Γ΄ Βασιλ. ιθ΄7

                                                      ΚΕΙΜΕΝΟ

 «Καί ἐπέστρεψεν ὁ ἄγγελος Κυρίου ἐκ δευτέρου καί ἥψατο αὐτοῦ καί εἶπεν αὐτῷ· ἀνάστα φάγε, ὅτι πολλή ἀπό σοῦ ἡ ὁδός».

                                                    ΕΡΜΗΝΕΙΑ 

  «Καί Ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου ἦλθε διά δευτέραν φοράν, τόν ἄγγιξε καί τοῦ εἶπε: <Σήκω καί φάγε, διότι Ὁ δρόμος πού ἔχεις νά βαδίσῃς, τό ταξίδι πού ἔχεις ἀκόμη νά κάμῃς, εἶναι μεγάλο καί κουραστικό>»  ( Ἀπό τήν «Παλαιά Διαθήκη μετά συντόμου ἑρμηνείας» τ. 6ος, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»).
                                                   ΣΧΟΛΙΟ
     "Ὁ προφήτης Ἠλίας εἶναι ἀπογοητευμένος καὶ φοβισμένος. Εἶχε κάνει μέχρι τότε θαύματα μεγάλα καὶ συνταρακτικά. Ἦταν ἐκπληκτικὴ πραγματικὰ φυσιογνωμία ὁ Ἠλίας.
      Καὶ ὅμως ἡ ἀπειλή τῆς ἀσεβοῦς βασίλισσας Ἰεζάβελ ὅτι θὰ τὸν φόνευε ἀρκοῦσε νὰ γεμίσει τὴν ψυχή του μὲ φόβο καὶ ἀθυμία. Φεύγει ὁ Προφήτης μακριὰ μέσα στὴν ἔρημο καὶ κουρασμένος, καθὼς ἦταν, κάθεται βαρύθυμος κάτω ἀπὸ ἕνα δένδρο. Ὁ ὕπνος δὲν ἀργεῖ νὰ τὸν πάρει. Ὁ Προφήτης κοιμᾶται. Ὁ Θεὸς ὅμως πάνω του ἀγρυπνᾶ. Ἄγγελος Κυρίου τὸν πλησιάζει καὶ τοῦ λέει: «Ἄναστηθι καὶ φάγε». Ἀνοίγει τὰ μάτια του ὁ Ἠλίας καὶ βλέπει ἔκπληκτος κοντὰ στὸ κεφάλι του νὰ ὑπάρχει «ἐγκρυφίας ὀλυρίτης καὶ καψάκης ὕδατος». Κρίθινη λαγάνα ψημένη καὶ δοχεῖο μὲ νερό. Ἀφοῦ ἔφαγε καὶ ἤπιε ἀπό τὰ θεόσταλτα δῶρα, κοιμήθηκε καὶ πάλι. Ὁ ἄγγελος ὅμως ἔρχεται γιὰ δεύτερη φορά. Ξυπνᾶ τὸν Προφήτη καὶ τοῦ ξαναλέει τὰ ἴδια. «Ἀνάστα φάγε, ὅτι πολλὴ ἀπό σου ἡ ὁδός». Σήκω καὶ φάγε,γ ιατί ἔχεις πολὺ δρόμο ἀκόμη νὰ κάνεις. Ἔχεις μεγάλη ἀποστολὴ νὰ ἐκτελέσεις μεταξὺ τοῦ λαοῦ. Σὲ περιμένουν καθήκοντα σπουδαῖα. Μὴ λυπᾶσαι ὑπερβολικά. Μὴν ἀπογοητεύεσαι. Ὁ Θεὸς εἶναι μαζί σου. Πραγματικὰ ὁ Προφήτης σηκώθηκε, ἔφαγε καὶ πάλι καὶ «ἐπορεύθη ἐν τὴ ἰσχύϊ τῆς βρώσεως ἐκείνης τεσσαράκοντα ἡμέρας καὶ τεσσαράκοντα νύκτας ἕως ὄρους Χωρήβ». Μὲ τὴ δύναμη ποὺ πῆρε θαυματουργικὰ ἀπό τὴν τροφὴ ἐκείνη, βάδισε γιὰ σαράντα ὁλόκληρα ἡμερόνυχτα καὶ ἔφθασε στὸ ὅρος Χωρήβ. ‘Ἐκεῖ ἀξιώθηκε νὰ δεῖ τὸν Κύριο, κάτι ποὺ τοῦ ἔδωσε ἀκόμη περισσότερη ἐνίσχυση, γιὰ νὰ ἐπιτελέσει τὰ μεγάλα καθήκοντά του καὶ νὰ ὁλοκληρώσει τὴν ἀποστολή του.
       «Ἀνάστα φάγε, ὅτι πολλὴ ἀπό σοῦ ἡ ὁδός»!
    Δρόμο ἀρκετὸ ἔχουμε κι ἐμεῖς νὰ διανύσουμε, ἀδελφοί μου, γιὰ νὰ ἐκτελέσουμε τὰ καθήκοντά μας. Σὰν ὁδοιπορὶα μέσα ἀπό ξηρὴ καὶ ἄνυδρη ἔρημο μοιάζει ἡ ζωὴ ἐδῶ. Θὰ φθάσουμε κάποτε κι ἐμεῖς μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ στὸ πραγματικὸ Χωρήβ, στὴν οὐράνια βασιλεία, ὅπου θὰ ἀντικρίσουμε πανένδοξο τὸν Θεάνθρωπο Σωτήρα μας, τὸν λατρευτό μας Ἰησοῦ. Μέχρι νὰ φθάσουμε ὅμως ἐκεῖ, ποιὰ θαυμαστὴ τροφὴ θὰ ἐνισχύει τὴν ἀδύνατη ὕπαρξή μας καὶ θὰ μᾶς ξεκουράζει ἀπό τὸ μόχθο τῆς ἐπίγειας ὁδοιπορίας μας; Ποιὸ νερὸ θὰ μᾶς ἀνακουφίζει καὶ θὰ μᾶς δροσίζει στὶς ὧρες τοῦ πόνου, τῆς θλίψεως, τοῦ φόβου καὶ τῶν ἀπογοητεύσεων ποῦ συναντᾶμε στὴ ζωή μας; Ὤ, ποιὸς ἄγγελος θὰ βρεθεῖ νὰ μᾶς ξυπνήσει ἀπό τὸν ὕπνο τῆς ἀδιαφορίας καὶ τὸ λήθαργο τῆς ἁμαρτίας, γιὰ νὰ μᾶς ὑποδείξει τὸ καθῆκον καὶ προσφέροντας τὴν ἀπαραίτητη ἐνισχυτικὴ καὶ ζωοποιὸ τροφὴ νὰ μᾶς πεῖ, «ἀνάστα φάγε, ὅτι πολλὴ ἀπὸ σου ἡ ὁδός»;
      Ἀδελφέ μου, δὲν τὸ κατάλαβες ἀκόμη; Δὲν βλέπεις, δὲν ἀκοῦς κάθε Κυριακὴ τὸν ἄγγελο τοῦ Θεοῦ, τὸν λειτουργὸ τοῦ Ὑψίστου νὰ κρατᾶ στὰ χέρια του «τὸν οὐράνιον Ἄρτον, τὴν τροφὴν τοῦ παντὸς κόσμου», τὸ πανάγιο Σῶμα καὶ τὸ τίμιο Αἷμα τοῦ Κυρίου καὶ νὰ σὲ καλεῖ νὰ φᾶς κι ἐσύ καὶ νὰ ἐνδυναμωθεῖς πνευματικά; «Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε». Ὅπως ὁ προφήτης Ἠλίας μὲ τὴ θαυματουργικὴ τροφὴ βάδισε μέσα ἀπὸ τὴν ἔρημο, ἔτσι καὶ ἐμεῖς δυναμωμένοι μὲ τὴν οὐράνια τροφὴ τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων θὰ ἀξιωθοῦμε νὰ φθάσουμε στὴν οὐράνια πατρίδα μας. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς βεβαίωσε γι’ αὐτό. «Ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος ὁ ζῶν ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς• ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἔχει ζωὴν αἰώνιον καὶ ἐγώ ἀναστήσω αὐτὸν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ» (Ἰωαν. ζ’ 51-54). Τὸν οὐράνιο ἄρτο ὁ Θεὸς δὲν μᾶς τὸν ἔστειλε μὲ ἄγγελο• ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς «ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς» εἶναι «ὁ ἄρτος ὁ ζῶν». Αὐτὸς μεταδίδει στοὺς ἀνθρώπους ποὺ τὸν κοινωνοῦν ἄξια τὴν αἰώνια ζωή.
    Ἀδελφὲ Χριστιανέ, τὸ ἔχεις σκεφθεῖ; Ἔχεις ἐκτιμήσει τὴν ἐξαιρετικὴ αὐτὴ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ; Τρέφεις τὴν ψυχή σου μὲ τὸ θεῖο Μαργαρίτη; Παίρνεις δυνάμεις γιὰ τοὺς πνευματικούς σου ἀγῶνες; Ἐνισχύεσαι, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίζεις μὲ αἰσιοδοξία καὶ χαρὰ ὅλα τὰ θλιβερὰ καὶ δυσάρεστα γεγονότα τῆς ζωῆς, καὶ χαρούμενος νὰ προχωρεῖς ἐκεῖ πού σὲ καλεῖ ὁ Θεός; Τὸ ἔχεις κατανοήσει καλὰ ὅτι χωρὶς τὴ θεία καὶ οὐράνια αὐτὴ τροφὴ εἴμαστε οἱ φτωχοὶ καὶ πεινασμένοι ζητιάνοι τῆς χαρᾶς καί τῆς εὐτυχίας, ἐνῶ μὲ τὸν Χριστὸ στὴν ψυχή μας θὰ εἴμαστε οἱ ἀκατάβλητοι ἀγωνιστὲς καὶ οἱ ἔνδοξοι στὴ συνέχεια νικητές;

         Κύριε, τώρα ποὺ ἔχουμε κάπως κατανοήσει ὅτι Σὺ εἶσαι «ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς», τὸ οὐράνιο μάννα, «τὸ φάρμακον τῆς ἀθανασίας», θερμή Σοῦ ἀναπέμπουμε τὴν ἱκεσία: «Κύριε, πάντοτε δὸς ἡμῖν τὸν ἄρτον τοῦτον» (Ἰωαν. ζ" 34). Ἡ λύπη καὶ ἡ ἀθυμία πού μᾶς πιάνει ἀπό τὰ θλιβερὰ περιστατικὰ τῆς ζωῆς, ἡ ἀδυναμία τὴν ὁποία αἰσθανόμαστε, γιὰ νὰ ἀποκρούσουμε τὴν ἁμαρτία, ὁ πόθος ὁ βαθύς τῆς ψυχῆς μας νὰ εἴμαστε ἑνωμένοι μαζί Σου μόνο μὲ τὴ συμμετοχή μας στὴ θεία Κοινωνία θεραπεύονται καὶ ἱκανοποιοῦνται. Κύριε, μὴν ἀφήνεις νὰ μολύνει τὴν ψυχή μας ἡ ἁμαρτία, ὥστε νὰ μὴν τολμᾶμε νὰ πλησιάσουμε στὴ μυστικὴ καὶ οὐράνια τράπεζα τῶν Ἁγιασμάτων Σου. Δῶσε μας προθυμία, ἄνοιξε τὰ αὐτιὰ τῆς ψυχῆς μας νὰ ἀκοῦνε τὴ φωνὴ τῶν λειτουργῶν Σου, πού μᾶς καλοῦν στὴ θεία μυσταγωγία. Σὺ ὁ φιλάνθρωπος καὶ πανάγαθος Σωτήρας καὶ Λυτρωτής, ἀξίωσέ μας νὰ κοινωνοῦμε ἀκατάκριτα τὸ πανάγιο Σῶμα Σου καί το τίμιο Αἷμα Σου «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ζωὴν αἰώνων». Ἀμήν". ( Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀρχ.Χριστοφ.παπουτσοπούλου "Λόγοι Παρακλήσεως" ἔκδοση  Ο ΣΩΤΗΡ").