Ψαλμ. 50ος στ. 12

                                                        ΚΕΙΜΕΝΟ  

  «Καρδίαν καθαράν  κτίσον ἐνε ἐμοί, ὁ Θεός,,καί πνεῦμα εὐθές ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου» 

                                                       ΕΡΜΗΝΕΙΑ 

 « Κτίσε μέσα μου καρδίαν καθαράν, ἀνακαινίζων αὐτήν, Ἡ ὁποία τώρα εἶναι ἀκάθαρτος καί ρέπει πρός τό κακόν, καί καθάρισον τόν νοῦν μου, ὥστε νά ἐγκαινιάσῃς εἰς τγό ἐσωτερικόν μου πνεῦμα καί κινήσεις τοῦ νοός εὐθείας καί ὀρθάς. Γέμισε τό ἐσωτερικόν μου μέ ἁγνούς λογισμούς καί ἀγαθήν προαίρεσιν» ( Ἀπό τήν «Παλαιά Διαθήκη μετά συντόμου ἑρμηνείας» τ.10ος, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»).

                                                      ΣΧΟΛΙΟ

       «Εἶχε πέσει πολὺ χαμηλὰ καὶ εἶχε ἀνεπανόρθωτα πληγωθεῖ. Δὲν ἦταν ἄλλωστε καὶ κάποιος ἀπὸ τοὺς πολλοὺς ἦταν ὁ ἐκλεκτός του Θεοῦ, ὁ ἄνθρωπος τῆς καρδιᾶς Του. Ἦταν ὁ προφητάνακτας Δαβίδ. Αὐτὸς στέκεται μπροστὰ στὰ συντρίμματα ποὺ δημιούργησε ἡ διπλὴ ἁμαρτία του. Καὶ τὶς δυὸ ἁμαρτίες του τὶς καταδίκαζε ὁ θεόσδοτος νόμος. Τὶς ἀπαγόρευε ρητὰ καὶ κατηγορηματικὰ ἡ ἕκτη καὶ ὁγδοη ἐντολὴ τοῦ δεκαλόγου: «Οὐ μοιχεύσεις», «οὐ φονεύσεις» (Ἐξόδ. κ’ 13,15). Καὶ ὅμως ὁ Δαβὶδ ἦταν παραβάτης καὶ στὶς δυὸ ἐντολές. Μετανοεῖ καὶ συντρίβεται γιὰ τὰ παραπτώματά του. Χύνει ποτάμια ἀπὸ δάκρυα. Κλαίει, θρηνεῖ καὶ παρακαλεῖ τὸν Ἅγιο τῶν ἁγίων νὰ τὸν συγχωρήσει. Μὲ τί πόνο ψυχῆς λέει καὶ ξαναλέει τό: «Ἐλέησόν με, ὁ Θεός»! (Ψάλμ. ν’1). Ταυτόχρονα ψάχνει τὴ βαθύτερη αἰτία ποὺ τὸν ἔσπρωξε στὴ διάπραξη τῶν ἐγκληματικῶν του πράξεων. Φωτιζόμενος ἀπὸ τὸν Θεὸ στὸν περίφημο ψαλμὸ τῆς μετανοίας του ὁμολογεῖ καὶ διακηρύττει ὁ ἴδιος τὴν αἰτία τῆς ἐνοχῆς του. Γιατί λοιπὸν ἁμάρτησε καὶ ἔπεσε τόσο χαμηλά; Εἶχε ἀφήσει τὴν καρδιὰ του ἐλεύθερη στὶς ἐπιδράσεις τοῦ ἁμαρτωλοῦ περιβάλλοντος. Εἶχε ἀνοιχτὲς τὶς εἰσόδους τῆς ψυχῆς του σὲ σκέψεις καὶ ἐπιθυμίες ἁμαρτωλές. Ἔτσι μέσα στὸ ἀδιόρατο βάθος τοῦ ἐσωτερικοῦ του κόσμου ἔγινε ἡ διεργασία τοῦ κακοῦ. Τὸ πλῆθος τῶν πονηρῶν ἐντυπώσεων καὶ ἐπιδράσεων συμμάχησε μὲ τὴν ἐλεύθερη θέλησή του. Αὐτὸς ὁ συνδυασμὸς μετέβαλε τὴν καρδιὰ τοῦ Δαβὶδ σὲ ἑστία τοῦ κακοῦ ποὺ ἔβραζε· σὲ ἡφαίστειο ποὺ ἔχει ἐκραγεῖ καὶ ἔχυνε τὴ λάβα του ἀπὸ τὰ καιόμενα ἔγκατά του. Μιὰ ἐσωτερικὴ δύναμη ξεκινοῦσε ἀπὸ τὴν καρδιά του ποὺ τὸν ἔσπρωχνε στὴν ἁμαρτία. Μόλις λοιπὸν παρουσιάσθηκε ἡ ἐξωτερικὴ ἀφορμή, ἡ θέληση ὑποδουλώθηκε. Ὁ θλιβερὸς ἀπολογισμός; Δυὸ θανάσιμα ἁμαρτήματα. Τώρα ὁ Δαβὶδ μαζὶ μὲ τὴ θερμὴ ἱκεσία γιὰ τὴ συγχώρηση τῆς ἁμαρτίας παρακαλεῖ τὸν Θεὸ νὰ καθαρίσει τὴν καρδιά του καὶ νὰ τὴν ἀπαλλάξει ἀπὸ τὸ πονηρὸ περιεχόμενό της, ὥστε νὰ ἀποφεύγει νέες θλιβερὲς καταστάσεις στὸ μέλλον. «Καρδίαν καθαρὰν κτίσον ἐν ἐμοί, ὁ Θεος, καὶ πνεῦμα εὖθες ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου».
       Ἂν ἀνακαινισθεῖ ἡ καρδιά, δὲν ὑπάρχει κίνδυνος νὰ ξαναπέσει ὁ Δαβίδ.
      «Καρδίαν καθαράν…» Μήπως δὲν τὸ εἶπε ὁ Κύριος; «Ἐκ τῆς καρδίας τοῦ ἀνθρώπου ἐξέρχονται διαλογισμοὶ πονηροί», ἐπιθυμίες ἁμαρτωλές, φθόνοι καὶ φόνοι, μίση καὶ ἐχθρότητες, ἀντιπάθειες καὶ μνησικακίες (Ματθ. ἰιε’ 19). Κυριαρχεῖ ἡ ἁμαρτία πρῶτα στὴν καρδιά· κατόπιν πλημμυρίζει τὸ ἐσωτερικό τοῦ ἀνθρώπου καί, ἀφοῦ αἰχμαλωτίσει τὴ θέλησή του, ἀσυγκράτητη ἐκχύνεται πρὸς τὰ ἔξω. Ἀπρόσεχτα τότε τὰ μάτια τριγυρνᾶνε παντοῦ ἀποκομίζοντας νέες ἁμαρτωλὲς παραστάσεις. Ἀχαλίνωτη ἡ γλώσσα λέει ὅ,τι θέλει. Τὰ αὐτιὰ πρόθυμα ἀκοῦνε ἀδιάκριτα ὅτι τοὺς προσφέρεται. Ἀδελφέ μου, πρέπει νὰ τὸ καταλάβεις καὶ σὺ καὶ ἐγώ ὅτιμὲ αὐτή τὴ συμπεριφορὰ τὸ ἁμαρτωλὸ περιεχόμενο τῆς καρδιᾶς ξεχειλίζει καὶ χύνεται στὸ περιβάλλον μας. Αὐτὸς ποὺ ἄφησε νὰ συγκεντρωθεῖ μέσα του ὁ πονηρὸς θησαυρὸς ἀρέσκεται νὰ βρίσκεται σὲ παρόμοιο περιβάλλον κι ἔτσι δημιουργεῖται ἕνας φαῦλος κύκλος. Σκορπίζει ἡ καρδιὰ στὸ περιβάλλον της ἀπὸ τὸν πονηρὸ θησαυρό της, ἀλλὰ ταυτόχρονα δέχεται τὴν ἐπίδραση τοῦ  κόσμου τῆς ἁμαρτίας, μέσα στὸν ὁποῖο εὐχαρίστως δέχεται νὰ συναναστρέφεται.

«Καρδίαν καθαράν…» Ὁ Δαβὶδ τὸ εἶχε πιὰ ἀντιληφθεῖ. Ἔπρεπε νὰ ἐξαγνισθεῖ ἡ καρδιά του καὶ τότε μόνο δὲν θὰ ὑπῆρχε κίνδυνος νὰ ἐπαναληφθοῦν τὰ σφάλματα τοῦ παρελθόντος. Γι’ αὐτὸ παρακαλεῖ, ἱκετεύει καὶ προσπίπτει στὸν Ἅγιο τῶν ἁγίων. «Καρδίαν καθαράν κτίσον ἐν ἐμοί, ὁ Θεός». Ὅταν ἡ καρδιὰ εἶναι καθαρὴ καὶ ἁγνή, τότε καὶ ἡ σκέψη εἶναι ἀπαλλαγμένη ἀπὸ πονη¬ροὺς λογισμούς, ἡ θέληση χωρὶς δυσκολία ἐκλέγει τὸ ἀγαθὸ καὶ ὅλος ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται ὑποταγμένος στὸ θέλημα τοῦ ἁγίου Θεοῦ.

    «Καρδίαν καθαράν…»! Θεέ μου, μὲ τί μυαλὸ νὰ σχεφθῶ, μὲ τί γλώσσα νὰ μιλήσω, τί χείλη νὰ κινήσω σὲ προσευχή, ἀφοῦ ὁ πονηρὸς θησαυρὸς τῆς καρδιᾶς μου ἔχει βάλει τὴ σφραγίδα του σὲ κάθε ἐκδήλωση τῆς ζωῆς μου; Ἅγιος Σὺ καὶ «ἐν ἁγίοις ἀναπαυόμενος», ζητᾶς τὴν ἁγιότητα καὶ τὴν καθαρότητα ἀπό τούς ἀνθρώπους. Πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ εὐαρεστεῖσαι καὶ νὰ προσέχεις τὸν «ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις» ὑπεύθυνο ἄνθρωπο; Ἀλλά, Κύριε, τὸ γνωρίζω καὶ γι’ αὐτὸ παίρνω θάρρος. Ὅπως εἶσαι πανάγιος, εἶσαι καὶ πανάγαθος καὶ φιλάνθρωπος καὶ προσδέχεσαι τὴ μετάνοια καὶ τοῦ πιὸ ἁμαρτωλοῦ. Γi’ αὐτό, Κύριέ μου, ἀναλογιζόμενος καὶ ἐγώ τὸ μέγεθος τῆς ἁμαρτωλότητάς μου καὶ αἰσθανόμενος τὸν πονηρὸ θησαυρὸ τῆς καρδιᾶς μου νὰ μὲ σπρώχνει στὴν ἁμαρτία, κράζω στὴ Μεγαλοσύνη Σου καὶ ἐκζητῶ τὸ ἔλεός Σου. «Καρδίαν καθαρὰν κτίσον ἐν ἐμοί, ὁ Θεός, καὶ πνεῦμα εὐθές ἐγκαίνισον ἐν τοὶς ἐγκάτοις μου». Μόνο ἡ χάρη Σου θὰ ἀνακαινίσει τὴν καρδιά μου καί θά ἐνισχύσει τὴ θέλησή μου. Ἁγίασε, Κύριε, τὸ ἐσωτερικό μου καὶ ἔλα νὰ κατοικήσεις Σὺ μέσα μου, ἐμπνέοντας σκέψεις ἅγιες καὶ αἰσθήματα ἱερά. Παρακίνησε, Κύριε, τὴ θέλησή μου στὴν ὑπηρεσία τοῦ ἁγίου θελήματος Σου. Ἀμήν». ( Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀρχ. Χριστοφ.Παπουτσοπούλου «Λόγοι Παρακλήσεως», ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»).