Ἀββᾶ Δωροθέου, «Περί θείου φόβου» παράγραφοι 4-6. («Ἡ μετάφραση εἶναι παρμένη ἀπό τόν 12ο τόμο τῆς ΦΙΛΟΚΑΛΙΑΣ, ἐκδ.ΕΠΕ
«3. Αὐτὸς εἶναι ὁ τέλειος φόβος. Ἀλλά δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ φθάση κανεὶς τὸν τέλειο φόβο, ὅπως προείπαμε, ἂν δὲν ἀποκτήση πρῶτα τὸν εἰσαγωγικό. Πραγματικὰ λέγει, ἀρχὴ σοφίας εἶναι ὁ φόβος Κυρίου· καὶ πάλι λέγει, ἀρχὴ καὶ τέλος εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. Ἀρχὴ ἐννοεῖ τὸν εἰσαγωγικὸ φόβο, μετὰ τὸν ὁποῖο εἶναι ὁ τέλειος τῶν ἁγίων. Ὁ εἰσαγωγικὸς λοιπὸν φόβος ταιριάζει στὴν ἰδική μας κατάστασι. Αὐτὸς φυλάττει τὴν ψυχή, σὰν τὸ γάνωμα, ἀπό κάθε κακία. Διότι λέγει· ἀπό τὸ φόβο τοῦ Κυρίου ἀποφεύγει κάθε ἄνθρωπος τὸ κακό. Ἐὰν λοιπὸν ἀποφύγη κάποιος τὸ κακὸ ἀπό τὸ φόβο τῆς τιμωρίας, σὰν ὁ δοῦλος ποὺ φοβεῖται τὸν κύριό του, ἔρχεται βαθμιαίως καὶ στὸ σημεῖο νὰ ἐκτέλεση τὸ ἀγαθό, καὶ κάνοντας τὸ ἀγαθὸ λίγο λίγο ἀρχίζει νὰ ἐλπίζη καὶ κάποια ἀνταπόδοσι τῆς ἐργασίας τοῦ ἀγαθοῦ, ὅπως ὁ μισθωτός. Ὅταν λοιπὸν ἐπιμείνη ν’ ἀποφεύγη τὸ κακό, ὅπως εἴπαμε, ἀπό τὸν φόβο σὰν ὁ δοῦλος, καὶ ἐπίσης νὰ ἐκτελῆ τὸ ἀγαθὸ ἀπό τὴν ἐλπίδα, σὰν ὁ μισθωτός, παραμένοντας μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ στὸ ἀγαθὸ καὶ κατ’ ἀναλογία προσκολλώμενος στὸ Θεό, τότε γίνεται καὶ ἀποκτᾶ πεῖρα αὐτοῦ τοῦ ὄντως ἀγαθοῦ καὶ δὲν θέλει πλέον νὰ χωρισθῆ ἀπό αὐτό. Πραγματικὰ ποιὸς μπορεῖ στὸ ἑξῆς νὰ τὸν χωρίση, ὅπως εἶπεν ὁ Ἀπόστολος, ἀπό τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ; Τότε φθάνει στὸ μέτρο τῆς τελειότητος τοῦ υἱοῦ καὶ ἀγαπᾶ γιὰ τὸ καλὸ καθ’ ἑαυτὸ καὶ φοβεῖται ἐπειδὴ ἀγαπᾶ. Καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ μέγας καὶ τέλειος φόβος. 4. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ προφήτης ἔλεγε διδάσκοντάς μας τὴ διαφορὰ τοῦ φόβου τούτων· ἔλθετε, τέκνα, ἀκούσατε με, θὰ σᾶς διδάξω φόβο Κυρίου. Σκεφθῆτε προσεκτικὰ κάθε λέξι τοῦ προφήτου, πὼς κάθε λέξις του ἔχει τὴν ἔννοιά της. Πρῶτα λέγει, ἔλθετε πρὸς ἐμέ, προσκαλώντας μας στὴν ἀρετή. Προσθέτει καὶ τέκνα· τέκνα καλοῦν οἱ ἅγιοι αὐτοὺς ποὺ μὲ τοὺς λόγους τους μεταμορφώνονται ἀπό τὴν κακία πρὸς τὴν ἀρετή, ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος· παιδιά μου, πού σᾶς ὠδίνω πάλι ἕως ὅτου μορφωθῆ μέσα σας ὁ Χριστός. Ἔπειτα μετὰ τὴν πρόσκλησί μας καὶ τὴν προτροπὴ πρὸς αὐτὴν τὴ μεταμόρφωσι, λέγει· θὰ σᾶς διδάξω φόβο Κυρίου. Βλέπετε τὴν παρρησία τοῦ ἁγίου. Ἐμεῖς, ὅταν θέλωμε νὰ εἰποῦμε τίποτε καλό, λέγομε πάντοτε· θέλετε νὰ συζητήσωμε γιὰ λίγο καὶ νὰ ἀσκηθοῦμε γιὰ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ ἢ γιὰ ἄλλη ἀρετή; Ὁ δὲ ἅγιος δὲν ὡμίλησε ἔτσι ἄλλα μὲ παρρησία· ἔλθετε, τέκνα, ἀκούσατέ μου, θὰ σᾶς διδάξω φόβο Κυρίου. Ποιὸς ἄνθρωπος εἶναι ποὺ θέλει ζωὴ καὶ ἐπιθυμεῖ νὰ ἴδη ἡμέρες ἀγαθές;.5. Ἔπειτα, σὰν νὰ ἀποκρίνεται κάποιος ὅτι, ἐγώ θέλω, δίδαξέ με, πὼς νὰ ζήσω καὶ νὰ ἰδῶ ἡμέρες ἀγαθές, διδάσκει καὶ λέγει, φύλαξε τὴ γλώσσα σου ἀπό κακὸ καὶ τὰ χείλη σου ὥστε νὰ μὴ ἐκφέρουν δολιότητα. Ἰδοὺ τώρα ἀνακόπτει τὴν ἐνέργεια τοῦ κακοῦ διὰ τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ. Τὸ φύλαξε τὴν γλώσσα σου ἀπό κακὸ εἶναι τὸ νὰ μὴ κτυπήση μὲ κάτι τὴ συνείδησι τοῦ συνανθρώπου, τὸ νὰ μὴ κακολογήση, τὸ νὰ μὴ παροξύνη, ἔνω τὸ τὰ χείλη σου νὰ μὴ ἐκφέρουν δολιότητα εἶναι τὸ νὰ μὴ ἐξαπάτηση τὸν συνάνθρωπο. Ἔπειτα προσθέτει λοξοδρόμησε ἀπό τὸ κακό. Ἀνέφερε πρῶτα μερικὲς ἁμαρτίες, τὴν καταλαλιά, τὴ δολιότητα, καὶ ἔπειτα προσέθεσε γενικὰ γιὰ κάθε κακία τὸ λοξοδρόμησε ἀπό τὸ κακὸ δηλαδὴ ἀπόφυγε γενικῶς κάθε κακό, λοξοδρόμησε ἀπό κάθε πράγμα ποὺ φέρει ἁμαρτία. Καὶ δὲν εἶπε τοῦτο μόνο καὶ ἐσιώπησε, ἀλλά προσέθεσε, καὶ κάνε τὸ ἀγαθὸ διότι ὑπάρχουν περιπτώσεις ποὺ δὲν κακοποιεῖ κανείς, ἀλλά οὔτε ἀγαθοποιεῖ ὑπάρχουν ἐπίσης περιπτώσεις ποὺ δὲν ἀδικεῖ κανείς, ἄλλα οὔτε ἐλεῖ· ὑπάρχουν περιπτώσεις ποὺ δὲν μισεῖ κανείς, ἀλλ’ οὔτε ἀγαπᾶ. Καλῶς λοιπὸν εἶπε ὁ προφήτης λοξοδρόμησε ἀπό τὸ κακὸ καὶ κάνε τὸ ἀγαθό. 6. Βλέπετε ὅτι ὁ προφήτης μας δεικνύει ἐκείνη τὴ συνέχεια τῶν τριῶν καταστάσεων ποὺ προαναφέραμε, πὼς μὲ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ μας ἐχειραγώγησε στὴν λοξοδρόμησι ἀπό τὸ κακὸ καὶ ἔπειτα προτρέπει νὰ ἀνεβοῦμε στὸ ἀγαθό. Διότι, ἐάν κανεὶς ἀξιωθῆ νὰ κόψη τὸ κακὸ καὶ νὰ φύγη ἀπό αὐτό, ἐντελῶς φυσικὰ ἐνεργεῖ τὸ ἀγαθό, ὁδηγούμενος ἄπό τους ἅγιους. Μετὰ τὰ λόγια αὐτὰ πολὺ καλὸ καὶ λογικὰ προσθέτει τὸ ζήτησε εἰρήνη καὶ ἐπιδίωξε τὴν. Δὲν λέγει μόνο, ζήτησε, ἀλλά κυνήγησε τὴν γιὰ νὰ τὴν προλάβης» (Συνεχίζεται).