεῖς, αἱ καρδίαι τῶν ὅμως κοιμῶνται καὶ δὲν γνωρίζουν τί λέγουν τὰ χείλη των. Γίνεται δὲ τοῦτο διότι σπεύδουν εἰς τὴν ἀνάγνωσιν καὶ δὲν γνωρίζει ἡ καρδία των τί λέγουν. Πρέπει νὰ προσευχώμεθα δι’ αὐτούς, ὅπως ἐκεῖνοι προσεύχονται δι’ ἡμᾶς. Πρέπει νὰ προσευχώμεθα, ἵνα οἱ λόγοι των εἰσδύουν εἰς τάς καρδίας των καὶ εἰσκομίζουν θέρμην εἰς αὐτάς. Ἐκεῖνοι προσεύχονται δι’ ἡμᾶς χρησιμοποι­οῦντες τοὺς λόγους ἁγίων προσώπων, καὶ ἡμεῖς δὲ ὀφείλομεν ἐπίσης δι’ αὐτοὺς νὰ προσευχώμεθα.

      Ὅταν προσευχώμεθα πρέπει νὰ ὑποτάσσωμεν ἀπολύτως τὴν καρδίαν εἰς τὴν θέλησίν μας καὶ νὰ στρέφωμεν αὐτὴν πρὸς τὸν Θεόν. Δὲν πρέπει νὰ εἶναι οὔτε ψυχρά, πονηρά, ψευδής, οὔτε δίψυχος· ἐν ἐναντίᾳ περιπτώσει ποὶα θὰ εἶναι ἡ ὠφέλεια ἀπό τάς προσευχάς μας καὶ τὴν προετοιμασίαν μας διὰ τὸ μέγα Μυστήριον; Εἶναι δι’ ἡμᾶς καλὸν νὰ ἀκούωμεν τὴν ὠργισμένην τοῦ Θεοῦ φωνήν: «Ἐγγίζει μοὶ ὁ λαὸς οὗτος τῷ στόματι αὐτῶν καὶ τοῖς χείλεσί με τιμᾶ, ἡ δὲ καρδία αὐτῶν πόρρω ἀπέχει ἀπ’ ἐμοῦ» (Μάτθ. 15,8).Ἄς μὴ ἵσταμεθα λοιπὸν εἰς τὸν Ναὸν εἰς κατάστασιν πνευματικῆς ἀποαυνώσεως, ἂλλ’ ἄς φλέγεται τὸ πνεῦμα ἑνός ἑκάστου ἐξ ἡμῶν ὅταν ἀπευθύνεται πρὸς τὸν Θεόν. Καὶ αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι δὲν ἐκτιμοῦν τάς ὑπηρεσίας τάς ὁποίας εἰς αὐτοὺς προσφέρομεν ψυχρῶς καὶ ἐκ συνήθειας. Ὁ Θεὸς τάς καρ­δίας μας ζητεῖ. «Δὸς μοὶ υἱὲ σὴν καρδίαν» (Παρ. 23,26). Διότι ἡ καρδία εἶναι τὸ σπουδαιότερον μέρος τοῦ ἀνθρώπου – ἡ ζωή του. Καὶ ἀκόμη περισσότερον ἡ καρδία εἶναι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος. Ἐ­κεῖνος λοιπὸν ποὺ δὲν προσεύχεται καὶ δὲν ὑπηρετεῖ τὸν Θεὸν μὲ τὴν καρδίαν του, δὲν προσεύχεται καθόλου, διότι εἰς περίπτωσιν τοιαύτην προσεύχεται μόνον τὸ σῶμα του· τὸ δὲ σῶμα χωρὶς ψυχὴν δὲν εἶναι παρὰ γῆ. Ἐνθυμοῦ, λοιπόν, ὅτι ὅταν ἵστασαι καὶ προσεύχεσαι, ἵστασαι ἐνώπιον Αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ τῆς σοφίας τοῦ παντός. Καὶ πρέπει ἡ προσευχή σου νὰ εἶναι ὅλη πνεῦμα, ὅλη κατανόησις τοῦ μεγαλείου καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.

     Συχνάκις ἡ καρδία μας κοιμᾶται κατὰ τὴν ὥρα τῆς προ­σευχῆς· προσεύχεται μόνον ὁ ἐξωτερικὸς ἄνθρωπος, ὄχι ὅμως καὶ ὁ ἐσωτερικός! Συχνάκις θορυβοῦμεν μόνον μὲ τὴν γλῶσσάν μας ὅταν προσευχώμεθα.

       Ἐνίοτε οἱ ἄνθρωποι ὀνομάζουν προσευχὴν ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον δὲν εἶναι καθόλου προσευχή· πηγαίνει π.χ κάποιος εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ἵσταται ἐκεῖ ὀλίγην ὥραν, βλέπει τάς εἰκόνας ἡ τοὺς ἄλλους χριστιανούς, τὰ πρόσωπα καὶ τὰ ἐνδύματά των καὶ λέ­γει ἔπειτα ὅτι προσηυχήθη εἰς τὸν Θεὸν· ἤ ἵσταται ἐνώπιον μιᾶς εἰκόνος εἰς τὸ σπίτι του, κλίνει τὴν κεφαλήν του, λέγει μερικάς λέξεις τάς ὁποίας ἀπεστήθισε χωρὶς νὰ τάς ἐννοῇ καὶ τάς αἰσθά­νεται καὶ λέγει ὅτι προσηυχήθη, μολονότι μὲ τὴν καρδίαν καὶ τάς σκέψεις του καθόλου δὲν προσηυχήθη, ἂλλ’ ἦτο μὲ ἄλλους ἀνθρώπους καὶ ἄλλα πράγματα ἐσκέπτετο καὶ ὄχι τὸν Θεόν.

      Ἡ βεβιασμένη προσευχὴ καταντᾶ ὑποκρισία καὶ κάμνει τὸν ἄνθρωπον ἀνίκανον διὰ κάθε ἀσχολίαν ἡ ὁποία ἔχει ἀνάγ­κην σκέψεως βαθείας, καὶ ράθυμον εἰς ὅλα, ἀκόμη δὲ καὶ εἰς τὴν ἐκπλήρωσιν τῶν καθηκόντων του. Αὐτὰ πρέπει νὰ πείσουν κάθε ἄνθρωπον ὁ ὁποῖος προσεύχεται κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον διὰ νὰ διορθώση τὴν διάθεσιν τῆς προσευχῆς του. Πρέπει νὰ προσευχώμεθα μὲ χαράν, μὲ ἐνεργητικότητα καὶ μὲ ὅλην τὴν καρδίαν μας. Μὴ προσεύχεσαι εἰς τὸν Θεὸν ὅταν εἶσαι ὑποχρε­ωμένος νὰ προσευχηθῆς, εἰς τάς ἀνάγκας καὶ τάς λύπας σου, «ἱλαρόν γὰρ δότην ἀγαπᾶ ὁ Θεός» (Β’ Κόρ. 9,7).

     Ἄς μετρῶμεν τὴν ἀξίαν τῶν προσευχῶν μας μὲ ἄνθρωπου μέτρον ἤ μὲ τὸ ποιὸν τῶν σχέσεών μας πρὸς τοὺς ὁμοίους μας ἀνθρώπους. Πῶς φερόμεθα πρὸς τοὺς ἄλλους; Ἐνίοτε ἐκφράζομεν πρὸς αὐτοὺς τάς παρακλήσεις, τοὺς ἐπαίνους καὶ τὴν εὐγνωμοσύνην μας μὲ ψυχρότητα, χωρὶς ἐγκαρδιότητα, ἁπλῶς ἕνεκα τοῦ καθήκοντος ποὺ ἔχομεν ἤ χάριν εὐγενείας· τὸ αὐτὸ δὲ συμβαίνει καὶ ὅταν κάμωμεν κάτι εἰς αὐτούς. Ἐνῶ ἄλλοτε ὅλα αὐτὰ τὰ κάμνομεν μὲ ζέσιν, ἐγκαρδιότητα, ἀγάπην ἐνίοτε μὲ προσποίησιν καὶ ἄλλοτε μὲ πραγματικὴν εἰλικρίνειαν. Ἡ αὐτὴ ἀνόμοιος καὶ ἀνώμαλος διάθεσις μᾶς διακρίνει καὶ ὅσον ἀφορᾶ τάς σχέσεις μας πρὸς τὸν Θεόν. Αὐτὸ ὅμως δὲν πρέπει νὰ γίνε­ται. Καθῆκον ἔχομεν πάντοτε ἐξ ὅλης τῆς καρδίας μας νὰ ὑμνοῦμεν καὶ εὐλογοῦμεν τὸν Θεὸν·  τὰ πάντα ἐνώπιόν Του πρέπει νὰ γινωνται ἔξ ὅλης τῆς καρδίας μας. Ὀφείλομεν νὰ ἀγαπῶμεν καὶ νὰ ἐμπιστευώμεθα εἰς τὸν Θεὸν μὲ ὅλην  τὴν καρδίαν μας.

     Κατὰ τὴν προσευχὴν πίστευε πάντοτε στερρῶς καὶ ἐνθυ­μοῦ ὅτι κάθε λόγος σου καὶ σκέψις σου ἠμπορεῖ νὰ γίνη ἔργον. «οὐκ ἀδυνατήσει παρὰ τῷ Θεῷ πᾶν ρῆμα» (Λουκ. 1,37). «Ὁ δέ κολλώμενος τῷ Κυρίῳ ἕν πνεῦμὰ ἐστι» (Α Κόρ. 6,17). Αὐτὸ σημαίνει ὅτι καὶ αἱ λέξεις σου ἀκόμη πρέπει νὰ ἔχουν δύναμιν. «Πάντα δυνατὰ τῷ πιστεΰοντι» (Μάρκ. 9,23). Προσέχετε τοὺς λόγους σας- ὁ λόγος εἶναι πολύτιμος. «Πᾶν ρῆμα ἀργόν ὅ ἐάν λαλήσωσιν οἱ ἄνθρωποι, ἀπόδωσουσι περὶ αὐτοῦ λόγον ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως» (Μάτθ. 12,36).

     Εἶναι δυνατὸν νὰ προσεύχεται κανεὶς ταχέως χωρὶς νὰ ζημιώνη τὴν δύναμιν καὶ τὸ ἀποτέλεσμα τῆς προσευχῆς; Εἶναι δυνατὸν εἰς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἐμαθον νὰ προσεύχωνται ἐσωτε­ρικῶς μὲ καθαρὰν καρδίαν. Κατὰ τὴν προσευχὴν εἶναι ἀπαραίτητον ἡ καρδία σου εἰλικρινῶς νὰ ἐπιθυμῆ ὅ,τι ζητεῖς, νὰ αἰσθάνεται τὴν ἀλήθειαν ἐκείνου τὸ ὁποῖον λέγεις· αὐτὰ δὲ γί­νονται κατὰ τρόπον φυσικὸν εἰς τάς καθαράς καρδίας. Ἰδοὺ διατὶ εἶναι δυνατὸν νὰ προσεύχεται κανεὶς καὶ ταχέως καὶ εὐαρέστως εἰς τὸν Θεὸν· ἡ ταχύτης εἰς τὴν περίπτωσιν αὐτὴν δὲν ζημιώνει τὴν ἀλήθειαν καὶ τὴν εἰλικρίνειαν τῆς προσευχῆς. Ἐκεῖνοι ὅμως οἱ ὁποῖοι δὲν ἀπέκτησαν τὴν ἱκανότητα νὰ προ­σεύχωνται εἰλικρινῶς, πρέπει νὰ προσεύχωνται βραδέως καὶ περιμένουν εἰς ἑκάστην λέξιν τῆς προσευχῆς τὴν ἀνάλογον ἠχώἒν τῇ καρδίᾳ των. Αὐτὸ ὅμως δὲν δίδεται πάντοτε ταχέως εἰς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι δὲν εἶναι συνηθισμένοι εἰς τὴν διάθεσὶν ἐκείνην, τὴν ὁποίαν αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος ποὺ γνωρίζει νὰ προσεύχεται. Δι’ αὐτό, διὰ τοὺς ἀνθρώπους αὐτούς, πρέπει νὰ εἶναι κανών ἀπόλυτος τὸ νὰ προφέρουν τῆς προσευχῆς τάς λέ­ξεις βραδέως καὶ νὰ μεσολαβῆ σιγή μεταξὺ αὐτῶν. Περίμενε μέχρις ὅτου κάθε λέξις εὑρισκῃ ἀπήχησιν εἰς τὴν καρδίαν σου».