Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου «Ὁ ἀόρατος πόλεμος» ἀπόδοση στή νεοελληνική, ἔκδοση Συνοδίας Σπυρίδωνος Ἱερομονάχου, Νέα Σκήτη Ἅγιον Ὄρος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’.
«Δέν πρέπει νά ἐμπιστευόμαστε, οὔτε νά δίνουμε θάρρος ποτέ στόν ἑαυτό μας
Τό νά μήν ἐμπιστεύεσαι στόν ἑαυτό σου , ἀγαπητέ μου ἀδελφέ, εἶναι τόσο ἀναγκαῖο σέ αὐτόν τόν πόλεμο, πού χωρίς αὐτό, νά εἶσαι βέβαιος ὅτι, ὄχι μόνον δέν θά μπόρεσης νά πετύχης τή νίκη, πού επιθυμεῖς ἀλλ’ οὔτε κάν’ νά ἀντισταθῆς στό παραμικρό• καί αὐτό ἄς τυπωθῆ καλά στόν νοῦ σου.
Γιατί, ἐμεῖς, πράγματι, ὄντας φυσικά διεφθαρμένοι ἀπό την φύσι μας, ἀπό τον καιρό τῆς παραβάσεως τοῦ Ἀδάμ, ἔχουμε σέ μεγάλη ὑπόληψι τον ἑαυτό μας, ἡ ὁποία φύσις, ἄν καί δέν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρά μόνον ἕνα ψέμα, ἐμεῖς ὅμως, νομίζουμε, μέ μία ἀπατηλή ἐντύπωσι, ὅτι εἴμαστε κάποιοι. Αὐτό εἶναι ἕνα ἐλάττωμα, πού πολύ δύσκολα ἀναγνωρίζεται καί πού δέν ἀρέσει καθόλου στό Θεό, ὁ ὁποῖος θέλει νά ἔχουμε ἐμεῖς μία γνῶσι, χωρίς δόλο, γι’ αὐτή τήν βεβαιώτατη ἀλήθεια.
Δηλαδή νά ξέρουμε, ὅτι κάθε χάρις καί ἀρετή πού ἔχουμε, προέρχεται ἀπό αὐτόν μόνο, πού εἶναι ἡ πηγή κάθε ἀγαθοῦ καί ὅτι ἀπό ἐμᾶς δέν μπορεῖ νά προέλθη κανένα καλό, οὔτε κανένας καλός λογισμός, πού νά ἀρέση σ’ αὐτόν. Αὐτή ἡ ἀναγκαιότατη ἀλήθεια (δηλαδή, τό νά μήν πιστεύουμε στόν ἑαυτό μας) εἶναι ἔργο τοῦ θεικοῦ του χεριοῦ, πού συνηθίζει νά τό δίνη στούς ἀγαπημένους του φίλους, πότε μέ ἐμπνεύσεις καί φωτισμούς, πότε μέ σκληρά μαστιγώματα καί θλίψεις, πότε μέ βίαιους καί σχεδόν ἀνίκητους πειρασμούς καί πότε μέ ἀλλά μέσα, πού ἐμεῖς δέν καταλαβαίνουμε· μέ ὅλα αὐτά, θέλει νά γίνεται καί ἀπό ἐμᾶς ἐκεῖνο, πού μᾶς ἀνήκει καί πού μποροῦμε νά τό κάνουμε. Γι’ αὐτό λοιπόν, ἀδελφέ μου, σοῦ σημειώνω ἐδῶ τέσσερεις τρόπους, μέ τούς ὁποίους μπορεῖς, μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, νά πετύχης αὐτή τήν ἀμφιβολία τοῦ ἑαυτοῦ σου, δηλαδή, τό νά μήν ἐμπιστεύεσαι ποτέ στόν ἑαυτό σου.
Ὁ α’ τρόπος εἶναι τό νά γνωρίσης τήν μηδαμινότητά σου καί τό νά σκεφθῆς, ὅτι ἀπό μόνος σου δέν μπορεῖς νά κάνης κανένα καλό, μέ τό ὁποῖο θά γίνης ἄξιος τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν.
Ὁ β’ τρόπος τό νά ζητᾶς γι’ αὐτό πολλές φορές τήν βοήθεια ἀπό τόν Θεό μέ θερμές καί ταπεινές δεήσεις, ἐπειδή αὐτό εἶναι χάρισμα δικό Του! Καί, ἄν θέλης νά τό πάρης, πρέπει πρῶτα νά βλέπης τόν ἑαυτό σου ὄχι μόνον γυμνό ἀπό αὐτή τή γνῶσι τοῦ ἑαυτοῦ σου, ἀλλά καί ἐντελῶς ἀδύνατο νά την ἀποκτήσης! Ἔπειτα, νά μιλᾶς μέ οἰκειότητα πολλές φορές μπροστά στή μεγαλειότητα τοῦ Θεοῦ· καί πιστεύω σταθερά ἐξ αἰτίας τοῦ πελάγους τῆς εὐσπλαγχνίας του, θά σοῦ τήν δώση, ὅταν αὐτός θελήση. Μήν ἀμφιβάλης καθόλου ὅτι θά τήν ἀπόλαυσης.
Ὁ γ’ τρόπος εἶναι τό νά συνηθίσης νά φοβᾶσαι πάντα τόν ἑαυτό σου• νά φοβᾶσαι τούς ἀναρίθμητους ἐχθρούς, στούς ὁποίους, δέν εἶσαι δυνατός νά φέρης οὔτε τήν παραμικρή ἀντίστασι! Νά φοβᾶσαι τήν πολύ δυνατή τους συνήθεια στό νά πολεμοῦν• τίς πανουργίες τους, τά στρατηγήματά τους, τίς μεταμορφώσεις τους σέ ἀγγέλους φωτός· τά ἀναρίθμητα τεχνάσματα καί παγίδες, πού θά σοῦ στήνουν κρυφά στόν ἴδιο τό δρόμο τῆς ἀρετῆς.
Ὁ δ’ τρόπος εἶναι, ὅταν πέσης σέ κανένα παράπτωμα, νά βλέπης καθαρά τήν ἀπόλυτη ἀδυναμία σου• ἐπειδή, γι’ αὐτό τό σκοπό, παραχώρησε ὁ Θεός νά πέσης, γιά νά μάθης καλλίτερα την ἀσθένειά σου καί ἔτσι, νά μάθης, ὄχι μόνο νά περιφρονῆς ἐσύ ὁ ἴδιος τόν ἑαυτό σου σάν ἕνα τίποτα, ἀλλά καί νά θέλης νά σέ καταφρονοῦν καί οἱ ἄλλοι σάν τέτοιου εἴδους ἀσθενῆ. Γιατί χωρίς αὐτή τήν θέλησι, δέν εἶναι δυνατό νά γίνη αὐτή ἡ ἐνάρετη δυσπιστία τοῦ ἑαυτοῦ σου, ἡ ὁποία ἔχει τό θεμέλιό της στήν ἀληθινή ταπείνωσι καί στήν προλεγόμενη ἔμπρακτη γνῶσι τῆς δοκιμῆς.
Ὁπότε, καθένας βλέπει πόσο ἀπαραίτητο εἶναι σ’ ἐκεῖνον πού θέλει νά ἑνωθῆ μέ τό οὐράνιο φῶς, τό νά γνωρίση τόν ἑαυτό του. Αὐτή τήν γνῶσι συνηθίζει νά τάν δίνη ἡ εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ στούς ὑπερήφανους καί προληπτικούς, μέσα ἀπό τίς πτώσεις, ἀφίνοντάς τους δηλαδή μέ δίκαιο τρόπο νά πέφτουν σέ κανένα παράπτωμα (ἀπό τό ὁποῖο νομίζουν πώς μποροῦν νά φυλαχθοῦν γιά νά γνωρίσουν την ἀδυναμία τους καί νά μήν ἐμπιστεύωνται πλέον στόν ἑαυτό τους καθόλου.
Ἀλλά αὐτό τό μέσο, τό τόσο ἄθλιο καί ἀναγκαστικό, δέν συνηθίζει νά τό μεταχειρίζεται πάντοτε ὁ Θεός, παρά ὅταν τά ἀλλά μέσα, τά πιό ἐλεύθερα, ὅπως εἴπαμε, δέν προξενοῦν στόν ἄνθρωπο αὐτή τήν ἐπίγνωσι τοῦ ἑαυτοῦ του• τότε παραχωρεῖ νά πέση ὁ ἄνθρωπος σέ σφάλματα τόσο μεγαλύτερα ἤ μικρότερα, ὅσο εἶναι μεγαλύτερη ἤ μικρότερη καί ἡ ὑπερηφάνεια καί ἡ μεγάλη ἰδέα, πού ἔχει κάποιος γιά τον ἑαυτό του. Ὥστε, ἐκεῖ, πού δέν ὑπάρχει καμμία τέτοια ἰδέα, ὅπως στήν περίπτωσι τῆς Παρθένου Μαρίας, ἐκεῖ, φυσικά, δέν συμβαίνει καμμία πτῶσις. Λοιπόν, ὅταν ἐσύ πέσης, τρέξε ἀμέσως μέ τόν λογισμό στή ταπεινή γνῶσι τοῦ ἑαυτοῦ σου καί μέ ἐπίμονη προσευχή ζήτησε ἀπό τόν Θεό νά σοῦ δώση τό ἀληθινό φῶς, γιά νά γνωρίσης τήν μηδαμινότητά σου καί νά μήν δείχνης καθόλου ἐμπιστοσύνη στόν ἑαυτό σου, ἐάν θέλης νά μήν πέσης πάλι καί μάλιστα σέ μεγαλύτερη βλάβη καί φθορά!»