Ἀββᾶ Δωροθέου «περί ψεύδους» παρ. 1-3 Παράθεση μετάφρασης ἀπό τόν τόμο 12 τῆς Φιλοκαλίας, ἐκδόσεων Ε.Π.Ε.
«1. Θέλω νὰ σᾶς ὑπενθυμίσω, ἀδελφοί, ὀλίγα γιὰ τὸ ψεῦδος. Διότι βλέπω νὰ μὴ προσπαθῆτε πολὺ νὰ κρατή- σετε τὴν γλώσσα σας, καὶ ἀπό αὐτὸ εὔκολα παρασυρόμαστε σὲ πολλά. Βλέπετε, ἀδελφοί μου, ὅτι σὲ κάθε πράγμα, καθώς σᾶς λέγω πάντοτε, δημιουργεῖται συνήθεια, καὶ στὸ καλὸ καὶ στὸ κακό. Χρειάζεται λοιπὸν πολλὴ ἐγρήγορσις, γιὰ νὰ μὴ ἁρπαζώμαστε ἀπό τὸ ψεῦδος. Διότι κανεὶς ψευδολόγος δὲν εἶναι ἐνωμένος μὲ τὸ Θεό, τὸ ψεῦδος εἶναι ξένο πρὸς τὸ Θεό. Διότι εἶναι γραμμένο ὅτι «τὸ ψεῦδος εἶναι ἀπό τὸν πονηρό», καὶ ἐπίσης, «ψεύστης εἶναι καὶ πατὴρ τοῦ ψεύδους». Λοιπὸν πατέρα τοῦ ψεύδους καλεῖ τὸν Διάβολο. Ἡ δὲ ἀλήθεια εἶναι ὁ Θεός- διότι αὐτὸς λέγει, «ἐγώ εἶμαι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή».Βλέπετε λοιπὸν ἀπό ποὺ χωριζόμαστε καὶ σὲ ποιὸν προσκολλώμαστε διὰ τοῦ ψεύδους, στὸν πονηρό. Ἐὰν λοιπὸν θέλωμε πραγματικὰ νὰ σωθοῦμε, ὀφείλομε νὰ ἀγαποῦμε τὴν ἀλήθεια μὲ ὅλη τὴν δύναμι καὶ ὅλο τὸ ζῆλο καὶ νὰ φυλάττωμε τοὺς ἑαυτούς μας ἀπό κάθε ψεῦδος, γιὰ νὰ μή μᾶς χωρίση ἀπό τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν Ζωή.2. Ὑπάρχουν δὲ τρεῖς τρόποι ψεύδους· εἶναι ὁ ψευδόμενος κατὰ διάνοια, ὁ ψευδόμενος μὲ λόγο καὶ ὁ ψευ- δόμενος μὲ τὴν διαγωγή του. Ὁ ψευδόμενος κατὰ διάνοια εἶναι ἐκεῖνος ποὺ δέχεται ὑπόνοιες. Ἐὰν αὐτὸς ἰδῆ κάποιον νὰ ὁμιλῆ μὲ τὸν ἀδελφό του, ὑποπτεύεται καὶ λέγει ὅτι γιὰ μένα ὁμιλοῦνν. Καὶ ἂν διακόψουν τὴν ὁμιλία, πάλι ὑποπτεύεται ὅτι γι’ αὐτὸν διέκοψαν. Ἐὰν εἰπῆ κανεὶς λόγο, ὑποπτεύεται ὅτι τὸν εἶπε γιὰ νὰ τὸν θλίψη, καὶ γενικῶς σὲ κάθε πρᾶγμα, ὑποπτεύεται ἔτσι τὸν πλησίον λέγοντας, "γιὰ μένα ἔκανε τοῦτο, γιὰ μένα εἶπε τοῦτο· γι’ αὐτὸν τὸν σκοπὸ ἔκανε τοῦτο. Αὐτὸς εἶναι ὁ ψευδόμενος κατὰ διάνοια. Διότι δὲν λέγει τίποτε ἀληθινό, ἀλλά ὅλα ἀπό ὑποψία. Ἀπό αὐτὸ λοιπὸν ποέρχονται οἱ περιέργειες, οἱ καταλαλιές, τὸ κρυφάκουσμα, τὸ μάλωμα, ἡ κατάκριοις.3 Ὑπάρχουν περιπτώσεις ποὺ κάποιος ὑποπτεύεται κάτι καὶ τὰ γεγονότα τὸ ἀποδεικνύουν ἀληθινό, καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ μὲ τὴν πρόφασι ὅτι θέλει νὰ διορθώση τὸν ἑαυτό του, ἐρευνᾶ πάντοτε γύρω του, σκεπτόμενος ὅτι, ἐάν ὁμιλῆ κανεὶς ἐναντίον μου, βλέπω ποιὸ εἶναι τὸ σφάλμα γιὰ τὸ ὁποῖο μὲ διαβάλλει καὶ διορθώνω τὸν ἑαυτὸ μου. Πρῶτα λοιπὸν αὐτή ἡ ἀρχὴ διαγωγῆς εἶναι ἀπό τὸν πονηρό· διότι αὐτὸς ἄρχισε διὰ τοῦ ψεύδους, μὴ γνωρίζοντας ὑενόησε αὐτὸ ποὺ δὲν ἐγνώριζε. Πῶς λοιπὸν μπορεῖ δένδρο πονηρὸ νὰ κάνη καλοὺς καρπούς; Ἐὰν δὲ πραγματικὰ θέλη νὰ διορθωθῆ, ὅταν τοῦ εἰπῆ ὁ ἀδελφὸς μή κάνης τοῦτο’ ἤ γιατί ἔκανες τοῦτο; δὲν πρέπει νὰ ταραχθῆ, ἀλλά νὰ βάλη μετάνοια καὶ νὰ τὸν εὐχαρίστηση· καὶ τότε θὰ διορθωθῆ. Καὶ ἐάν ἰδῆ ὁ Θεὸς ὅτι τέτοια εἶναι ἡ προαίρεσίς του, ποτὲ δὲν θὰ τὸν ἀφήση νὰ πλανηθῆ, ἀλλά στέλλει πάντοτε ἐκεῖνον ποὺ πρέπει νὰ τὸν διορθώση. Τὸ νὰ λέγη δὲ ὅτι πιστεύω στὶς ὑποψίες μου γιὰ νὰ διορθωθῶ καὶ ἔτσι νὰ κρυφακούη καὶ νὰ περιεργάζεται, εἶναι δικαίωμα τοῦ διαβόλου ποὺ θέλει νὰ ἐπιβουλευθῆ τους ἀνθρώπους»