Ἀββᾶ Δωροθέου περὶ θείου φόβου συνέχεια Ε΄παράγραφοι 15-18. Ἡ μετάφραση εἶναι παρμένη ἀπὸ τὴ «Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν νηπτικῶν καί ἀσκητικῶν», ἔκδοση ΕΠΕ τ.12ος σ. 347-352
15. Πρέπει λοιπὸν νὰ ψηλαφήση τὴν καρδιά του, καὶ ἂν ἰδῆ ὅτι ἔχει κάποια ἐμπαθῆ κίνησι, νὰ μὴ εἰπῆ τίποτε. Ἐάν δὲ βλέπη σαφῶς ὅτι θέλει νὰ εἰπῆ ἀπό συμπόνια καὶ γιὰ ὠφέλεια, παραλλήλως ὅμως ἐνοχλῆται μέσα του ἀπό ἕνα ἐμπαθῆ λογισμό, πρέπει νὰ ἀναγγείλη στὸν ἀββᾶ μὲ ταπείνωσι καὶ τὸ ἰδικὸ του πάθος καὶ τὸ τοῦ συνανθρώπου του, λέγοντας ὅτι ‘ή μὲν συνείδησίς μοῦ μαρτυρεῖ ὅτι θέλω νὰ ὁμιλήσω γιὰ διόρθωσι, ἀλλά αἰσθάνομαι ὅτι μέσα μου ἀναμιγνύεται καὶ κάτι σὰν λογισμός, εἴτε εἶναι μνησικακία ἐπειδὴ εἶχα κάποτε κάτι κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ, δὲν γνωρίζω, εἴτε εἶναι συκοφαντία ποὺ θέλει νὰ μὲ ἐμποδίση νὰ εἰπῶ καὶ γίνη διόρθωσις, δὲν γνωρίζω’. Ἔπειτα ὁ ἀββᾶς θὰ τοῦ εἰπῆ ἐάν πρέπη νὰ ὁμιλήση ἢ ὄχι.
16. Ὑπάρχουν περιπτώσεις ποὺ δὲν ὁμιλεῖ κανεὶς οὔτε γιὰ ὠφέλεια τοῦ ἀδελφοῦ του οὔτε ἀπό ζημία τοῦ ἑαυτοῦ του οὔτε ἀπό κάποια μνησικακία, ἀλλά ἔτσι ἀπλῶς διηγούμενος γιὰ καταλαλιά. Καὶ ποιὰ ἀνάγκη ὑπάρχει γι’ αὐτὴν τὴν φλυαρία; Πολλὲς φορὲς μάλιστα μαθαίνει καὶ ὁ ἀδελφὸς ὅτι εἶπε γι’ αὐτὸν καὶ ταράσσεται, καὶ ἀπό αὐτὸ προκαλεῖται θλῖψις, προστίθεται δὲ καὶ ἄλλη βλά6η. Ἀντιθέτως ὅταν ὁμιλῆ κανείς γιὰ τὴν ὠφέλεια, ὅπως εἴπαμε, καὶ μόνο γι’ αὐτήν, ὁ Θεὸς δὲν συγχωρεῖ νὰ γίνη ταραχή, δὲν ἀφίνει νὰ ἀκολουθήση θλῖψις ἢ βλά6η.
17. Φροντίσατε δέ, ὅπως εἴπαμε, καὶ νὰ κρατῆτε τὴ γλῶσσα σας, γιὰ νὰ μὴ κακολογῆ κανεὶς τὸ συνάνθρωπο οὔτε νὰ πληγώνη κάποιον ἢ μὲ λόγο ἢ μὲ ἔργο ἢ μὲ χειρονομία ἢ μὲ ὁποιοδήποτε τρόπο· κι’ οὔτε νὰ εἶσθε εὔθικτοι, ὥστε ὅταν κάποιος ἀπό σᾶς ἀκούση λόγο ἀπό τὸν ἀδελφό του ἀμέσως νὰ θίγεται ἢ νὰ ἀποκρίνεται κι’ αὐτὸς μὲ κακία ἢ νὰ μένη θλιμμένος ἐναντίον του. Αὐτὰ δὲν ταιριάζουν σὲ ἀνθρώπους ποὺ θέλουν νὰ σωθοῦν· αὐτὰ δὲν ταιριάζουν σὲ ἀνθρώπους ποὺ ἀγωνίζονται ν’ ἀποκτήσουν τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ.
Ἀλλὰ νὰ ἀπαντᾶτε πρὸς ἀλλήλους μὲ εὐλάβεια ὁ καθένας κλίνοντας τὴν κεφαλὴ του ἐμπρὸς στὸν ἀδελφό του, καθὼς εἴπαμε, ὁ καθένας ταπεινούμενος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ ἐνώπιον τοῦ ἀδελφοῦ του καὶ κόπτοντας γι’ αὐτὸν τὸ θέλημά του. Εἶναι πραγματικὰ καλό, ἐάν κανεὶς κάνοντας κάτι παραχωρήση τὴν πρώτη θέση στὸν ἀδελφό του καὶ τὸν προτιμήση· ὠφελεῖται περισσότερο αὐτὸς ποὺ παραχωρεῖ ἀπό ἐκεῖνον. Ἐγώ δὲν γνωρίζω νὰ ἔχω κάνει ποτὲ τίποτε ἀγαθό, ἀλλά ἐάν ἐπροφυλάχθηκα καθόλου, γνωρίζω ὅτι ἀπό τοῦτο ἐπροφυλάχθηκα, ὅτι ποτὲ δὲν προέκρινα τὸν ἑαυτό μου ἀπό τὸν ἀδελφό μου, ἀλλά πάντοτε ἔβαλλα τὸν ἀδελφὸ ἐμπρός μου.
18. Κάποτε ποὺ ἤμουν στὸν ἀββᾶ Σερίδου, ἀσθένησε ὁ ὑπηρέτης τοῦ γέροντος ἀββᾶ Ἰωάννου, τοῦ συνοδοῦ τοῦ ἀββᾶ Βαρσανουφίου, καὶ μοῦ ἐπέτρεψε ὁ ἀββᾶς νὰ ὑπηρετήσω τὸν γέροντα. Ἔτσι ἀσπαζόμουν τὴν θύρα τοῦ κελλιοῦ του ἀπ’ ἔξω, ὅπως προσκυνεῖ κάποιος τὸν τίμιο σταυρό. Πολὺ περισσότερο αἰσθανόμουν χαρὰ νὰ τὸν ὑπηρετῶ. Διότι ποιὸς δὲν ἤθελε νὰ ἀξιωθῆ τέτοιο ἔργο; Εἶχε δὲ καὶ λόγο θαυμάσιο καὶ πάντοτε καθημερινῶς, ὅταν ἐτελείωνα τὴν ὑπηρεσία μου σ’ αὐτὸν καὶ τοῦ ἔβαλλα μετάνοια γιὰ νὰ πάρω ἀπ’ αὐτὸν ἄδεια καὶ ἀναχωρήσω, μοῦ ἀπηύθυνε ὁπωσδήποτε κάποιο λόγο. Πραγματικὰ ὁ γέρων εἶχε τέσσερις λόγους καὶ κάθε ἡμέρα, μόλις ἐπρόκειτο ν’ ἀναχωρήσω, μοῦ ἔλεγε ὁπωσδήποτε ἕνα ἀπό τους τέσσερις, καὶ ἔλεγε τὰ ἑξῆς· Λέγει ἅπαξ ἀδελφέ, (διότι ἦταν συνήθεια τοῦ γέροντος νὰ προτάσση σὲ κάθε λόγο αὐτὴ τὴ φράσι), λέγει ἅπαξ, ἀδελφέ, «ὁ Θεὸς νὰ φυλάξη τὴν ἀγάπη». Εἶπαν οἱ πατέρες· ‘τὸ νὰ σέβεται κανεὶς τὴν συνείδησι τοῦ συνανθρώπου γεννᾶ τὴν ταπεινοφροσύνη. Τὴν ἄλλην ἑσπέρα μοῦ ἔλεγε πάλι’ "λέγει ἅπαξ, ἀδελφέ, ὁ Θεὸς νὰ φυλάξη τὴν ἀγάπη». Εἶπαν οἱ πατέρες· «ποτὲ δὲν ἔβαλα τὸ θέλημά μου ἐμπρὸς ἀπὸ τοῦ ἀδελφοῦ μου». Ἄλλοτε πάλι ἔλεγε· «λέγε ἅπαξ, ἀδελφέ, ὁ Θεὸς νὰ φυλάξη τὴν ἀγάπη. Ἀπόφευγε τὰ ἀνθρώπινα πάθη καὶ σώζου». Πάλι ἔλεγε· «λέγε ἅπαξ, ἀδελφέ, ὁ Θεὸς νὰ φυλάξη τὴν ἀγάπη. Νὰ φυλάσσετε τὰ βάρη ἀλλήλων, καὶ ἔτσι θὰ ἐκπληρώσετε τὸν νόμο τοῦ Χριστοῦ».