Αββά Δωροθέου Περί θείου φόβου Δ

Ἀββᾶ Δωροθέου «Περί θείου φόβου» παραγρ. 11-14  ( Δ΄συνέχεια)

Ἡ Μετάφραση εἶναι παρμένη ἀπό τήν «ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ» τόμος 12ος σ. 345-347, ἔκδοση ΕΠΕ.

    11  «Εἶναι δὲ καὶ πολύτροπος ἡ παρρησία. Θρασύνεται κανεὶς καὶ μὲ τὸ λόγο καὶ μὲ τὴν ἁφή καὶ μὲ τὸ βλέμμα. Ἔρχεται ἀπὸ τὴν παρρησία καὶ στὴ ματαιολογία καὶ στὴν κοσμικολογία καὶ στὴν διάπραξι γελοιοτήτων καὶ στὴν πρόκλησι ἄσεμνων γελώτων. Παρρησία εἶναι καὶ τὸ νὰ ἐγγίζης κάποιον χωρὶς ἀνάγκη, τὸ νὰ ἁπλώνης τὸ χέρι πρὸς κάποιον γιὰ γέλοια, τὸ νὰ ὠθήσης κάποιον ἤ νὰ τοῦ ἁρπάξης κάτι, τὸ νὰ παρατηρῆς κάποιον ἀναιδῶς. Ὅλα αὐτὰ τὰ προκαλεῖ ἡ παρρησία· ὅλα αὐτὰ προέρχονται ἀπό τὸ ὅτι δὲν ὑπάρχει στὴν ψυχὴ φόβος Θεοῦ. Ἔρχεται δὲ κανεὶς ἀπό αὐτὰ καὶ σὲ τελεία καταφρόνησι. Γὶ αὐτό, ὅταν ὁ Θεὸς παρέδιδε τὶς ἐντολὲς τοῦ νόμου, ἔλεγε: «κάνετε εὐλαβεῖς τούς υἱοὺς τοῦ Ἰσραήλ». Διότι χωρὶς εὐλάβεια δὲν τιμᾶ κανεὶς οὔτε προσέχει ποτὲ ὁποιαδήποτε ἐντολή. Γι’ αὐτὸ τίποτε δὲν εἶναι δεινότερο τῆς παρρησίας’ γι’ αὐτὸ εἶναι γεννήτρια ὅλων τῶν παθῶν, ἐπειδὴ ἀπομακρύνει τὴν εὐλάβεια, ἐπειδὴ διώχνει τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ γεννᾶ τὴν καταφρόνησι.
12 Ἐπειδὴ ἐσεῖς ἔχετε παρρησία ἀναμεταξύ σας, γι’ αὐτὸ δεικνύετε ἀναίδεια πρὸς ἀλλήλους καὶ κακολογεῖτε ἀλλήλους καὶ πληγώνετε ἀλλήλους. Καὶ ἂν ἴδη κανεὶς ἀπό σᾶς κάτι ποὺ δὲν ὠφελεῖ, πηγαίνει, τὸ διαλαλεῖ καὶ τὸ βάλλει στὴν καρδιὰ ἄλλου ἀδελφοῦ·  καὶ δὲν εἶναι μόνο ὅτι βλάπτεται αὐτός, ἀλλά βλάπτει καὶ τὸν ἀδελφό του, βάλλοντας στὴν καρδιὰ του πονηρὸ δηλητήριο. Πολλὲς φορὲς μάλιστα αὐτὸς εἶχε τὸ νοῦ στὴν προσευχὴ ἤ σὲ ἄλλο καλὸ πρᾶγμα, κι ἐκεῖνος   πηγαίνει,  τοῦ δίδει   ἀφορμὴ  νὰ   καταλαλήση κάτι καὶ ὄχι μόνο ἐμποδίζει τὴν ὠφέλειά του, ἀλλὰ καὶ τοῦ προκαλεῖ πειρασμό. Καὶ τίποτε δὲν εἶναι βαρύτερο ἀπὸ αὐτό, τίποτε καταστρεπτικώτερο ἀπὸ τὸ νὰ βλάπτει κανεὶς ὄχι μόνο τὸν ἑαυτὸ του ἀλλὰ καὶ τὸ  συνάνθρωπο.
13 Πρέπει νὰ ἔχωμε εὐλάβεια, ἀδελφοί, νὰ φοβώμαστε τὴν βλάβη ἑαυτῶν καὶ ἀλλήλων, νὰ τιμοῦμε ἀλλήλους καὶ νὰ φροντίζωμε νὰ μὴ κυττάζωμε ἄγρια ὁ ἕνας τὸν ἂλλο· διότι κι’ αὐτό, ὅπως εἶπε κάποιος ἀπό τους γέροντες, εἶναι εἶδος παρρησίας.
14 Καὶ ἂν συμβῆ νὰ βλέπη κάποιος τὸν ἀδελφό του νὰ ἁμαρτάνη, δὲν πρέπει οὔτε περιφρονώντας τον νὰ σιωπήση καὶ νὰ τὸν ἀφήση νὰ χαθῆ, οὔτε πάλι νὰ τὸν προσβάλη καὶ τὸν καταλαλήση, ἄλλα νὰ εἴπη στὸν δυνάμενο νὰ τὸν διορθώση μὲ συμπάθεια καὶ φόβο Θεοῦ ἤ νὰ τοῦ ὁμιλήση ὁ ἴδιος μὲ ἀγάπη καὶ ταπείνωσι λέγοντας·  «συγχώρεσε μέ, ἀδελφέ μου, ὅτι σὰν ἀπρόσεκτος ποὺ εἶμαι βλέπω ὅτι ἴσως τοῦτο τὸ πρᾶγμα δὲν τὸ κάνομε καλά». Καὶ ἂν δὲν τὸν ἀκούση, νὰ εἴπη σὲ ἄλλον ποὺ βλέπει ὅτι ἔχει τὴν ἐμπιστοσύνη του ἤ νὰ εἴπη στὸν ἐπιστάτη του ἤ στὸν ἀββᾶ, κατὰ τὴν βαρύτητα τοῦ σφάλματος, καὶ θὰ παύση ν’ ἀσχολῆται στὸ ἑξῆς. Ἀλλ’ ὅπως εἴπαμε, νὰ εἰπῆ μὲ σκοπὸ τὴ διόρθωσι τοῦ ἀδελφοῦ του καὶ ὄχι γιὰ φλυαρία, μὴ καταλαλώντας, μὴ ἐξουθενώνοντάς τον, μὴ θέλοντας κατὰ κάποιο τρόπο νὰ τὸν ἐκθέση, μὴ κατακρίνοντάς τον, μὴ ὑποκρινόμενος ὅτι τάχα ἐνεργεῖ γιὰ διόρθωσί του, ἐνῶ μέσα του ἔχει κάτι ἀπό αὐτὰ ποὺ ἀνέφερα πρὸ ὀλίγου. Πραγματικά, ἐάν κάποιος ὁμιλῆ γιὰ τὸν συνάνθρωπό του στὸν ἀββᾶ του καὶ δὲν τὸ λέγη γιὰ διόρθωσί του ἤ ἐξ αἰτίας ἰδικῆς του βλάβης, εἶναι ἁμαρτία·  διότι εἶναι καταλαλιά".