Αββά Δωροθέου Συνέχεια Στ΄

Ἀββᾶ Δωροθέου Περί θείου φόβου (συνέχεια Στ΄) Ἡ μετάφραση εἶναι παρμένη ἀπό τή Φιλοκαλία τόμος 12ος σ. 353-355 τῶν ἐκδόσεων Ε.Π.Ε.

«Ὁ γέρων μοῦ ἔδιδε ὁπωσδήποτε μία παραγγελία ἀπό αὐτὲς τὶς τέσσερις καθὼς ἀναχωροῦσα κάθε Βράδυ, σὰν νὰ προσέφερε σὲ κάποιον ἕνα ἐφόδιο. Καὶ ἔτσι ἐθεωροῦσα αὐτὲς τὶς προτάσεις ὡς φυλακτὸ ὅλης τῆς ζωῆς μου. Καὶ ὅμως, μολονότι εἶχα τέτοια ἐμπιστοσύνη στὸν ἅγιο καὶ ἐδοκίμαζα τόση εὐχαρίστησι στὴν ὑπηρεσία του, μόλις αἰσθάνθηκα ἁπλῶς κάποτε ὅτι ἕνας ἀπό τούς ἀδελφοὺς ἐθλιβόταν διότι ἐπιθυμοῦσε νὰ τὸν ὑπηρέτηση αὐτός, ἐπῆγα στὸν ἀββᾶ καὶ τὸν παρακάλεσα λέγοντας· αὐτὴ ἡ ὑπηρεσία ταιριάζει περισσότερο σ’ αὐτὸν τὸν ἀδελφό, ἐάν συμφωνῆς, κύριε". Καὶ δὲν συμφώνησαν μαζί μου οὔτε ὁ ἀββᾶς οὔτε ὁ ἴδιος ὁ γέρων. Πάντως ὅμως ἐγώ ἔτσι ἐξεπλήρωσα τὸ κατὰ δύναμι γιὰ νὰ προτιμηθῆ ὁ ἀδελφός. Καί, μολονότι ἔμεινα ἐκεῖ ἐννέα ἔτη, δὲν γνωρίζω νὰ εἶπα σὲ κανένα δυσάρεστο λόγο, ἂν καὶ εἶχα διακόνημα, γιὰ νὰ μὴ νομίση κανεὶς ὅτι δὲν εἶχα. Καὶ πιστεύσατε, γνωρίζω ὅτι ἕνας ἀδελφὸς συνέχιζε νὰ περιπατῆ ὀπίσω μου ἀπό τὸ νοσοκομεῖο ἕως τὴν ἐκκλησία ὑβρίζοντάς με, καὶ ἐγώ ἐπεριπατοῦσα ἐμ¬πρὸς του χωρὶς νὰ λέγω λέξι· ἀλλά καὶ ὅταν τὸ ἔμαθε ὁ ἀββᾶς (δὲν γνωρίζω ποιὸς τοῦ τὸ εἶπε) καὶ ἠθέλησε νὰ τὸν ἐπιτιμήση, ἐγώ ἐπέμεινα πολὺ κρατώντας τὰ πόδια του καὶ λέγοντας· μή, γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου, ἐγώ ἔσφαλα, τί χρεωστεῖ ὁ ἀδελφός;". Καὶ ἄλλος πάλι εἴτε ἀπό πειρασμὸ εἴτε ἀπό ἁπλοϊκότητα, ὁ Θεὸς γνωρίζει ἀπό τί, κάποια στιγμὴ τὴ νύκτα ἔκαμε τὸ νερὸ του πρὸς τὴν κεφαλή μου, ὥστε νὰ βραχῆ καὶ τὸ στρῶμα μου ἀκόμη. Ὁμοίως καὶ μερικοὶ ἄλλοι ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς ἔρχονταν καθημερινὰ καὶ ἐτίνασσαν τὶς ψάθες τους ἐμπρὸς στὸ κελλί μου, καὶ ἔβλεπα τόσο πλῆθος κοριῶν νὰ εἰσέρχωνται στὸ κελλί μου, ὥστε νὰ μὴ μπορῶ νὰ τοὺς σκοτώσω· διότι ἐξ αἰτίας τοῦ καύσωνος ἦσαν ἄπειροι. Λοιπόν, καθὼς ἐπήγαινα νὰ κοιμηθῶ, συναθροίζονταν ὅλοι ἐκεῖνοι ἐπάνω μου, καὶ ἐρχόταν μὲν ὁ ὕπνος μου ἀπό τὸν πολὺ κόπο, ὅταν δὲ ἐσηκωνόμουν ἀπό τὸν ὕπνο, εὔρισκα ὅλο τὸ σῶμα μου καταφαγωμένο. Καὶ ποτὲ δὲν εἶπα σὲ κανένα ἀπό αὐτούς· ‘μὴ τὸ κάνης αὐτό’, ἤ γιατί τὸ κάνεις αὐτό; Οὔτε γνωρίζω, καθὼς εἶπα, νὰ ἐλάλησα ποτὲ ρῆμα ποὺ ἐπλήγωσε ἤ ἐλύπησε κάποιον. 21. Μάθετε καὶ σεῖς νὰ βαστάζετε τὰ βάρη ἀλλήλων, μάθετε νὰ σέβεσθε ἀλλήλους. Καὶ ἂν κανεὶς ἀπό σᾶς ἀκούση ἀπό κάποιον ἕνα λόγο ποὺ δὲν τοῦ ἀρέσει ἤ ἂν πάθη τίποτε δυσάρεστο, νὰ μὴ χάση ἀμέσως τὴ διάθεσί του, νὰ μὴ ἐρεθισθῆ ἀμέσως, νὰ μὴ εὑρεθῆ σέ καιρὸ ἀγῶνος καὶ ὠφελείας μὲ καρδιὰ χαλαρωμένη, ἀφρόντιστη, ἄτονη, μὴ δυναμένη νὰ δεχθῆ ὁποιαδήποτε ἐχθρικὴ προσβολή, ὅπως συμβαίνει μὲ τὸ πεπόνι, ποὺ κι’ ἕνα μικρὸ χαλίκι ἂν τὸ ἐγγίση, ἀμέσως τραυματίζεται καὶ σήπεται. Ἀλλά νὰ ἔχετε στερεώτερη καρδιά, νὰ ἔχετε μακροθυμία, ὥστε ἡ πρὸς ἀλλήλους ἀγάπη σας νὰ νικᾶ ὅλα τὰ συμβαίνοντα».