Ἀββᾶ Δωροθέου Περί θείου φόβου, παράγραφοι 1,2 Ἡ μετάφραση εἶναι παρμένη ἀπό τή Φιλοκαλία ΕΠΕ τ. 12ος, σ. 331-335.
«1. Λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης στὶς καθολικὲς ἐπιστολὲς «ἡ τελεία ἀγάπη ἀπομακρύνει τὸ φόβο». Τί θέλει τάχα νὰ μᾶς σημάνη μὲ αὐτὸ ὁ ἅγιος; Γιὰ ποιὰ ἀγάπη ὁμιλεῖ καὶ γιὰ ποιὸ φόβο; Ὁ προφήτης λέγει στὸν ψαλμό· «φοβηθῆτε τὸν Κύριο ὅλοι οἱ ἅγιοί του». Εὑρίσκομε δὲ στὶς ἅγιες Γραφὲς κι’ ἄλλα πολλὰ τέτοια. Ἐάν λοιπὸν καὶ οἱ ἅγιοι, ποῦ τόσο ἀγαποῦν τὸν Κύριο, τὸν φοβοῦνται, πῶς λέγει, «ἡ ἀγάπη ἀπομακρύνει τὸν φόβο»; Ὁ ἅγιος θέλει νὰ μᾶς δείξη ὅτι ὑπάρχουν δυὸ φόβοι, ἕνας εἰσαγωγικὸς καὶ ἕνας τέλειος, καὶ ὅτι ὁ μὲν πρῶτος ταιριάζει στοὺς ἀρχαρίους, θὰ ἔλε¬γε κανείς, τῆς θεοσέβειας, ὁ δὲ ἄλλος ταιριάζει στοὺς τελειωμένους ποὺ ἔφθασαν στὸ μέτρο τῆς ἁγίας ἀγάπης. Φέρω γιὰ παράδειγμα τὸ ἑξῆς. Κάποιος κάνει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἀπό τὸν φόβο τῆς τιμωρίας· αὐτός, ὅπως εἴπαμε, εἶναι ἀκόμη ἀρχάριος, αὐτὸς δὲν κάνει τὸ καλὸ γιὰ τὸ ἴδιο τὸ καλὸ ἀλλά ἀπό τὸν φόβο τῶν κτυπημάτων. Ἄλλος ὅμως κάνει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐπειδὴ ἀγαπᾶ τὸ Θεό, ἐπειδὴ ἀγαπᾶ εἰδικῶς τὸ νὰ εὐαρεστῆ τὸν Θεό. Αὐτὸς γνωρίζει τί εἶναι κάθ΄ ἑαυτὸ τὸ καλό, αὐτὸς γνωρίΖει τί εἶναι τὸ νὰ εἶναι μάζί μὲ τὸ Θεό. Αὐτὸς λοιπὸν εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἔχει τὴν ἀληθινὴ ἀγάπη ποὺ ὁ ἅγιος χαρακτηρίζει τελεία, καὶ αὐτὴ ἡ ἀγάπη τὸν φέρει τὸν τέλειο φόβο. Δηλαδὴ αὐτὸς φοβεῖται καί φυλάττει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ὄχι πλέον γιὰ τὶς πληγές, ὄχι πλέον γιὰ νὰ μὴ τιμωρηθῆ, ἀλλά, ὅπως εἴπαμε, ἐπειδὴ ἐγεύθηκε τὴν γλυκύτητα τοῦ νὰ εἶναι μαζὶ μὲ τὸ Θεό, φοβεῖται μὴ ἐκπέση ἀπό αὐτήν, φοβεῖται μὴ τὴν στερηθῆ. Αὐτὸς λοιπὸν ὁ τέλειος φόβος, ὁ γεννώμενος ἀπό τὴν ἀγάπη, ἀπομακρύνει τὸν εἰσαγωγικὸ φόβο. Καί γι’ αὐτὸ λέγει ὅτι ἡ ἀγάπη ἀπομακρύνει τὸ φόβο. Εἶναι δὲ ἀδύνατο νὰ ἔλθη ὁ τέλειος φόβος, παρὰ μόνο διὰ τοῦ εἰσαγωγικοῦ.
2. Πραγματικὰ ὑπάρχουν τρεῖς διαθέσεις, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Βασίλειος, μὲ τὶς ὁποῖες μποροῦμε νὰ εὐαρεστήσωμε στὸ Θεό. Δηλαδὴ ἡ εὐαρεστοῦμε διότι φοβώμαστε τὴν τιμωρία καὶ εἴμαστε στὴν κατάστασι τοῦ δούλου· ἤ ἐκτελοῦμε τὶς διαταγὲς γιὰ χάρι ὠφελείας μας, ἐπειδὴ ἐκδιώκομε τὰ κέρδη τῆς ἀμοιβῆς, καί κατὰ τοῦτο ὁμοιάζομε μὲ τοὺς μισθωτούς· ἤ κάνομε τὸ καλὸ γιὰ τὸ ἴδιο τὸ καλὸ καί εἴμαστε στὴν κατάστασι τοῦ υἱοῦ. Διότι ὁ υἱός, ὅταν ἔλθη στὴν ἡλικία τῆς φρονήσεως, ἐκτελεῖ τὸ θέλημα τοῦ πατρὸς του ὄχι διότι φοβεῖται μὴ δαρῆ οὔτε γιὰ νὰ λάβη μισθὸ ἀπό αὐτόν, ἄλλα διότι τὸν ἀγαπᾶ, ἐπιφυλάσσοντας γί’ αὐτὸν εἰδικῶς αὐτὴν τὴν ἀγάπη καί τὴν τιμὴ τὴν πατρική, καί εἶναι πεισμένος ὅτι ὅλα τὸ ὑπάρχοντα τοῦ πατρὸς εἶναι ἰδικά του. Τέτοιος ἄνθρωπος ἀξιώνεται ν’ ἀκούση «δὲν εἶσαι πλέον δοῦλος, ἀλλά υἱὸς καί κληρονόμος Θεοῦ διὰ τοῦ Χριστοῦ»· ὁ τέτοιος ἄνθρωπος δὲν φοβεῖται πλέον, ὅπως εἴπαμε, τὸ Θεὸ κατὰ ἐκεῖνο τὸν εἰσαγωγικὸ φόβο, ἀλλά ἀγαπᾶ, ὄ-πως λέγει ὁ ἅγιος Ἀντώνιος· «ἐγώ δὲν φοβοῦμαι πλέον τὸ Θεό, ἀλλά τὸν ἀγαπῶ». Καὶ ὁ Κύριος, λέγοντας στὸν Ἀβραὰμ μετὰ τὴν προσφορὰ τοῦ υἵοῦ του τὸ «Τώρα ἐγνώρισα ὅτι ἐσύ φοβεῖσαι τὸ Θεό», ἐκεῖνον τὸ φόβο ἐννοεῖ, τὸν γεννώμενο ἀπό τὴν ἀγάπη. Διότι ἀλλιῶς πῶς λέγει «τώρα ἐγνώρισα»; Μὲ συγχωρεῖτε· τόσα ἔκαμε, ὑπάκουσε τὸ Θεὸ καὶ ἄφησε ὅλα τὰ ἀγαθά του καὶ μετοίκησε σὲ ξένη γῆ καὶ σὲ ἔθνος εἰδωλολατρῶν, ὅπου δὲν ὑπῆρχε οὔτε ἴχνος θεοσέβειας, καὶ ἐπάνω σ αὐτὰ ὑπέφερε καὶ αὐτὸν τὸν φοβερὸ πειρασμὸ τῆς θυσίας τοῦ υἱοῦ. Καὶ ἔπειτα ἀπό ὅλα αὐτὰ τοῦ ἔλεγε, «τώρα ἐγνώρισα ὅτι ἐσύ φοβεῖσαι τὸν Θεό». Εἶναι φανερὸ ὅτι ἐννοοῦσε τὸν τέλειο φόβο, τὸ φόβο τῶν ἁγίων. Διότι αὐτοί ἐκτελοῦν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ὄχι ἀπό φόβο ἡ γιὰ νὰ λάβουν μισθό, ἀλλά, καθὼς εἴπαμε πολλὲς φορές, ἐπειδὴ ἀγαποῦν καὶ φοβοῦνται νὰ κάνουν κάτι παρὰ τὸ θέλημα τοῦ ἀγαπητοῦ. Καὶ γι’ αὐτὸ λέγει’ «ἡ ἀγάπη ἀπομακρύνει τὸν φόβο». Διότι δὲν ἀγαποῦν ἀπό φόβο, ἀλλά ἀπό ἀγάπη φοβοῦνται». (Συνεχίζεται)
«1. Λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης στὶς καθολικὲς ἐπιστολὲς «ἡ τελεία ἀγάπη ἀπομακρύνει τὸ φόβο». Τί θέλει τάχα νὰ μᾶς σημάνη μὲ αὐτὸ ὁ ἅγιος; Γιὰ ποιὰ ἀγάπη ὁμιλεῖ καὶ γιὰ ποιὸ φόβο; Ὁ προφήτης λέγει στὸν ψαλμό· «φοβηθῆτε τὸν Κύριο ὅλοι οἱ ἅγιοί του». Εὑρίσκομε δὲ στὶς ἅγιες Γραφὲς κι’ ἄλλα πολλὰ τέτοια. Ἐάν λοιπὸν καὶ οἱ ἅγιοι, ποῦ τόσο ἀγαποῦν τὸν Κύριο, τὸν φοβοῦνται, πῶς λέγει, «ἡ ἀγάπη ἀπομακρύνει τὸν φόβο»; Ὁ ἅγιος θέλει νὰ μᾶς δείξη ὅτι ὑπάρχουν δυὸ φόβοι, ἕνας εἰσαγωγικὸς καὶ ἕνας τέλειος, καὶ ὅτι ὁ μὲν πρῶτος ταιριάζει στοὺς ἀρχαρίους, θὰ ἔλε¬γε κανείς, τῆς θεοσέβειας, ὁ δὲ ἄλλος ταιριάζει στοὺς τελειωμένους ποὺ ἔφθασαν στὸ μέτρο τῆς ἁγίας ἀγάπης. Φέρω γιὰ παράδειγμα τὸ ἑξῆς. Κάποιος κάνει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἀπό τὸν φόβο τῆς τιμωρίας· αὐτός, ὅπως εἴπαμε, εἶναι ἀκόμη ἀρχάριος, αὐτὸς δὲν κάνει τὸ καλὸ γιὰ τὸ ἴδιο τὸ καλὸ ἀλλά ἀπό τὸν φόβο τῶν κτυπημάτων. Ἄλλος ὅμως κάνει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐπειδὴ ἀγαπᾶ τὸ Θεό, ἐπειδὴ ἀγαπᾶ εἰδικῶς τὸ νὰ εὐαρεστῆ τὸν Θεό. Αὐτὸς γνωρίζει τί εἶναι κάθ΄ ἑαυτὸ τὸ καλό, αὐτὸς γνωρίΖει τί εἶναι τὸ νὰ εἶναι μάζί μὲ τὸ Θεό. Αὐτὸς λοιπὸν εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἔχει τὴν ἀληθινὴ ἀγάπη ποὺ ὁ ἅγιος χαρακτηρίζει τελεία, καὶ αὐτὴ ἡ ἀγάπη τὸν φέρει τὸν τέλειο φόβο. Δηλαδὴ αὐτὸς φοβεῖται καί φυλάττει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ὄχι πλέον γιὰ τὶς πληγές, ὄχι πλέον γιὰ νὰ μὴ τιμωρηθῆ, ἀλλά, ὅπως εἴπαμε, ἐπειδὴ ἐγεύθηκε τὴν γλυκύτητα τοῦ νὰ εἶναι μαζὶ μὲ τὸ Θεό, φοβεῖται μὴ ἐκπέση ἀπό αὐτήν, φοβεῖται μὴ τὴν στερηθῆ. Αὐτὸς λοιπὸν ὁ τέλειος φόβος, ὁ γεννώμενος ἀπό τὴν ἀγάπη, ἀπομακρύνει τὸν εἰσαγωγικὸ φόβο. Καί γι’ αὐτὸ λέγει ὅτι ἡ ἀγάπη ἀπομακρύνει τὸ φόβο. Εἶναι δὲ ἀδύνατο νὰ ἔλθη ὁ τέλειος φόβος, παρὰ μόνο διὰ τοῦ εἰσαγωγικοῦ.
2. Πραγματικὰ ὑπάρχουν τρεῖς διαθέσεις, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Βασίλειος, μὲ τὶς ὁποῖες μποροῦμε νὰ εὐαρεστήσωμε στὸ Θεό. Δηλαδὴ ἡ εὐαρεστοῦμε διότι φοβώμαστε τὴν τιμωρία καὶ εἴμαστε στὴν κατάστασι τοῦ δούλου· ἤ ἐκτελοῦμε τὶς διαταγὲς γιὰ χάρι ὠφελείας μας, ἐπειδὴ ἐκδιώκομε τὰ κέρδη τῆς ἀμοιβῆς, καί κατὰ τοῦτο ὁμοιάζομε μὲ τοὺς μισθωτούς· ἤ κάνομε τὸ καλὸ γιὰ τὸ ἴδιο τὸ καλὸ καί εἴμαστε στὴν κατάστασι τοῦ υἱοῦ. Διότι ὁ υἱός, ὅταν ἔλθη στὴν ἡλικία τῆς φρονήσεως, ἐκτελεῖ τὸ θέλημα τοῦ πατρὸς του ὄχι διότι φοβεῖται μὴ δαρῆ οὔτε γιὰ νὰ λάβη μισθὸ ἀπό αὐτόν, ἄλλα διότι τὸν ἀγαπᾶ, ἐπιφυλάσσοντας γί’ αὐτὸν εἰδικῶς αὐτὴν τὴν ἀγάπη καί τὴν τιμὴ τὴν πατρική, καί εἶναι πεισμένος ὅτι ὅλα τὸ ὑπάρχοντα τοῦ πατρὸς εἶναι ἰδικά του. Τέτοιος ἄνθρωπος ἀξιώνεται ν’ ἀκούση «δὲν εἶσαι πλέον δοῦλος, ἀλλά υἱὸς καί κληρονόμος Θεοῦ διὰ τοῦ Χριστοῦ»· ὁ τέτοιος ἄνθρωπος δὲν φοβεῖται πλέον, ὅπως εἴπαμε, τὸ Θεὸ κατὰ ἐκεῖνο τὸν εἰσαγωγικὸ φόβο, ἀλλά ἀγαπᾶ, ὄ-πως λέγει ὁ ἅγιος Ἀντώνιος· «ἐγώ δὲν φοβοῦμαι πλέον τὸ Θεό, ἀλλά τὸν ἀγαπῶ». Καὶ ὁ Κύριος, λέγοντας στὸν Ἀβραὰμ μετὰ τὴν προσφορὰ τοῦ υἵοῦ του τὸ «Τώρα ἐγνώρισα ὅτι ἐσύ φοβεῖσαι τὸ Θεό», ἐκεῖνον τὸ φόβο ἐννοεῖ, τὸν γεννώμενο ἀπό τὴν ἀγάπη. Διότι ἀλλιῶς πῶς λέγει «τώρα ἐγνώρισα»; Μὲ συγχωρεῖτε· τόσα ἔκαμε, ὑπάκουσε τὸ Θεὸ καὶ ἄφησε ὅλα τὰ ἀγαθά του καὶ μετοίκησε σὲ ξένη γῆ καὶ σὲ ἔθνος εἰδωλολατρῶν, ὅπου δὲν ὑπῆρχε οὔτε ἴχνος θεοσέβειας, καὶ ἐπάνω σ αὐτὰ ὑπέφερε καὶ αὐτὸν τὸν φοβερὸ πειρασμὸ τῆς θυσίας τοῦ υἱοῦ. Καὶ ἔπειτα ἀπό ὅλα αὐτὰ τοῦ ἔλεγε, «τώρα ἐγνώρισα ὅτι ἐσύ φοβεῖσαι τὸν Θεό». Εἶναι φανερὸ ὅτι ἐννοοῦσε τὸν τέλειο φόβο, τὸ φόβο τῶν ἁγίων. Διότι αὐτοί ἐκτελοῦν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ὄχι ἀπό φόβο ἡ γιὰ νὰ λάβουν μισθό, ἀλλά, καθὼς εἴπαμε πολλὲς φορές, ἐπειδὴ ἀγαποῦν καὶ φοβοῦνται νὰ κάνουν κάτι παρὰ τὸ θέλημα τοῦ ἀγαπητοῦ. Καὶ γι’ αὐτὸ λέγει’ «ἡ ἀγάπη ἀπομακρύνει τὸν φόβο». Διότι δὲν ἀγαποῦν ἀπό φόβο, ἀλλά ἀπό ἀγάπη φοβοῦνται». (Συνεχίζεται)