Ψαλμός 136, 5

                                                      ΚΕΙΜΕΝΟ 

                    «Ἐάν ἐπιλάθωμαί σου, Ἱερουσαλήμ, ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου»

                                                    ΕΡΜΗΝΕΙΑ 

    «Ἐάν ἐγώ ὁ αἰχμάλωτος εἰς τήν βαβυλῶνα Ἰσραηλίτης σέ λησμονήσω, ὦ Ἱερουσαλήμ, εἴθε τότε νά λησμονηθῇ ἡ δεξιά μου, ἀποξηραινομένη ὥστε νά μή τήν αἰσθάνωμαι πλάον καί νά εἶναι ἀνίκανος ὅπως παίζῃ τά ἱερά ὄργανα» ( Ἀπό τήν «ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ  μετά συντόμου ἑρμηνείας» τ.10ος, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»

                                                 ΣΧΟΛΙΟ

     «Μεγάλο μέρος τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ βρισκόταν αἰχμάλωτο στὴ Βαβυλώνα. Ἀσεβεῖς καὶ ὑπερήφανοι κατακτητὲς τῆς ἁγίας γῆς βεβήλωσαν τὸν ἅγιο ναὸ τοῦ Ὑψίστου στὴν πρωτεύουσα τοῦ ἔθνους, τὴν περικαλλῆ Ἱερουσαλήμ. Σκληροὶ καὶ ἀσυγκίνητοι ἀπὸ τὰ δάκρυα τῶν ὑποδούλων τούς ὁδήγησαν μακριά, σὲ χώρα εἰδωλολατρική, τὴ διαβόητη Βαβυλώνα.
       Βαρὺς ὁ ζυγὸς τῆς δουλείας. Σκληρὸς ὁ ἀποχωρισμὸς ἀπὸ πατρίδα προσφιλῆ. Ἀνυπόφορη ἡ θλίψη γιὰ τοὺς ἐξόριστους, ποὺ ἦταν ἀδύνατο νὰ λατρεύσουν τὸν Θεὸ τῶν πατέρων τους μέσα στὰ εἴδωλα καὶ τὰ βδελύγματα τῆς ἀκόλαστης Βαβυλώνας. Καὶ οἱ χαιρέκακοι κατακτητές, δυνατοὶ ἀπέναντι σὲ ἀδυνάτους, κύριοι αὐτοὶ στοὺς ὑπόδουλους λαούς τους, ζητοῦσαν ἀπὸ τοὺς αἰχμάλωτους Ἰσραηλίτες νὰ ψάλουν ἀπὸ τὰ ἱερὰ ἄσματα τῆς Σιών,γιὰ νὰ διασκεδάζουν ἐκεῖνοι. Ζητοῦσαν δηλαδὴ νὰ ἐπαναλάβουν ὅσα στὶς αὐλὲς τοῦ οἴκου τοῦ Κυρίου ἔψαλλαν,γιὰ νὰ δοξάζουν τὸν Κύριο. Ἀλλά πὼς θὰ ἦταν δυνατὸν αὐτό;Ὄχι! Οἱ αἰχμάλωτοι δὲν θὰ ψάλουν κανένα ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς ὕμνους στὴ χώρα τῆς αἰχμαλωσίας. Ὄχι! Οἱ ἐξόριστοι δὲν θὰ λησμονήσουν ποτὲ τὴν πατρίδα τους. Ποτέ! Ποτέ! Δὲν εἶναι ἡ δική τους πατρίδα σὰν τὶς ἄλλες. Εἶναι ἡ πολυφημισμένη Ἱερουσαλήμ. Εἶναι ἡ Σιών, τὴν ὁποία διάλεξε ὁ Κύριος γιὰ κατοικία Του. Βασιλιὰς Ἐκεῖνος, λαὸς Του οἱ Ἰσραηλίτες. Πῶς νὰ λησμονήσουν τὴν πατρίδα τους; Πῶς νὰ ξεχάσουν τὴν Ἱερουσαλήμ;
         «Ἐάν ἐπιλάθωμαί σου, Ἱερουσαλήμ…»!  Ὄχι, ὄχι, μύριες φορὲς ὄχι. Ποτὲ δὲν θὰ σὲ ξεχάσω, Ἱερουσαλήμ. Ποτὲ δὲν θὰ σὲ λησμονήσω. Ἄς εἶμαι ἐξόριστος σὲ γῆ μακρινή. Ἡ σκέψη μου εἶναι πάντοτε σ’ ἐσένα. Ἄς βρίσκομαι αἰχμάλωτος κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσία σκληροῦ ἀφέντη. Ἡ καρδιά μου σου ἀνήκει ὁλόκληρη. Θὰ ἔρθει καὶ πάλι καιρός, ποὺ πιστὸς καὶ ἀφοσιωμένος νοσταλγός σου γεμάτος χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση θὰ ἐπιστρέψω σὲ σένα. Τότε θὰ ψάλλω. Τότε θὰ σὲ ὑμνῶ. Τότε θὰ σκιρτῶ καὶ θὰ ἀγάλλομαι. Τώρα ὅμως σὲ θυμᾶμαι. Τώρα σὲ ἀναπολῶ. Ποτέ, ποτὲ δὲν θὰ σὲ ξεχάσω. «Ἐάν ἐπιλάθωμαί σου, Ἱερουσαλήμ…»
          «Ἐάν ἐπιλάθωμαί σου…»! Χριστιανὲ ἀδελφέ, μήπως ἔχεις λησμονήσει, μήπως ἔχεις ξεχάσει τὴ δική σου Ἱερουσαλήμ; Τί; Δὲν τὸ γνωρίζεις ; Λοιπὸν ἔχεις καὶ σὺ καὶ ἐγώ καὶ ὅλοι οἱ πιστοὶ πατρίδα τὴν Ἱερουσαλήμ. Ὄχι βέβαια τὴν ἐπίγεια Ἱερουσαλήμ, ἀλλὰ τὴν ἐπουράνια. Δὲν ἀκοῦς τὸν ἀπόστολο Παῦλο τί γράφει στοὺς Χριστιανούς; «Προσεληλύθατε Σιών ὄρει καὶ πόλει Θεοῦ ζῶντος, Ἱερουσαλὴμ ἐπουρανίῳ, καὶ μυριάσιν ἀγγέλων, πανηγύρει καὶ ἐκκλησίᾳ πρωτοτόκων ἐν οὐρανοῖς ἀπογεγραμμένων» (Ἑβρ. ιβ’ 22-23). Ἀδελφέ μου, μὴ λησμονεῖς ὅτι, ἂν στὴ γῆ αὐτὴ πατρίδα μας ἀγαπητὴ εἶναι ἡ ἔνδοξη Ἑλλάδα, ἔχουμε ὅμως καὶ ἄλλη αἰώνια πατρίδα,τὸν οὐρανό. Ἔλα λοιπὸν νὰ θυμηθοῦμε λίγο τὴν αἰώνια πατρίδα μας, τὴν ἐπουράνια Ἱερουσαλήμ.
        Μὲ τὴν πίστη μας στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ τὸ βάπτισμα στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος γίναμε μέλη τῆς Ἐκκλησίας καὶ πολιτογραφηθήκαμε στὴν ἐπουράνια Ἱερουσαλήμ, δηλαδὴ στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ θὰ εἶναι ἡ αἰώνια διαμονὴ καὶ κατοικία μας. Ἐκεῖ ἡ ἀτέλειωτη καὶ ἀπερίγραπτη εὐφροσύνη μας. Ἐδῶ στὴ γῆ εἴμαστε «πάροικοι καὶ παρεπίδημοι» (Α’ Πέτρου β’ 11). Εἴμαστε πρόσκαιροι, περαστικοί, ἐφήμεροι. Εἴμαστε ξενητεμένοι, ποὺ ὁ νοῦς καὶ ἡ καρδιὰ τους πρέπει νὰ στρέφονται στὴν πραγματικὴ καὶ αἰώνια πατρίδα μας, τὸν οὐρανό. Ἐκεῖ εἶναι τὸ πανηγύρι τῶν ἐκλεκτῶν καὶ προσφιλῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ εἶναι τὰ πνεύματα, οἱ ψυχὲς τῶν δικαίων καὶ τῶν ἁγίων. Ἐκεῖ εἶναι οἱ Προφῆτες καὶ οἱ Ἀπόστολοι. Ἐκεῖ οἱ Μάρτυρες καὶ οἱ Ὁμολογητές. Ἐκεῖ οἱ Ὅσιοι καὶ οἱ εὐσεβεῖς ὅλων τῶν αἰώνων. Ὅπως λοιπὸν οἱ ἐξόριστοι καὶ αἰχμάλωτοί τῆς Βαβυλώνας Ἰσραηλίτες δὲν λησμόνησαν τὴν ἐπίγεια πατρίδα τους, ἀλλὰ μὲ σφοδρὴ νοσταλγία τὴν θυμοῦνταν, πολὺ περισσότερο δὲν πρέπει ἐμεῖς ποτὲ νὰ ξεχάσουμε τὴν οὐράνια πατρίδα μας, τὴν ἐπουράνια Ἱερουσαλήμ. «Ἡμῶν τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει» (Φιλιπ. γ’ 20), διακηρύττει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Εἴμαστε «συμπολῖται τῶν ἁγίων καὶ οἰκεῖοι του Θεοῦ» (Ἐφεσ. β’ 19). Τὰ μεγάλα καὶ αἰώνια συμφέροντά μας ὑπάρχουν ἐκεῖ ποὺ πορεύθηκαν οἱ πρὶν ἀπὸ ἐμᾶς· ἐκεῖ ποὺ ζοῦν οἱ ἄριστοι φίλοι μας. Ἐκεῖ στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, στὴν οὐράνια πατρίδα, στὴν ὁποία ὁ οὐράνιος Πατέρας θὰ μᾶς χαρίσει τὸ μερίδιο «τοῦ κλήρου τῶν ἁγίων ἐν τῷ φωτί» (Κολασ. α’ 12). Μιὰ τέτοια πατρίδα πῶς νὰ τὴ λησμονήσουμε; Καὶ πὼς νὰ μὴν ἐπαναλάβουμε γι’ αὐτή ὅ,τι ἔλεγαν οἱ παλαιοὶ αἰχμάλωτοι τῆς Βαβυλώνας γιὰ τὴν ἐπίγεια πατρίδα τους: «Ἐάν ἐπιλάθωμαί σου, Ἱερουσαλήμ…»;

    Παράδεισε πάντιμε, ποὺ εἶσαι ἡ αἰώνια πατρίδα μου, Ἱερουσαλὴμ ἐπουράνια, ποὺ εἶσαι ἡ κατοικία τῶν πρωτοτόκων «τῶν ἐν οὐρανοῖς ἀπογεγραμμένων», μὴ μὲ ἀποστραφεῖς ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτωλότητάς μου. Νοσταλγὸς δικός σου εἶμαι κι ἐγώ. Τὰ ἄρρητα κάλλη σου ποθῶ νὰ ἀπολαύσω. Στὴν ἀτέλειωτη χαρμονή σου ἐπιθυμῶ νὰ ζήσω. Κράτησε καὶ γιὰ μένα μιὰ θέση κάπου ἐκεῖ σὲ μιὰ ἄκρη τῶν οὐράνιων θαλάμων Σου. Καὶ ὅταν ὁ Κύριος της ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου μὲ καλέσει ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτό, δέξου ἀπό ἐμένα, τὸν ταπεινὸ λάτρη τῆς θείας ἀγαθότητας καὶ ὑμνητὴ τοῦ θείου ἐλέους, αἶνο, δόξα καί ἀσίγητη δοξολογία νὰ ἀναπέμπω στὸν Σωτήρα μου Ἰησοῦ, τὸν πανάγαθο καὶ οὐράνιο Πατέρα καὶ τὸ πάντιμο Πνεῦμα. Ἀμήν." ( Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀρχ.Χριστοφ.Παπουτσοπούλου "ΛΟΓΟΙ ΠΑΡΑΚΛΗΣΕΩΣ", ἔκδοση "Ο ΣΩΤΗΡ").