Μεγάλου Βασιλείου ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΟ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟΝ ΣΟΥ», παράγρ. 1
Ἡ μετάφραση εἶναι παρμένη ἀπό τόν 6ο τόμο τῶν ἔργων τοῦ Μ.Βασιλείου τῶν ἐκδόσεων ΕΠΕ
«1. Ὁ Θεὸς πού μας ἔπλασε μας ἔδωσε τὴν χρῆσιν τοῦ λόγου, διὰ νὰ φανερώνωμεν ὁ ἕνας εἰς τὸν ἄλλον τάς σκέψεις τῶν καρδιῶν καὶ νὰ μεταδίδωμεν ὁ καθένας εἰς τὸν πλησίον, λόγῳ τῆς κοινωνικότητος τῆς φύσεως, ὡσὰν ἀπό κάποια ταμεῖα, προσφέροντες τάς σκέψεις ἀπό τὰ κρυπτά τῆς καρδίας. Διότι ἐὰν ἐζούσαμεν μὲ γυμνὴν ἀπό τὸ σῶμα τὴν ψυχήν, ἀμέσως θὰ ἐπεκοινωνούσαμεν μεταξύ μας διὰ τῶν σκέψεων. Ἐπειδὴ ὅμως ἡ ψυχή μας διανοεῖται καλυπτομένη ἀπό τὸ παραπέτασμα τῆς σαρκός, ἔχει ἀνάγκη ἀπό λόγια καὶ ὀνόματα διὰ νὰ ἀνακοινώνη αὐτὰ πού κεῖνται εἰς τὸ βάθος της. Ὅταν λοιπὸν ἡ σκέψις ἐκφρασθῆ διὰ φωνῆς, αὐτὴ μεταβαίνει ἀπό τὸν ὁμιλητὴν πρὸς αὐτὸν ποὺ τὸν ἀκούει, ἀφοῦ διασχίση τὸν ἀέρα, φερομένη διὰ τοῦ λόγου, ὡσὰν διὰ πορθμείου. Καὶ ἐὰν μὲν εὕρη ἄκραν γαλήνην καὶ ἡσυχίαν, ὡσὰν εἰς γαλήνια καὶ ἀχείμαστα λιμάνια, ὁ λόγος ἀγκυροβολεῖ εἰς τάς ἀκοάς τῶν ἀκροατῶν. Ἐάν ὅμως, ὡσὰν κάποια σφοδρὰ θύελλα, ὁ θόρυβος τῶν ἀκουόντων πνεύση ἀντίθετα, τότε ὁ λόγος ναυαγεῖ, διαλυόμενος εἰς τὸν ἀέρα. Διά τῆς σιωπῆς λοιπὸν κάμετε ἡσυχίαν χάριν τοῦ λόγου. Διότι ἴσως κάτι ἀπό αὐτὰ ποὺ φέρει σᾶς φανῆ χρήσιμον καὶ ὠφέλιμον. Ὁ λόγος τῆς ἀληθείας εἶναι δύσκολον θήραμα, διότι εὔκολα ἠμπορεῖ νὰ ξεφύγη αὐτοὺς ποὺ δὲν προσέχουν, ἀφοῦ ἔτσι τὸ Πνεῦμα οἰκονόμησε νὰ εἶναι σύντομος καὶ βραχύς, ὥστε νὰ δηλώνη πολλὰ εἰς ὀλίγα καὶ μὲ τὴν συντομίαν νὰ εἶναι εὔκολον νὰ διατηρηθῆ εἰς τὴν μνήμην. Ἄλλωστε ἡ φυσικὴ ἀρετὴ του λόγου εἶναι μήτε νὰ κρύπτη μὲ τὴν ἀσάφειαν τὰ ἐκφραζόμενα μήτε νὰ πλημμυρίζη ἀπό λέξεις περιττάς καὶ πράγματα μάταια. Τέτοιος λοιπὸν εἶναι καὶ ὁ λόγος αὐτὸς ποὺ τώρα ἔχει ἀναγνωσθῆ ἀπό τὰ βιβλία τοῦ Μωϋσέως. Ὅσοι βέβαια εἶσθε φιλομαθεῖς νὰ ἐνθυμῆσθε αὐτόν, ἐκτὸς ἂν κάπου διέφυγε τὴν ἀκοήν σας, λόγω τῆς βραχύτητος. Ὁ λόγος κάπως ἔτσι ἔχει· «πρόσεχε σεαυτῷ μὴ ποτὲ γένηται ρῆμα κρυπτὸν ἐν τῇ καρδίᾳ σου ἀνόμημα». Ἡμεῖς οἱ ἄνθρωποι εἴμεθα εὔκολοι εἰς τάς ἁμαρτωλάς σκέψεις. Διά τοῦτο ἀκριβῶς αὐτὸς ποὺ κατ’ ἰδὶαν ἔπλασε τάς καρδίας μας , ἐπειδὴ ἐγνώριζε πολὺ καλὰ ὅτι τὸ μεγαλύτερον μέρος τῆς ἁμαρτίας συντελεῖται εἰς τὴν κατὰ διάθεσιν ὁρμήν, μᾶς ὥρισεν ὡς πρωταρχικὴν καθαρότητα αὐτὴν τῆς διανοίας. Διότι αὐτὸ μὲ τὸ ὁποῖον πολὺ πιὸ εὔκολα διαπράττομεν τὴν ἁμαρτίαν, δι’ αὐτὸ ἠξίωσε περισσοτέραν προφύλαξιν καὶ ἐπιμέλειαν. Ὅπως δηλαδὴ οἱ προνοητικοὶ ἀπό τούς ἰατροὺς ἀσφαλίζουν τὰ ἀσθενέστερα σώματα μὲ τάς προληπτικάς συνταγάς, ἒτσι καὶ αὐτὸς ποὺ εἶναι προστάτης ὅλων καὶ ἀληθινὸς ἰατρὸς τῶν ψυχῶν, μὲ ἰσχυροτέρας προφυλάξεις ἐξησφάλισεν αὐτὸ ποὺ ἐγνώριζεν ὅτι εἶναι εἰς ἡμᾶς περισσότερον ὀλισθηρὸν πρὸς τὴν ἁμαρτίαν. Διότι αἱ πράξεις ποὺ γίνονται μὲ τὸ σῶμα χρειάζονται καὶ χρόνον καὶ εὐκαιρίαν καὶ κόπους καὶ συνεργάτας καὶ ἄλλην βοήθειαν. Αἱ κινήσεις ὅμως τῆς διανοίας ἐνεργοῦνται ἀχρόονως, ἐπιτελοῦνται χωρὶς κόπον, σχηματίζονται εὔκολα καὶ ἔχουν ὄλον τὸν καιρὸν κατάλληλον. Μάλιστα κάποτε κάποιος ἀπό τους σπουδαίους καὶ ἀπό αὐτοὺς ποὺ ὑπερηφανεύονται διὰ σεμνότητα, περιβαλλόμενος ἐξωτερικὰ ὁμοίωμα σωφροσύνης καὶ καθήμενος ἀνάμεσα εἰς αὐτοὺς ποὺ συχνὰ τὸν μακαρίζουν διὰ τὴν ἀρετήν του, τρέχει γρήγορα μὲ τὴν σκέψιν πρὸς τὸν τόπον τῆς ἁμαρτίας, μὲ τὴν ἀφανῆ ἐνέργειαν τῆς καρδίας. Εἶδε μὲ τὴν φαντασίαν τὰ μελετώμενα, ἐφαντάσθη κάποιαν ἀπρεπῆ συναναστροφὴν καὶ γενικῶς εἰς τὸ κρυφὸν ἐργαστήριον τῆς καρδίας μὲ τὸ νὰ ζωγραφήση μέσα του καθαρὰν τὴν ἡδονήν, διέπραξε ἐσωτερικὰ τὴν ἁμαρτίαν πού δὲν ἀποδεικνύεται καὶ πού θὰ μείνη ἄγνωστος εἰς ὅλους ὡς τότε πού θὰ ἔλθη αὐτὸς ποὺ ἀποκαλύπτει τὰ κρυπτὰ τοῦ σκότους καὶ φανερώνει τάς σκέψεις τῶν καρδιῶν. (Φυλάξου λοιπὸν μὴ τυχὸν κάποτε σκέψις κρυφὴ εἰς τὴν καρδίαν σου γίνη ἁμαρτία». Διότι «αὐτὸς ποὺ κυττάζει γυναῖκα μὲ πονηράν ἐπιθυμίαν εἶναι σὰν νὰ ἐμοίχευσε κιόλας εἰς τὴν καρδίαν του». Διότι αἱ πράξεις τοῦ σώματος διακόπτονται ἀπό πολλούς, αὐτὸς ὅμως ποὺ ἁμαρτάνει μὲ τὴν σκέψιν, μὲ τὴν ταχύτητα τῶν διανοημάτων ἔχει ὁλοκληρώσει τὴν ἁμαρτίαν. Ὅπου λοιπὸν τὸ παράπτωμα εἶναι ταχύ, ταχεῖα μᾶς ἐδόθη καί ἡ φρούρησις. Δηλαδὴ διακηρύσσεται ἐντόνως· «μὴ ποτε γένηται ρῆμα κρυπτὸν ἐν τῇ καρδίᾳ σου ἀνόμημα». Καλύτερα ὅμως νὰ ἀνατρέξωμεν εἰς αὐτὴν τὴν ἀρχὴν τοῦ λόγου.»