Μεγάλου Βασιλείου εἰς τό «Πρόσεχε σεαυτῷ» Γ
Ἡ Μετάφραση εἶναι παρμένη ἀπό «Μεγ.Βασιλείου ἔργα», τ. 6ος, σ.321-325, τῶν ἐκδόσεων ΕΠΕ
«3. «Πρόσεχε, λοιπόν, σεαυτῷ». Δηλαδή, οὔτε τὰ δικά σου, οὔτε τὰ γύρω ἀπὸ ἐσέ΄, Ἀλλὰ πρόσεξε μόνον τὸν ἑαυτόν σου. Διότι ἄλλο πρᾶγμα εἴμεθα ἡμεῖς οἱ ἴδιοι καὶ ἄλλο πρᾶγμα τὰ δικά μας καὶ ἄλλο τὰ γύρω ἀπό μας. Ἡμεῖς εἴμεθα ἡ ψυχὴ καὶ ὁ νοῦς, διότι ἐχομεν ἰπλασθῆ σύμφωνα μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ κτιστοῦ μας. Ἰδικόν μας εἶναι τὸ σῶμα καὶ αἱ αἰσθήσεις του. Γύρω δὲ ἀπό μᾶς ὑπάρχουν χρήματα, τέχναι καὶ ὅλη ἡ ὑπόλοιπος πραμάτεια τοῦ βίου. Τί λοιπὸν λέγει ὁ λόγος τῆς Γραφῆς; Μὴ δίδης σημασίαν εἰς τὴν σάρκα, οὔτε νὰ ἐπιζητῆς μὲ κάθε τρόπον ὅ,τι εἶναι ἀγαθὸν εἰς αὐτήν, δηλαδὴ ὑγείαν, ὀμορφιάν καὶ ἀπολαύσεις ἡδονικάς καὶ μακροζωΐαν, οὔτε νὰ θαυμάζης χρήματα καὶ δόξαν καὶ Ἐξουσίαν. Ἀλλά πρόσεχε τὸν ἑαυτόν σου, δηλαδὴ τὴν ψυχήν σου. Αὐτὴν στόλιζε καὶ αὐτὴν φρόντιζε, ὥστε διὰ τῆς προσοχῆς νὰ κατορθώνης νὰ τὴν ἀπαλλάσσης ἀπό ὁλόκληρον τὸν ρύπον ποὺ ἐπικάθεται εἰς αὐτὴν ἀπό τὴν πονηρίαν, νὰ ἀποκαθαίρεται κάθε αἶσχος κακίας καὶ νὰ τὴν κοσμῆς καὶ νὰ τὴν φαιδρύνης μὲ ὅλον τὸ κάλλος τῆς ἀρετῆς. Ἐξέτασε τὸν ἑαυτόν σου· ποῖος εἶσαι; γνώρισε τὴν φύσιν σου, ὅτι τὸ μὲν σῶμα σου εἶναι θνητὸν ἡ δὲ ψυχή σου ἀθάνατος καὶ ὅτι ἡ ζωή μας εἶναι διπλῆ. Ἡ μὲν προσιδιάζει εἰς τὴν σάρκα καὶ περνᾶ γρήγορα, ἡ δὲ ἄλλη συγγενεύει μὲ τὴν ψυχὴν καὶ δὲν ἐπιδέχεται περιγραφήν. Πρόσεχε, λοιπόν, τὸν ἑαυτόν σου καὶ μὴ προσκολληθῆς εἰς τὰ θνητὰ ὡσὰν σὲ αἰώνια, μήτε νὰ περιφρονήσης τὰ αἰώνια ὡσὰν περαστικά. Νὰ περιφρονῆς τὴν σάρκα, διότι παρέρχεται. Νὰ ἐπιμελῆσαι τὴν ψυχήν, διότι εἶναι πρᾶγμα ἀθάνατον. Μὲ κάθε προσοχὴν νὰ ἐπιβλέπης τὸν ἑαυτόν σου, διὰ νὰ γνωρίζης νὰ ἀπονέμης εἰς τὸν καθένα τὸ ὠφέλιμον εἰς μὲν τὴν σάρκα τάς διατροφάς καὶ τὰ σκεπάσματα εἰς δὲ τὴν ψυχὴν τὰ δόγματα τῆς εὐσεβείας, δηλαδὴ λεπτὴν ἀγωγήν, ἄσκησιν τῆς ἀρετῆς, διόρθωσιν τῶν παθῶν. Μήτε νὰ παραπαχαίνης τὸ σῶμα, μήτε νὰ φροντίζης διὰ τάς σαρκικάς ὀχλήσεις. Ἀφοῦ λοιπὸν «ἐπιθυμεῖ ἡ σὰρξ κατὰ τοῦ πνεύματος, τὸ δὲ πνεῦμα κατὰ τῆς σαρκός, ταῦτα δὲ ἀλλήλοις ἀντίκειται», πρόσεχε μήπως μὲ τὸ νὰ ὑπερπαχύνης τὴν σάρκα προσφέρης πολλὴν ἐξουσίαν εἰς τὸ κατώτερον. Διότι ὅπως εἰς τάς κλίσεις τῶν ζυγῶν, ἐὰν μὲν παραφορτώσης τὴν μίαν πλάστιγγα, ἐξάπαντος θὰ κάμης ἐλαφροτέραν τὴν ἀπέναντί της, ἔτσι καὶ εἰς τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχήν, ὁ πλεονασμὸς τοῦ ἑνὸς κατ’ ἀνάγκην ἐπιφέρει τὴν ἐλάττωσιν τοῦ ἄλλου. Διότι, ὅταν τὸ σῶμα εὐεργετῆται καὶ βαρύνεται μὲ τὴν πολυσαρκίαν, κατ’ ἀνάγκην ὁ νοῦς γίνεται ἀδρανὴς καὶ ἄτονος κατὰ τάς ἐνεργείας του. Ὅταν ὅμως ἡ ψυχὴ εἶναι ὑγιὴς καὶ ἐξυψώνεται πρὸς τὸ ὕψος πού τῆς ἁρμόζει μὲ τὴν μελέτην τῶν ἀγαθῶν, εἶναι ἑπόμενον νὰ μαραίνεται ἡ σωματικὴ ἕξις».