Ἀββᾶ Δωροθέου «περί θείου φόβου» Γ΄ παράγραφοι 7-10 (συνέχεια ἀπό τό προηγούμενο)
Ἡ μετάφραση εἶναι παρμένη ἀπό τήν Φιλοκαλία τῶν ἐκδόσεων ΕΠΕ, τ. 12ος, σ. 339-345
7. Δώσετε πολλὴ προσοχὴ στὸ ρητὸ τοῦτο καὶ ἰδέτε τὴν ἀκριβολογία τοῦ ἁγίου. Ὅταν ἀξιωθῆ κάποιος νὰ λοξοδρομήση ἀπό τὸ ἀγαθὸ καὶ νὰ προσπαθήοη στὸ ἑξῆς σὺν Θεῷ νὰ ἐκτελέση τὸ ἀγαθό, ἀμέσως ἔρχονται ἐναντίον του οἱ πόλεμοι τοῦ ἔχθρου. Ἀγωνίζεται λοιπόν, κοπιάζει, συντρίβεται, ὄχι μόνο φοβούμενος μὴ ἐπιστρέψη πάλι στὸ κακό, ὅπως εἴπαμε γιὰ τὸν δοῦλο, ἀλλά καὶ ἐλπίζοντας, ὅπως προείπαμε, τὸν μισθὸ τοῦ ἀγαθοῦ σὰν μισθωτός. Στὶς ἐπιθέσεις λοιπὸν καὶ ἀντεπιθέσεις τοῦ ἐχθροῦ καὶ στὸν ἀγώνα μαζί του αὐτὸς ἐκτελεῖ τὸ ἀγαθό, ἀλλά μὲ πολλὴ θλίψι, μὲ πολλὴ συντριβή. Ὅταν δὲ τοῦ προσφερθῆ βοήθεια ἀπό τὸ Θεὸ καὶ ἀρχίση νὰ ἀποκτᾶ τὴν ἕξι τοῦ ἀγαθοῦ, τότε βλέπει τὴν ἀνάπαυσι, τότε γεύεται προοδευτικὰ τὴν εἰρήνη, τότε αἰσθάνεται τί εἶναι ἡ θλίψις τοῦ πολέμου καὶ τί εἶναι ἡ χαρὰ καὶ ἡ εὐφροσύνη τῆς εἰρήνης. Τὴν ἀναζητεῖ λοιπόν, τὴν ἐπιδιώκει καὶ τὴν καταδιώκει τρέχοντας, γιὰ νὰ τὴν πιάση, γιὰ νὰ τὴν ἀποκτήση τελείως, γιὰ νὰ τὴν βάλη μέσα του. Τί εἶναι λοιπὸν εὐτυχέστερο ἀπό ἐκείνη τὴν ψυχὴ πού ἀξιώνεται τοῦ μέτρου τούτου; Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος εἶναι, ὅπως πολλὲς φορὲς εἴπαμε, στὸ μέτρο τελειότητος τοῦ υἱοῦ. Πραγματικὰ «μακάριοι εἶναι οἱ εἰρηνοποιοὶ διότι αὐτοὶ θὰ ὀνομασθοῦν υἱοὶ Θεοῦ». Ποιὸς μπορεῖ νὰ εἴπη ὅτι ἡ ψυχή ἐκείνη ἐκτελεῖ τὸ ἀγαθὸ γιὰ ἄλλο τίποτε παρὰ γιὰ τὴν ἀπόλαυσι τοῦ ἀγαθοῦ καθ’ ἑαυτό; Ποιὸς γνωρίζει ἐκείνη τὴν χαρὰ ἐκτός ἀπό αὐτὸν πού ἔλαβε πείρα της; Τότε γνωρίζει αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος καὶ τὸν τέλειο φόβο, ὅπως εἴπαμε ἐπανειλημμένως.
8 Ἀκούσαμε λοιπὸν τί εἶναι ὁ τέλειος φόβος τῶν ἁγίων καὶ τί εἶναι ὁ εἰσαγωγικὸς φόβος, ὁ ταιριαστὸς στὴν κατάστασί μας, καὶ ἀπό ποὺ φεύγει κανεὶς καὶ ποὺ ἔρχεται ἐξ αἰτίας τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ. Θέλομε λοιπὸν τώρα νὰ μάθωμε καὶ τὸ πὼς ἔρχεται ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, θέλομε νὰ εἰποῦμε τί εἶναι αὐτὰ πού μᾶς χωρίζουν ἀπό τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ.
9. Οἱ πατέρες εἶπαν ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ ὅταν ἔχη τὴ μνήμη τοῦ θανάτου καὶ τὴ μνήμη τῶν τιμωριῶν, καὶ ὅταν κάθε βράδυ ἐρευνᾶ τὸν ἑαυτό του, πὼς ἐπέρασε τὴν ἡμέρα, καὶ τὸ πρωὶ πάλι ἐρευνᾶ πῶς ἐπέρασε τὴν νύκτα, ὅταν ἀποφεύγη τὸ θράσος καὶ ὅταν προσκολλᾶται σὲ ἄνθρωπο ποὺ φοβεῖται τὸ Θεό. Διότι λέγει ὅτι κάποιος ἀδελφὸς ἐρώτησε ἕνα γέροντα, «τί νὰ κάνω, πάτερ, γιὰ νὰ φοβοῦμαι τὸν Θεό;». Καὶ ὁ γέρων τοῦ ἀπαντᾶ, «πήγαινε νὰ προσκολληθῆς σ’ ἕνα ἄνθρωπο ποὺ φοβεῖται τὸ Θεό, καὶ αὐτὸς μὲ τὸ ὅτι φοβεῖται τὸ Θεὸ θὰ διδάξη καὶ ἐσένα νὰ τὸν φοβῆσαι».
10. Ἀπό τὸ ἄλλο μέρος διώχνομε ἀπό μέσα μας τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ, ὅταν κάνωμε τὰ ἀντίθετα ἀπό αὐτά, ὅταν δὲν ἔχωμε μνήμη θανάτου οὔτε τιμωριῶν, ὅταν δὲν προσέχωμε τοὺς ἑαυτούς μας, ὅταν δὲν ἐρευνοῦμε πῶς ἐπεράσαμε, ἀλλά ζοῦμε ἀδιάφορα καὶ συναναστρεφώμαστε ἀδιάφορους ἀνθρώπους, ὅταν δεικνύωμε θράσος· τοῦτο εἶναι τὸ χειρότερο ἀπό ὅλα, τοῦτο εἶναι ἡ τελεία ἀπώλεια. Διότι τί ἄλλο διώχνει τόσο πολὺ τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ ἀπό τὴν ψυχὴ ὅσο τὸ θράσος; Γι’ αὐτὸ ὅταν ἐρωτήθηκε ὁ ἀββᾶς Ἀγάθων γιὰ τὴν παρρησία, εἶπε ὅτι ὁμοιάζει μὲ μεγάλο καύσωνα ποὺ ὅταν ἔλθη ὅλοι φεύγουν ἀπό αὐτὸν καὶ καταστρέφει τὸν καρπὸ τοῦ δένδρου. Βλέπεις, κύριε, τὴν δύναμι τοῦ πάθους; Βλέπεις τὴν ὀργή; Καί ὅταν πάλι ἐρωτήθηκε, ἀλήθεια, τόσο φοβερὴ εἶναι;’ ἀπάντησε, ‘δέν ὑπάρχει πάθος φοβερώτερο ἀπό τὴν παρρησία, διότι εἶναι γεννήτρια ὅλων τῶν ἀγαθῶν’. Πολὺ καλὰ καὶ μὲ πολλὴ σύνεσι εἶπε ὅτι εἶναι γεννήτρια ὅλων τῶν παθῶν, ἐπειδὴ αὐτὴ διώχνει τὸ φόβο τοῦ Κυρίου ἀπό τὴν ψυχή. Διότι, ἐάν κάθε ἄνθρωπος λοξοδρομῆ ἀπὸ τὸ κακὸ καὶ ἀπὸ τὸ φόβο τοῦ Κυρίου, τότε ὁπωσδήποτε ὅπου δὲν ὑπάρχει φόβος Θεοῦ, ἐκεῖ ὑπάρχει κάθε πάθος. Ὁ Θεὸς νὰ ἀπαλλάξη τὶς ψυχές μας ἀπὸ τὸ ὀλέθριο πάθος τῆς παρρησίας».