Ιωάννου η΄12

                                                        ΚΕΙΜΕΝΟ

«Πάλιν οὖν ἐλάλησεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς λέγων·  ἐγώ εἰμι τό φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοί οὐ μή περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ’ ἕξει τό φῶς τῆς ζωῆς».

                                                        ΕΡΜΗΝΕΙΑ

       «Πάλιν λοιπόν ὡμίλησε πρός αὐτούς ὁ Ἰησοῦς καί τούς εἶπεν·  Ἐγώ εἶμαι τό φῶς ὄχι μόνον τῶν Ἰουδαίων, ἀλλ’ ὁλοκλήρου τοῦ κόσμου. Ἐκεῖνος πού μέ ἀκολουθεῖ μέ πλήρη ἐμπιστοσύνην καί ἐλπίδα καί μέ πρόθυμον ὐπακοήν εἰς τούς λόγους μου, δέν θά περιπατήσῃ οὔτε θά εὑρεθῇ ποτέ εἰς τό σκότος τῆς πλάνης καί τῆς ἀμαρτίας, ἀλλά θά ἔχῃ μέσα του τό ζωηφόρον καί πνευματικόν φῶς, πού προέρχεται ἀπό τήν ἀληθινήν ζωήν, τόν Θεόν» ( Ἀπό τήν «Καινή Διαθήκη μετά συντόμου ἑρμηνείας» τοῦ Π.Ν.Τρεμπέλα, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»).

                                                     ΣΧΟΛΙΟ 

       ἴδιος ὁ Κύριος εἶχε πεῖ αὐτὰ τὰ λόγια. Στὸ θεῖο ΤοΥ πρόσωπο ἀναφέρονται καὶ ἔχουν πλήρη ἐφαρμογή. Ὁ θεῖος εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ὁ ἐπιστήθιος φίλος, ὁ ἀγαπημένος μαθητής, ποὺ γιὰ τρία χρόνια βρισκόταν κοντὰ στὸν Κύριο,τὰ ἄκουσε ἀπὸ τὸ στόμα Του καὶ τὰ κατέγραψε στὸ εὐαγγέλιό του. Ἀδελφέ μου, ἔλα νὰ ἐμβαθύνουμε στὰ λόγια αὐτά. Ἔλα νὰ παρακαλέσουμε «τὸ φῶς τοῦ κόσμου», τὸν Κύριο Ἰησοῦ, νὰ μᾶς φωτίσει μὲ τὸ θεῖο φωτισμό Του, γιὰ νὰ τὰ κατανοήσουμε ὅσο μᾶς εἶναι δυνατό. «Ἔγω εἰμὶ τὸ φῶς τοῦ κόσμου»!  Ὅταν δημιουργήθηκε ἡ γῆ, τὴ σκέπαζε σκοτάδι βαθὺ καὶ ἀδιαπέραστο. Μόνο ὅταν ἀκούσθηκε ἡ προσταγὴ τοῦ Δημιουργοῦ «γενηθήτω φῶς» (Γενέσ. α’ 3), οἱ ἀκτίνες τοῦ αἰσθητοῦ φωτὸς διέλυσαν τὰ σκοτάδια καὶ ἄφησαν νὰ φανοῦν τὰ ἔργα τοῦ παντοδύναμου Δημιουργοῦ. Τί θὰ ἦταν ἡ γῆ χωρὶς τὸν ἥλιο; Φυλακὴ σκοτεινὴ καὶ παγερὴ ὅπου μαζὶ μὲ τὸ σκοτάδι θὰ εἶχε ἐγκαταστήσει τὸ βασίλειό του καὶ ὁ θάνατος. Κάτι παρόμοιο συνέβη καὶ ὅταν ὁ ἐκλεκτὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ, οἱ Ἰσραηλίτες, θὰ ἐπέστρεφαν στὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας, ἀφοῦ θὰ ἐλευθερώνονταν ἀπὸ τοὺς Αἰγυπτίους. Τὸ μέρος ποὺ ἔμεναν ἦταν λουσμένο στὸ φῶς, ἐνῶ τὴν ‘ἴδια ὥρα ἡ ὑπόλοιπη χώρα τῆς Αἰγύπτου, ποὺ τοὺς κρατοῦσε ὑποδουλωμένους, ἦταν βυθισμένη σὲ ἀδιαπέραστο σκοτάδι (Ἐξόδ. ι’ 21-23). Γιατί; Μαζὶ μὲ τοὺς Ἰσραηλίτες ἦταν καὶ ὁ Δημιουργός τοῦ φωτός, ὁ στοργικὸς πατέρας, ὁ προστάτης καὶ ὑπερασπιστής τοῦ λαοῦ Του ἀπέναντι στοὺς σκληροὺς κυρίους τους. Στὴ συνέχεια ὁ περιούσιος λαὸς βάδιζε στὴν ἔρημο γιὰ σαράντα ὁλόκληρα χρόνια «ὅλην τὴν νύκτα ἐν φωτισμῷ πυρός» (Ψάλμ. ὀζ’ 14). Ἡ θαυμαστὴ νεφέλη ἦταν δεῖγμα τῆς θείας παρουσίας. Τὴν ἡμέρα τούς προφύλασσε ἀπὸ τὶς καυστικὲς ἀκτίνες τοῦ ἥλιου, ἐνῶ τὴ νύχτα μεταβαλλόταν σὲ φωτεινὴ πηγὴ ποὺ σκορποῦσε γλυκὸ καὶ ἱλαρὸ φῶς.  «Ἔγω εἰμὶ τὸ φῶς τοῦ κόσμου»! Ἀλλὰ δὲν εἶναι μόνο ὁ αἴτιος καὶ δημιουργός του αἰσθητοῦ καὶ ὑλικοῦ φωτός. Εἶναι καὶ ἡ αἰώνια πηγὴ τοῦ πνευματικοῦ φωτός. Αὐτὸς μὲ τὴ διδασκαλία Του φωτίζει καὶ διαλύει τὰ σκοτάδια τῆς ἄγνοιας καὶ τῆς πλάνης, τῆς δεισιδαιμονίας καὶ τῆς ἀπάτης. Αὐτὸς πάνω στὸ Σινὰ μέσα ἀπὸ ἀστραπὲς καὶ βροντὲς ἔβαλε στὰ χέρια τοῦ Μωυσῆ, τοῦ μεγάλου ἀρχηγοῦ τοῦ λαοῦ Του, τὰ θεοχάρακτα γράμματα τοῦ θεόγραφου νόμου, τὶς δυὸ δηλαδὴ πλάκες μὲ τὶς δέκα ἐντολές. Τί ἄλλο ἦταν ἐκεῖνες οἱ ἐντολὲς παρὰ φῶς πνευματικό, ποῦ ὁδηγοῦσε τοὺς πιστούς της Παλαιᾶς Διαθήκης στὸ θέλημα τοῦ Κυρίου; Ὁ θεόπνευστος Προφήτης αἰσθανόταν βαθιὰ εὐγνωμοσύνη καὶ εὐχαριστοῦσε γι’ αὐτὸν τὸν Θεό. «Λύχνος τοὶς ποσί μου ὁ νόμος σου καὶ φῶς ταῖς τρίβοις μου» (Ψάλμ. ριη’ 105). Καὶ ὁ ἀπόστολος Πέτρος προτρέπει τοὺς Χριστιανοὺς νὰ προσέχουν καὶ νὰ μελετοῦν τὸν θεῖο νόμο συμμορφούμενοι μὲ ὅσα διδάσκει «ὡς λύχνῳ φαίνοντι ἐν αὐχμηρῷ τόπῳ». Νὰ θεωροῦν τὸ θεῖο νόμο λυχνάρι ποὺ φέγγει σὲ τόπο σκοτεινὸ (Β’ Πέτρ. ἀ’ 19).Ἀλλά, ἂν οἱ λόγοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ποὺ μεταδόθηκαν ἀπὸ τὸ «φῶς τοῦ κόσμου» μέσω τοῦ Μωυσῆ καὶ τῶν Προφητῶν, χαρακτηρίζονται ὡς «λύχνος» καὶ «φῶς», τί λαμπρὸς καὶ ἀκτινοβόλος ἥλιος εἶναι ἡ διδασκαλία ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ!  Ἄν στὸ Σινὰ δόθηκε στοὺς ἀνθρώπους ἡ πρώτη γραπτὴ ἀποκάλυψη τοῦ θείου θελήματος, στὸ ὄρος τῶν Μακαρισμῶν ἤ κοντὰ στὸ φρέαρ τῆς Σαμάρειας καὶ στὶς ὄχθες τῆς Τιβεριάδας, καθὼς καὶ στὶς συναγωγὲς τῶν Ἰουδαίων ὁ ἴδιος ὁ Νομοδότης αὐτοπροσώπως, σὰν ἄλλος «Ἥλιος δικαιοσύνης» (Μαλαχ. δ’ 4), φώτισε τὸν κόσμο μὲ ὠκεανοὺς φωτὸς πνευματικοῦ. Καὶ ἐκπέμπονται οἱ φωτεινὲς ἀκτίνες τῆς θείας διδασκαλίας σὲ κάθε κατεύθυνση ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ οὐρανοῦ καὶ τὰ πλάτη τῆς γῆς μέχρι τὰ σκοτεινὰ βασίλεια τοῦ Ἅδη καὶ τοῦ θανάτου. Ἐκεῖνος ποὺ εἶναι «τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν» μας διαφώτισε ὅσο μας εἶναι χρήσιμο καὶ ὠφέλιμο σχετικὰ μὲ τὰ «ἀπ’ αἰῶνος ἀπόκρυφα» μυστήρια, μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὴν αἰώνια «ἐν Χριστῷ» ζωή, καθὼς καὶ σχετικὰ μὲ τὴν καταγωγή μας καὶ τὸν προορισμό μας στὴ γῆ. Αὐτός μας δίδαξε τὸν τρόπο νὰ κερδίσουμε τὴν αἰώνια σωτηρία μας. Αὐτὸς γλύκανε μὲ τὶς ἀδιάψευστες ὑποσχέσεις Του τὸ μυστήριο τοῦ θανάτου. Μὲ τὴ διδασκαλία Του μᾶς ὑπέδειξε τὸν τρόπο ποὺ μὲ ἀσφάλεια μᾶς ὁδηγεῖ ἀπὸ τὴν κοιλάδα τῶν δακρύων, ἀπό τὴ νύχτα τῆς παρούσας ζωῆς στὴ χώρα τῆς αἰώνιας μακαριότητας, στὴν ἀνέσπερη ἡμέρα τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Ὤ, ἐκεῖ δὲν ὑπάρχει νύχτα καὶ σκοτάδι. Ἐκεῖ οἱ πανευτυχεῖς πολίτες τῆς οὐράνιας βασιλείας δὲν θὰ ἔχουν ἀνάγκη νὰ φωτίζονται ἀπό  ἀλλοῦ. Ὁ ἴδιος ὁ ἀγαπημένος μαθητὴς τὸ βεβαιώνει: «Νύξ οὐκ ἐσται ἔτι, καὶ οὐ χρεία λύχνου καὶ φωτὸς ἡλίου, ὅτι Κύριος ὁ Θεὸς φωτιεῖ αὐτοὺς καὶ βασιλεύσουσιν εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων» (Ἀποκ. κβ’ 5). Αὐτὸς ἦταν καὶ εἶναι καὶ θὰ εἶναι αἰώνια «τὸ φῶς τοῦ κόσμου». Χριστέ, τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, τὸ φωτίζον καὶ ἁγιάζον,  πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον, σημειωθήτω ἐφ’ ἡμᾶς τὸ φῶς τοῦ προσώπου σου. Λάμψον ἐν ταὶς καρδίαις ἡμῶν τὸ τῆς σῆς θεογνωσίας ἀκήρατον φῶς καὶ τοὺς τῆς διανοίας ἡμῶν διάνοιξον ὀφθαλμοὺς εἰς τὴν τῶν εὐαγγελικῶν σου κηρυγμάτων κατανόησιν. Ἔνθες ἡμῖν καὶ τὸν τῶν μακαρίων σου ἐντολῶν φόβον, ἵνα τᾶς σαρκικάς ἐπιθυμίας πάσας καταπατήσαντες πνευματικὴν πολιτείαν μετέλθωμεν, πάντα τὰ πρὸς εὐαρέστησιν τὴν σὴν καὶ φρονοῦντες καὶ πράττοντες. Καὶ κατεύθυνον τὰ διαβήματα ἡμῶν πρὸς ἐργασίαν τῶν ἐντολῶν σου, πρεσβείαις τῆς Πανάχραντου σου Μητρὸς καὶ πάντων σου τῶν ἁγίων. Ἀμήν» ( Ἀπό τό βιβλίο «Λόγοι Παρακλήσεως»σ.164-167, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»).