Ψαλμός 141, 2

     ΚΕΙΜΕΝΟ 

«Φωνῇ μου πρός Κύριον ἐκέκραξα, φωνῇ μου πρός Κύριον ἐδεήθην»

    ΕΡΜΗΝΕΙΑ

    «Μέ ἔντασιν θερμήν τῶν ψυχικῶν μου δυνάμεων ὕψωσα κραυγήν ἰσχυράν καί ἐφώναξα πρός τόν Κύριον, μέ φωνήν ἐξερχομένην ἀπό τά βάθη τῆς καρδίας μου παρεκάλεσα τόν Κύριον» ( Ἀπό τήν «ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ  μετά συντόμου ἑρμηνείας», τ.10ος, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»).

                                                            ΣΧΟΛΙΟ
     «Σὲ μεγάλο κίνδυνο βρίσκεται ὁ θεόπνευστος Ψαλμωδός. Ὁ βασιλιὰς Σαούλ, σκοτισμένος ἀπὸ τὸν φθόνο δὲν μποροῦσε νὰ ἀντιληφθεῖ καὶ νὰ πεισθεῖ γιὰ τὶς εἰλικρινεῖς διαθέσεις τοῦ Δαβὶδ ἀπέναντί του. Νόμιζε ὅτι σκεπτόταν ὕπουλα ἐναντίον του. Φανταζόταν ὅτι ἤθελε τὸ κακό του καὶ τάχα ἐπιζητοῦσε τὸν θάνατό του. Γι’ αὐτὸ λοιπὸν ὁ Σαοὺλ καταδίωκε τὸν Δαβίδ. Καὶ ἀναγκαζόταν ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὁ πράος Δαβίδ, νὰ κρύβεται στὶς ἐρημιές, γιὰ νὰ ἀποφύγει τὴν ὀργὴ τοῦ βασιλιᾶ. Κανένας ἄνθρωπος δὲν ὑπῆρχε κοντά του. Καὶ οἱ ἴδιοι οἱ φίλοι του τὸν εἶχαν ἐγκαταλείψει. Κάθε ἄλλος στὴν περίπτωση τοῦ Δαβὶδ θὰ ἔπεφτε σὲ κατάσταση ἀπελπισίας καὶ ἀπογνώσεως. Μὲ τὸν Δαβὶδ ὅμως δὲν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Ὁ Δαβὶδ εἶναι ὁ ἄνθρωπος τῆς πολλῆς πίστεως καὶ ἑπομένως ὁ ἄνθρωπος τῆς πολλῆς προσευχῆς. Νά, καὶ στὴν κρίσιμη αὐτή περίσταση ἀναπέμπει θερμὴ ἱκεσία καὶ παρακαλεῖ τὸν Θεὸ καὶ ζητᾶ τὴν πατρικὴ προστασία Του. «Φωνῇ μου πρὸς Κύριον ἐκέκραξα». Μὲ φωνὴ ἰσχυρὴ ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὸ βάθος τῆς ψυχῆς μου κράζω στὸ Θεὸ καὶ ἐπικαλοῦμαι τὴ βοήθειά Του ζητώντας προστασία.
      «Φωνῇ μου πρὸς Κύριον ἐκέκραξα»!

      Φίλη ψυχή, μιμεῖσαι τὸν Δαβὶδ στὸ ἔργο τῆς προσευχῆς; Ὅταν προσεύχεσαι, κυριαρχοῦν μέσα σου τὰ ἴδια συναισθήματα μὲ ἐκεῖνα ποῦ ὑπῆρχαν στὴν καρδιὰ τοῦ Δαβίδ; Ὤ,δὲν τὸ ἀρνοῦμαι. Τὸ ἱερὸ περιβάλλον τοῦ ναοῦ, μὲ τὶς μορφὲς τῶν Ἁγίων ζωγραφισμένες στὶς ἅγιες εἰκόνες, μὲ τὴ μοσχοβολιὰ τοῦ εὐωδιαστοῦ θυμιάματος, τὴν κατανυκτικὴ ψαλμωδία, τὶς δεήσεις καὶ εὐχὲς τοῦ λειτουργοῦ, εἶναι ὁ πιὸ κατάλληλος τόπος, γιὰ νὰ δοξο¬λογοῦμε τὸν Κύριο καὶ νὰ προσευχόμαστε σ’ Αὐτόν. Καὶ ἡ γωνιὰ τοῦ σπιτιοῦ μας μὲ ἀναρτημένες τὶς ἱερὲς εἰκόνες ποὺ μπροστὰ τους καίει ἡμέρα καὶ νύχτα ἀκοίμητο τὸ καντήλι, ἡ γωνιὰ αὐτὴ ἡ ἀφιερωμένη στὸν Θεὸ μὲ τὴν οἰκογενειακὴ προσευχὴ πόσες ἱερὲς συγκινήσεις δὲν μᾶς ἔχει χαρίσει, ὅταν πρωὶ καὶ βράδυ τὰ μέλη τῆς οἰκογένειας ἐπικοινωνοῦν μὲ τὸν Θεό! Ἀλλά, ὅταν ἡ ἀνάγκη τὸ ἀπαιτεῖ καὶ δὲν εἶναι εὔκολο νὰ προσευχη¬θοῦμε σὲ καθορισμένους ἱεροὺς τόπους, ἀδελφέ μου, μὴ διστάσεις νὰ προσευχηθεῖς ὅπου κι ἂν βρίσκεσαι, εἴτε στὴν ξηρὰ εἴτε στὴ θάλασσα εἴτε στὸν ἀέρα. Ὁ Κύριος εἶναι πανταχοῦ παρὼν καὶ μᾶς βλέπει καὶ μᾶς ἀκούει καὶ δέχεται τὴν προσευχή μας. Δὲν σκέφτεσαι τὸν Δαβίδ; Μέσα στὴ σπηλιὰ βρισκόταν καταδιωγμένος καὶ ἀπομονωμένος. Καὶ ὅμως τίποτε δὲν τὸν ἐμπόδιζε νὰ ἀναπέ¬μπει θερμὴ προσευχὴ στὸν Θεό.
       Μπορεῖ ἡ ἀρρώστια νὰ μᾶς κρατᾶ καθηλωμένους στὸ κρεβάτι. Ἐνῶ θὰ θέλαμε μαζὶ μὲ τοὺς οἰκείους μας νὰ γονατίσουμε, γιὰ νὰ προσευχηθοῦμε στὸν πανάγαθο Πατέρα, δὲν μποροῦμε. Τὰ λόγια της προσευχῆς μας εἶναι συνδυασμένα μὲ τὸ βογγητὸ τοῦ πόνου. Ἐνῶ ἀκοῦμε τὶς καμπάνες τῶν ἐκκλησιῶν νὰ προσκαλοῦν τοὺς πιστοὺς σὲ κοινὴ λατρεία, ἐμεῖς καλούμαστε σὰν ἄλλο εὐωδιαστό θυμίαμα νὰ προσφέρουμε τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν ὑποταγή μας στὸ Θεό.
       Δὲν εἶναι μόνο αὐτό. Κάποτε ἡ προσευχή μας γίνεται μὲ ἰσχυρὴ φωνή, κι ἄλλοτε ἀδυνατεῖ τὸ στόμα νὰ προφέρει λέξη. Ἀλλά, ἀδελφέ μου, μὴν ἀνησυχεῖς. Μπροστὰ στὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ φθάνει ἡ προσευχὴ ποὺ βγαίνει ἀπό τὸ βάθος τῆς ψυχῆς, ἔστω κι ἂν μόλις ἀκούγεται ἀπὸ τὸ στόμα μας ὁ ψιθυρισμός της. Ὁ καρδιογνώστης Κύριος ἀκούει καὶ δέχεται τὶς προσευχὲς ὄχι ἀπό τὴν ἔνταση τῆς φωνῆς, ἀλλά ἀνάλογα μὲ τὴ διάθεση τῆς καρδιᾶς καὶ τὸν πόθο τῆς ψυχῆς. Οἱ ἀλάλητοι στεναγμοὶ τῆς εὐλαβικῆς ψυχῆς σείουν τοὺς οὐράνιους θόλους καὶ φθάνουν στὰ «ὦτα Κυρίου Σαβαώθ» (Ἰακ. ε’ 4) ἀσύγκριτα πιὸ ἰσχυροὶ ἀπό τὶς ὁμοβροντίες τῶν τηλεβόλων καὶ τοὺς ἐκκωφαντικοὺς ὀρυμαγδοὺς τῶν ἀτομικῶν βομβῶν. Ὁ θεόπνευστος Προφήτης τὸ γνωρί¬ζει καὶ τὸ διακηρύττει, γιὰ νὰ μᾶς ἐνισχύει στὸ καθῆκον τῆς προσευχῆς λέγοντας: «Φωνῇ μου πρὸς Κύριον ἐκέκραξα καὶ ἐπήκουσέ μου ἐξ ὄρους ἁγίου αὐτοῦ» (Ψάλμ. γ’ 5). Ἀπό τὸν ἅγιο θρόνο Του, ὅσο ψηλὰ κι ἂν εἶναι, μᾶς ἀκούει καὶ σπεύδει νὰ ἱκανοποιήσει τὰ θεάρεστα αἰτήματά μας.

     «Φωνῇ μου πρὸς Κύριον ἐκέκραξα»!

   Πόσο μακριὰ φαίνεσαι, Κύριε, στοὺς ἄπιστους καὶ πόσο κοντὰ στοὺς πιστούς Σου! Ἀρκεῖ νὰ Σὲ ἐπικαλεσθοῦμε μὲ λόγια εὐλαβικῆς προσευχῆς, ὁπουδήποτε κι ἂν εἴμαστε, καὶ Σὺ εἶσαι ἐκεῖ καὶ μᾶς ἀκοῦς. Οὔτε χρειάζεται νὰ φωνάζουμε δυνατά, γιατί Σὺ ἀκοῦς καὶ τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδιᾶς, ὅταν βαρύθυμη καὶ μελαγχολικὴ δὲν μπορεῖ νὰ βρεῖ λόγια, γιὰ νὰ ἐκφράσει τὰ συναισθήματά της. Ἀξίωσέ μας, φιλάνθρωπε καὶ πανάγαθε Κύριε, σὲ κάθε καιρὸ καὶ τόπο νὰ δοξάζουμε τὴ Μεγαλοσύνη Σου, νὰ εὐλογοῦμε τὴν Ἀγαθότητά Σου, νὰ εὐχαριστοῦμε τὴν πατρική Σου ἀγάπη καὶ νὰ ἐκζητοῦμε ταπεινὰ τὴν ἄγρυπνη προστασία Σου ἐπαναλαμβάνοντας τὰ λόγια τοῦ Ψαλμωδοῦ: «Φωνῇ μου πρὸς Κύριον ἐκέκραξα, φωνῇ μου πρὸς Κύριον ἐδεήθην… καὶ ἐπήκουσέ μου». Ἀμήν.» ( Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀρχ.Χριστοφ.Παπουτσοπούλου «Λόγοι παρακλήσεως», ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»).