Ψαλμός 68, στίχ. 18

                                                            ΚΕΙΜΕΝΟ

«Μή ἀποστρέψῃς τό πρόσωπόν σου ἀπό τοῦ παιδός σου, ὅτι θλίβομαι, ταχύ ἐπάκουσόν μου»

 ΕΡΜΗΝΕΙΑ

«Μή στρέψῃς ἐν ἀδιαφορίᾳ τό πρόσωπόν σου ἀπό ἐμέ τόν δοῦλον σου, διότι θλίβομαι. Ὁ κίνδυνος, τόν ὁποῖον διατρέχω, ἐπέρχεται ἐσπευσμένως. Γρήγορα λοιπόν καί χωρίς ἐπιβράδυνσίν τινα ἐπάκουσόν μου» ( Ἀπό τήν «ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας» τ. 12ος,  ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ».

                                                          ΣΧΟΛΙΟ

      «Θρηνητικὴ καὶ συγκινητικὴ ἀκούγεται ἡ φωνὴ τοῦ Προφήτη ποὺ πάσχει χωρὶς νὰ φταίει. Οἱ συμφορὲς πέφτουν πάνω του σὰν πελώρια κύματα ἀγριεμένης θάλασσας. Ἀπό παντοῦ σκοτεινιασμένος ὁ ὁρίζοντας. Καμιὰ φωτεινὴ ἀκτίνα. Καμιὰ ἐλπίδα σωτηρίας. Σὰν νὰ μὴν ἔφθαναν οἱ ἄλλες θλίψεις του, καὶ ἐχθροὶ ἐπίβουλοι τὸν παραμονεύουν. Ἀναζητᾶ τοὺς φίλους νὰ τὸν παρη¬γορήσουν καὶ αὐτοὶ ἔχουν ἐξαφανισθεῖ. Περιμένει βοήθεια, καὶ βοήθεια δὲν φαίνεται ἀπό πουθενά. Μὲ τὴν ψυχὴ του πλημμυρισμένη ἀπό θανάσιμη θλίψη, μὲ πόνο καὶ ἀγωνία ἀπευθύνει θερμὴ ἱκεσία στὸ Θεό. Κράζει μὲ μεγάλη φωνή. Ζητᾶ τὴν προστασία τοῦ Παντοδύναμου. Ὅσο πιὸ πολὺ αἰσθάνεται ὅτι καταποντίζεται στὸ βυθό, χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ στηριχθεῖ πουθενά, τόσο πιὸ δυνατὰ ἱκετεύει τὸν παντοκράτορα Κύριο. Βράχνιασε, δὲν μπο¬ρεῖ πιὰ νὰ φωνάξει. Οἱ δυνάμεις του ἀρχίζουν νὰ τὸν ἐγκαταλείπουν. Θεέ μου, γιατί ἀργεῖς νὰ ἀκούσεις τὴ δέησή μου; Σὲ παρακαλῶ, Σὲ ἱκετεύω, «ταχὺ ἔπακουσόν μου». Βιάσου, τρέξε, μὴν ἀναβάλλεις πιὸ πολύ. «Πτωχὸς καὶ ἀλγῶν εἰμι ἐγώ». Περιφρονημένος καὶ ἐγκαταλειμμένος ἀπό ὅλους. Σὺ εἶσαι τὸ μόνο καταφύ¬γιό μου. Σὺ εἶσαι ὁ προστάτης μου. Σὺ ὁ στοργικός μου πατέρας. Θεέ μου, Σὲ παρακαλῶ «ταχὺ ἐπάκουσόν μου».
 «Ταχὺ ἐπακουσόν μου».

    Φίλη ψυχή, ποὺ μελετᾶς αὐτὲς τὶς γραμμές, μήπως αἰσθάνεσαι κι ἐσὺ τὴν ἀνάγκη νὰ ἐπαναλάβεις στὸν Θεὸ καὶ νὰ χρησιμοποιήσεις στὴν προσευχή σου τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Ψαλμωδοῦ; Μήπως καὶ σὺ κάτω ἀπό τὴν ἐπί¬δραση τῆς ἀναμονῆς καὶ τῆς προσδοκίας παρακαλεῖς καὶ λὲς «ταχὺ ἐπακουσόν μου»;
      Ποιὸς τὸ ξέρει; Κάποια ἀρρώστια, ποὺ ἴσως σὲ ἀπο¬μάκρυνε καὶ σὲ χώρισε ἀπό τὴν οἰκογένεια καὶ τὴν ἐργα¬σία σου καὶ σὲ κρατᾶ καθηλωμένο στὸ κρεβάτι τῆς ὀδύ¬νης, σὲ κάνει νὰ ἐπαναλαμβάνεις τὰ λόγια τῆς προ¬σευχῆς τοῦ Προφήτη καὶ νὰ λὲς στὸν Θεὸ «ταχὺ ἐπα¬κουσόν μου». Θεέ μου, ἄκουσε τὴν προσευχή μου, διῶξε τὴν ἀσθένεια ποὺ μὲ κατατρύχει. Γρήγορα, Κύριέ μου, δῶσε μου τὴν ὑγεία.
       Κάποια περιπέτεια ἴσως στὴν ὁποία μπερδεύτηκες, χωρὶς νὰ τὸ θέλεις καὶ χωρὶς νὰ τὸ καταλάβεις, καὶ ἡ ὁποία ὅλο καὶ περισσότερο σὲ περιπλέκει καὶ γεμίζει τὴν καρδιά σου ἀπό μέριμνες, ἀγωνίες καὶ φόβους. Καὶ σὺ στενοχωρημένος καὶ ἀπελπισμένος ἀνάκραζεις στὸν Θεὸ «ταχὺ ἐπακουσόν μου». Τακτοποίησε, Κύριε, τὴν ὑπόθεση αὐτή. Βγάλε με ἀπό τὸ ἀδιέξοδο στὸ ὁποῖο περιῆλθα. Φανέρωσε τὴν εἰλικρίνεια καὶ τὴν ἀθωότητά μου.
        Ἴσως εἶσαι σύζυγος, ἴσως πατέρας ἤ μητέρα, ἴσως ἀδελφὸς ἤ ἀδελφὴ καὶ σὲ συνδέουν οἱ ἱεροὶ δεσμοὶ τῆς οἰκογένειας μὲ τὸ πρόσωπο γιὰ τὸ ὁποῖο προσεύχεσαι στὸ Θεό. Θλίβεσαι ὑπερβολικά, ὅταν σκέφτεσαι τὸν κακὸ δρόμο ποὺ ἀκολουθεῖ τὸ μέλος τῆς οἰκογένειάς σου. Ἀνησυχεῖς γιὰ τὸ μέλλον του. Ἐπειδὴ οἱ συμβουλές σου δὲν γίνονται ἀκουστές, καταφεύγεις σὲ πιὸ θερμὴ προσευχή. «Ταχὺ ἐπακουσόν μου», Κύριε, τοῦ λές. Τόσο καιρὸ ἔχω ποὺ Σὲ παρακαλῶ. Δῶσε τὴ χάρη Σου, στεῖλε τὸ φωτισμό Σου, γιὰ νὰ ἐπιστρέψει ὁ πλανεμέ¬νος, νὰ μετανοήσει ὁ ἁμαρτωλὸς καὶ νὰ σωθεῖ τὸ «ἀπολωλός» πρόβατό σου.
     «Ταχὺ ἐπακουσόν μου». Ἴσως ἀγωνίζεσαι καὶ προ¬σπαθεῖς πολλὰ χρόνια νὰ ἀπαλλαγεῖς ἀπὸ τὸ ἐλάττωμά σου χύνοντας ἄφθονα δάκρυα μετάνοιας. Ἀγωνίζεσαι καὶ προσπαθεῖς νὰ διορθωθεῖς. Παρακαλεῖς τὸν Θεὸ νὰ σὲ ἀπαλλάξει ἀπὸ τὴν ἐνοχλητικὴ γιὰ τοὺς ἄλλους ἀδυ¬ναμία σου, ἀπό τὸ τυραννικὸ καὶ κουραστικὸ ἐλάττωμά σου καὶ μὲ φωνὴ θρηνώδη σὰν τὸν Προφήτη λές: «Ταχὺ ἐπακουσόν μου».
        Ἅγιοι καὶ ἱεροὶ πόθοι γεμίζουν τὴν ψυχή σου καὶ σὺ μὲ ἐμπιστοσύνη καταφεύγεις σ’ Ἐκεῖνον ποὺ γνωρίζει τοὺς πόθους σου καὶ εἶναι σὲ θέση νὰ τοὺς πραγματοποιήσει. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν βλέπεις νὰ ἐκπληρώνονται, γιατί ὁ πάνσοφος Θεὸς ἀναβάλλει τὴν ἐκπλήρωση γιὰ πιὸ κατάλληλο καιρό, ἀδημονεῖς, παραπονεῖσαι καὶ ὀλιγοψυχεῖς καὶ μὲ δάκρυα θερμὰ παρακαλεῖς λέγοντας «ταχὺ ἐπακουσόν μου».
      Ὄχι, ἀδελφέ μου, μὴν ἀπελπίζεσαι. Μὴν ἀδημονεῖς. Κάνε τὸ καθῆκον σου. Ἄφηνε τὴν ψυχή σου νὰ ἐκχύνεται σὲ θερμὴ προσευχὴ καὶ ἐπίμονη ἱκεσία. Λέγε κι ἐσὺ τὴν προσευχὴ τοῦ Προφήτη «ταχὺ ἐπακουσόν μου», ὅποιο κι ἂν εἶναι τὸ αἴτημα τῆς προσευχῆς σου. Νὰ τὸ κάνεις μὲ τὴ βεβαιότητα ὅτι ἡ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ θὰ εἰσακούσει τὴν προσευχή σου καὶ θὰ σοῦ δώσει αὐτὸ ποὺ ζητᾶς, ἂν βέβαια εἶναι σύμφωνο μὲ τὸ πανάγιο θέλημά Του. Ναί, θὰ σοῦ τὸ δώσει. Ἴσως ὄχι μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἐσὺ φαντάζεσαι καὶ περιμένεις. Οὔτε στὸ χρόνο ποὺ ὑπολογίζεις. Ἀλλά τί σημασία ἔχει αὐτό; Φτάνει ποὺ θὰ εἶναι δῶρο καὶ χάρισμα τοῦ Θεοῦ. Τότε θὰ ἐκπληρωθεῖ ἡ προσευχή σου καὶ θὰ ἔχεις χίλιους λόγους νὰ εὐχαριστεῖς τὸν Θεό.
        Στενόκαρδος ὅπως εἶμαι, Κύριε, μεμψίμοιρος καὶ ὀλιγόπιστος δὲν ἀρκοῦμαι καὶ δὲν ἀναπαύομαι στὰ πλούσια δῶρα τῆς ἀγάπης Σου, ποὺ μέχρι σήμερά μου ἔχεις χαρίσει. Σοῦ ζητῶ καὶ ἄλλα καὶ Σὲ παρακαλῶ νὰ ἐκπληρώνεις ἀμέσως τὰ αἰτήματά μου. Ἀλλά, Κύριε, ἐγὼ μὲν θὰ σοῦ λέω σὰν τὸν Προφήτη Σου «ταχὺ ἐπακουσόν μου», Σὺ ὅμως νὰ μοῦ δίνεις ὅ,τι κρίνει ἡ πατρική Σου ἀγάπη χρήσιμο καὶ ὠφέλιμο γιὰ ἐμένα στὸν καιρὸ ποὺ πρέπει καὶ μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἡ πάνσοφη πρόνοιά Σου κρίνει πιὸ ὠφέλιμο. Ἡ ἐκπλήρωση τῶν αἰτημάτων τῆς προσευχῆς μου θὰ εἶναι νέα ἀφορμὴ δοξολογίας καὶ εὐχαριστίας γιὰ τὶς πνευματικὲς καὶ ὑλικές Σου εὐεργε¬σίες, τὶς ὅποιες «ὑπερεκπερισσοῦ ὧν αἰτούμεθα ἡ νοοῦμεν» μᾶς παρέχει ἡ ἀγαθότητά Σου. Ἀμήν». Ἀπό τό βιβλίο τοῦ ἀρχ. Χριστοφ. Παπαουτσοπούλου «Λόγοι Παρακλήσεως», ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»).