Α΄Ιωάν. γ΄21

                                                        ΚΕΙΜΕΝΟ 

 «Ἀγαπητοί, ἐάν ἡ καρδία ἠμῶν μή καταγινώσκῃ ἡμῶν, παρρησίαν ἔχομεν πρός τόν Θεόν»

                                                        ΕΡΜΗΝΕΙΑ 

«Ἀγαπητοί, ἐάν ἡ συνείδησίς μας δέν μᾶς κατηγορῇ, ἔχομεν θάρρος πρός τόν Θεόν» ( Ἀπό τήν «Καινή Διαθήκη μετά συντομου ερμηνείας» τοῦ Π.Ν.Τρεμπέλα,  ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»).

                                                           ΣΧΟΛΙΟ
      «Ὅσο οἱ πρωτόπλαστοι ζοῦσαν μέσα στὸν παράδεισο τῆς Ἐδέμ, πρὶν ἁμαρτήσουν, βρίσκονταν σὲ κατάσταση ἐξαιρετικῆς εὐτυχίας. Δὲν ἦταν μόνο ἡ ἀφθονία τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν ποὺ χωρὶς κόπο καὶ ἱδρώτα ἀπολάμβαναν· ἦταν ἡ παρρησία στὸν Θεὸ ποὺ τοὺς χάριζε μεγάλη εὐδαιμονία καὶ ἀποτελοῦσε πηγὴ ἀνεκλάλητης χαρᾶς καὶ εὐφροσύνης. Ἦταν τὸ θάρρος καὶ ἡ εὐκολία μὲ τὴν ὁποία πλησίαζαν τὸν Θεό, ὁ Ὁποῖος δεχόταν νὰ ἐμφανίζεται καὶ νὰ συνομιλεῖ μαζί τους, νὰ τοὺς ἀποκαλύπτει τὸ θέλημά Του καὶ νὰ συμπεριφέρεται σὰν πατέρας στοργικὸς στὰ ὑπάκουα παιδιά Του.
     Ἦρθε ὅμως ἡμέρα θλιβερή, ἡμέρα δακρύων καὶ στεναγμῶν, ὅταν οἱ πρωτόπλαστοι ἔχασαν τὴν παρρησία, ἀποξενώθηκαν ἀπὸ τὴν ἰδιαίτερη ἐπικοινωνία τους μὲ τὸν Δημιουργὸ καὶ ἐξόριστοι πιὰ ἀπὸ τὸν ἐπίγειο παράδεισο κάθονταν ἀπέναντὶ του περιστοιχισμένοι ἀπὸ ἀγκάθια καὶ τριβόλια, φοβισμένοι, κουρασμένοι, χωρὶς θάρρος καὶ παρρησία στὸ Θεό. Τί μεσολάβησε καὶ ἡ ἀρχική τους εὐδαιμονία μετατράπηκε σὲ δυστυχία καὶ ἡ προηγούμενη χαρὰ σὲ λύπη;
        Ἀδελφέ μου, τὸ γνωρίζεις. Μεσολάβησε ἡ ἁμαρτία·  ἡ θανάσιμη ἐκείνη παρακοὴ ποὺ εἶχε ὡς θλιβερὸ ἀποτέλεσμα ὄχι μόνο τὴν ἀπώλεια τοῦ ἐπίγειου παράδεισου, ἀλλὰ καὶ τὴ στέρηση τῆς παρρησίας καὶ τοῦ θάρρους τῶν παιδιῶν πρὸς τὸν Δημιουργό τους. Πῶς νὰ ἀτενίσουν τώρα τὸν παράδεισο ὅπου τοὺς εἶχε ἐγκαταστήσει ὁ Πλάστης καὶ Δημιουργός; Πῶς νὰ ἀνυψώσουν τὸ βλέμμα στὸν οὐρανὸ καὶ πῶς νὰ τὸν ὀνομάσουν Πατέρα τους, ὅταν μὲ τόση εὐκολία παρήκουσαν στὴν ἐντολή Του; Ἡ συνείδηση τοὺς κεντοῦσε ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς θλιβερῆς παρακοῆς. Ἔσφιγγε τὶς καρδιὲς καὶ τοὺς ἔκανε νὰ γονατίζουν καὶ νὰ συνθλίβονται κάτω ἀπὸ τὸ δυσβάσταχτο φορτίο τῆς ἐνοχῆς τους.
       Καταλαβαίνεις τώρα, ἀδελφέ μου,τί σημασία ἔχουν τὰ λόγια του θείου εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη «ἐὰν ἡ καρδία ἡμῶν μὴ καταγινώσκῃ ἡμῶν, παρρησίαν ἔχομεν πρὸς τὸν Θεόν;
      «Ἐάν ἡ καρδία ἡμῶν μὴ καταγινώσκῃ ἡμῶν… Ἐμᾶς, ἀδελφέ μου, ἀπὸ πότε μας ἐλέγχει ἡ συνείδησή μας; Πότε ἀκούσαμε γιὰ πρώτη φορά τὴ φωνή της νὰ διαμαρτύρεται γιὰ τὶς πράξεις, τὶς ἐνέργειες, τὰ λόγια καὶ τὶς σκέψεις μας; Πότε; Κάθε φορὰ ποὺ αὐτὰ δὲν εἶναι σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ ἁγίου Θεοῦ. Ὅταν δὲν συμβιβάζονται μὲ τὴ θεϊκὴ καταγωγή μας, μὲ τὴ λογικὴ ἀνωτερότητα τοῦ ἀνθρώπου, μὲ τὴν ἠθική μας ὑπόσταση. Ὤ, αὐτὴ ἡ συνείδηση! Ὁ ἀδέκαστος μάρτυρας τῶν φανερῶν καὶ κρυφῶν πράξεών μας! Ὁ ἀμερόληπτος καὶ δίκαιος δικαστής! Ὁ φίλος ποὺ προσπαθεῖ νὰ μᾶς προλάβει καὶ νὰ μᾶς ἀποτρέψει ἀπὸ καθετὶ ἀντίθετο στὸ δίκαιο καὶ ἀληθινό, τὸ σεμνὸ καὶ ἅγιο! Ὁ σύμβουλος πού, κι ὅταν ἐμεῖς δυσανασχετοῦμε, κι ὅταν μύριες δικαιολογίες βρίσκουμε, γιὰ νὰ παραλείψουμε τὸ καθῆκον μας, ὑψώνει τὸ ἀνάστημά του καὶ μὲ φωνὴ ἐπιτακτικὴ ὑπενθυμίζει τὸ καθῆκον μας. Μὴ νομίζουμε πὼς εἶναι δυνατὸ νὰ συμπνίξουμε τὴ φωνὴ τῆς συνειδήσεως καὶ νὰ τὴν καταδικάσουμε σὲ ἀδράνεια καὶ σιωπή. Μάταιος κόπος. Κάθε ἀπόπειρα καὶ προσπάθεια μένει χωρὶς ἀποτέλεσμα. Κανένας ἄνθρωπος καὶ καμιὰ δύνα¬μη δὲν μπορεῖ νὰ πνίξει τὴ φωνή της.
      Θέλεις, ἀδελφέ μου, νὰ μὴ σὲ ἐνοχλεῖ ἡ συνείδησή σου; Θέλεις νὰ μὴ χάσεις τὴν παρρησία σου στὸ Θεό; Ὑπάρχει τρόπος. Νὰ συμμορφώνεσαι πάντοτε μὲ ὅσα ἐκείνη σου ὑποδεικνύει. Νὰ ἀποφεύγεις καθετὶ γιὰ τὸ ὁποῖο σου φωνάζει ὄχι, ὅσο εὐχάριστο, εὔκολο, ἐπικερδὲς κι ἂν παρουσιάζεται ἀπὸ πρώτη ματιά. Ἀντίθετα, νὰ πραγματοποιεῖς μὲ ἀποφασιστικότητα ὅσα σου ὑποδεικνύει ὡς καθήκοντα, ὅσο δύσκολα ἤ ἐπικίνδυνα κι ἄν σοῦ φαίνονται. Ἡ συμμόρφωση μὲ τὴ φωνὴ τῆς συνειδήσεως εἶναι ἡ πηγὴ τοῦ θάρρους καὶ τῆς παρρησίας στὸν Θεό. Ἡ συμφωνία ἔργων καὶ ὑποδείξεων τῆς συνειδήσεως, ἡ μαρτυρία κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο «πάσῃ συνειδήσει ἀγαθῇ πεπολίτευμαι τῷ Θεῷ ἄχρι ταύτης τῆς ἡμέρας» (Πράξ. κγ’ 1), μᾶς παρέχει τὸ θάρρος νὰ ἀτενίζουμε κατάματα τοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ ἔχουμε τὸ μέτωπο ψηλά. Καὶ τὸ σπουδαιότερο, νὰ καταφεύγουμε μὲ παρρησία στὸν Θεό, γιὰ νὰ ἐκζητήσουμε τὴν πατρική Του πρόνοια καὶ προστασία.
       Ὅταν ὅμως ἡ συνείδηση μᾶς ἐλέγχει γιὰ παλαιὲς ἤ πρόσφατες ἁμαρτίες, γιὰ περισσότερες ἤ  λιγότερες παραβάσεις τῶν θείων ἐντολῶν,γιὰ νεανικὰ ὀλισθήματα ἡ γεροντικὰ παραπτώματα, γιὰ ἀθέτηση θείων παραγγελμάτων, πού μᾶς στεροῦν ἀπὸ τὴν παρρησία στὸ Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους; Ὤ, τότε ποῦ νὰ καταφύγουμε «οἱ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις ὑπεύθυνοι ἄνθρωποι; Σὲ ποιὸ λουτρὸ νὰ πλύνουμε τὴ συνείδησή μας; Μὲ τί τρόπο νὰ ἀποθέσουμε τὸ βάρος τῆς ἐνοχῆς; Ποῦ νὰ τρέξουμε, γιὰ νὰ ἀποβάλουμε τὸν πονηρὸ θησαυρὸ τῆς καρδιᾶς μας, ὁ ὁποῖος μας ἀφαιρεῖ τὴν εἰρήνη, μᾶς στερεῖ τὴ χαρὰ καὶ κάνει τὸν μόχθο τῆς ζωῆς μας ὀδυνηρό; Ποῦ ἀλλοῦ; Στὸ λουτρὸ τῆς μετανοίας καὶ Ἐξομολογήσεως, στὸν Ἐσταυρωμένο Λυτρωτή. Τὸ πανάγιο Αἷμα Του «καθαριεῖ τὴν συνείδησιν ἡμῶν ἀπὸ νεκρῶν ἔργων» (Ἑβρ. θ’ 14), δηλαδὴ τῶν ἔργων τῆς ἁμαρτίας. Καὶ ὅταν μετὰ ἀπό εἰλικρινῆ μετάνοια καὶ ἐξομολόγηση δοθεῖ ἡ ἄφεση, φύγει ἡ ἐνοχή καὶ καταπαύσουν οἱ ἔλεγχοι τῆς συνειδήσεως, ὤ, τότε ἡ ψυχή ἀπαλλαγμένη πιὰ ἀπό τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας ὑψώνεται καὶ πάλι μὲ παρρησία στὸν Θεό. Ἡ αἰτία ποὺ τῆς ἀφαιροῦσε τὴν παρρησία, δηλαδὴ ἡ ἁμαρτία, ἐξουδετερώθηκε μὲ τὴν εἰλικρινῆ μετάνοια καὶ ἐξομολόγηση. Τώρα πιὰ ἡ καρδία ἡμῶν οὐ καταγινώσκει ἡμῶν. Τώρα παρρησίαν ἔχομεν πρὸς τὸν Θεόν. Νὰ ποιὸ εἶναι τὸ βαθὺ νόημα καὶ πόσο χρήσιμος καὶ ὠφέλιμος εἶναι ὁ λόγος τοῦ εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη: «Ἐάν ἡ καρδία ἡμῶν μὴ καταγινώσκῃ ἡμῶν, παρρησίαν ἔχομεν πρὸς τὸν Θεόν».
      Ἔλα νὰ εὐχαριστήσουμε τὸν Θεό, ἀδελφέ, καὶ νὰ τὸν παρακαλέσουμε νὰ μᾶς ἀξιώνει πάντοτε μὲ παρρησία νὰ καταφεύγουμε σ’ Αὐτόν.

       Ὑπῆρξε καὶ γιὰ μᾶς, πανάγιε Κύριε, ἐποχὴ ποὺ μὲ παιδικὴ ἁπλότητα καὶ παρρησία καταφεύγαμε σὲ Σένα, τὸν πανάγαθο καὶ στοργικὸ Πατέρα. Ἡ ἁμαρτία, Κύριε, στερεῖ τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὴν παρρησία καὶ ἀφαιρεῖ τὸ θάρρος νὰ Σὲ ἐπικαλεῖται ζητώντας τὴν προστασία Σου. Ὅμως ἡ ἀγαθότητά Σου δὲν παύει καὶ πάλι νὰ μᾶς παρέχει τὰ μέσα γιὰ ἀπαλλαγή ἀπὸ τὴν ἐνοχή μας, ὥστε μὲ παρρησία νὰ προσπίπτουμε ἐνώπιόν Σου. Ἀξιωνέ μας, Κύριε, μὲ προσοχὴ πολλὴ νὰ φυλᾶμε τὴν ψυχή μας ἀπό τὴν ἁμαρτία. Νὰ σπεύδουμε χωρὶς ἀναβολὴ στὸ λουτρὸ τῆς μετανοίας, ὥστε ἀπαλλαγμένοι ἀπό ἐνοχές νὰ ἀποκτοῦμε καὶ πάλι παρρησία καὶ νὰ ἀναπέμπουμε δοξολογίες, δεήσεις καὶ εὐχαριστίες ἀκαταγνώστως καὶ ἀπροσκόπτως ἐν καθαρῷ τῷ μαρτυρίῳ τῆς συνειδήσεως ἡμῶν στὴ θεία Μεγαλοσύνη Σου, γιὰ νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ ἀναπέμπουμε ἀσίγητο καὶ ἀκατάπαυστο αἶνο καὶ δοξο¬λογία καὶ στὴν οὐράνια βασιλεία Σου». ( Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀρχ.Χριστοφ.Παπουτσοπούλου «Λόγοι παρακλήσεως», ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»).