Ματθ. κε΄6

                                                              ΚΕΙΜΕΝΟ

«Μέσης δέ νυκτος κραυγή γέγονεν· ἰδού ὁ νυμφίος ἔρχεται, ἐξέρχεσθε εἰς ἀπάντησιν αὐτοῦ»       

                                                           ΕΡΜΗΝΕΙΑ  

 «Κατά δέ τό μεσονύκτιον ἠκούσθη μεγάλη φωνή· Ἰδού ὁ γαμβρός ἔρχεται· ἐβγᾶτε νά τόν προϋπαντήσετε». ( Ἀπό τήν «ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας» τοῦ Π.Ν.Τρεμπέλα, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»).

                                                               ΣΧΟΛΙΟ
    «Ἡ  νύχτα ἔχει προχωρήσει πολύ. Οἱ δέκα παρθένες τῆς παραβολῆς, πέντε φρόνιμες καὶ πέντε μωρές, περιμένουν ὅλες νὰ ἔρθει ὁ Νυμφίος, γιὰ νὰ τὸν προϋπαντήσουν καὶ ὑποδεχθοῦν. Ἐκεῖνος ὅμωςς ἀργεῖ νὰ φανεῖ. Ὅλες οἱ παρθένες νύσταξαν καὶ ἀποκοιμήθηκαν. Εἶναι μεσάνυχτα. Ξαφνικὰ κραυγὴ δυνατὴ ἀκούγεται. «Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται. Ἐξέρχεσθε εἰς ἀπάντησιν αὐτοῦ». Καὶ ἡ κραυγὴ αὐτὴ σὰν ἐγερτήριο σάλπισμα ἔδιωξε τὸν ὕπνο ἀπὸ τὶς παρθένες. Ὅλοι προσπαθοῦν νὰ εὐτρεπισθοῦν, γιὰ νὰ ὑποδεχθοῦν ἄξια τὸν ἀναμενόμενο Νυμφίο.
      Ἀλλά ἀμέσως ἔγινε αἰσθητὴ ἡ διάκριση μεταξὺ τῶν πέντε φρόνιμων καὶ τῶν πέντε μωρῶν παρθένων. Ἡ κάθε μιὰ εἶχε καὶ ἀπὸ ἕνα λύχνο. Στὴν ἀρχὴ τῆς νύχτας ἦταν ἀναμμένοι οἱ λύχνοι καὶ τῶν δέκα παρθένων. Τώρα ὅμως, τὰ μεσάνυχτα, ἔπρεπε νὰ τοὺς τροφοδοτήσουν μὲ νέο λάδι. Ἐνῶ λοιπὸν οἱ πέντε φρόνιμες εἶχαν προνοήσει καὶ εἶχαν μαζί τους ἀρκετὴ ποσότητα γιὰ ὥρα ἀνάγκης, οἱ πέντε μωρές, τί κρίμα! βλέπουν τοὺς λύχνους ἕτοιμους νὰ σβήσουν. Τότε ἀντιλαμβάνονται ὅτι ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ λάδι, ἀλλὰ δὲν εἶχαν προνοήσει γι’ αὐτό. Ἡ κραυγὴ ἀκούγεται ἐπιτακτικὴ καὶ βιαστική. «Ἐξέρχεσθε εἰς ἀπάντησιν» τοῦ Νυμφίου! Ὤ, πῶς θὰ τὸν ὑποδεχθοῦν οἱ μωρὲς παρθένες μὲ σβησμένα τὰ λυχνάρια τους; Πῶς θὰ τὶς ἀναγνωρίσει ὁ Νυμφίος μέσα στὸ σκοτάδι, γιὰ νὰ τὶς βάλει στὸν νυμφώνα;
       Νά, ὁ Νυμφίος ἔφθασε. Ἔνδοξος καὶ λαμπρὸς μπῆκε στὸν ὁλοφώτεινο νυμφώνα καὶ μαζί του μπῆκαν καὶ οἱ πέντε φρόνιμες παρθένες. Ἀλλά οἱ μωρές; Ὤ, αὐτές!…
       Κτυποῦν ἀργὰ τὴν πόρτα τοῦ νυμφώνα καὶ ζητοῦν νὰ τοὺς ἀνοίξει ὁ οἰκοδεσπότης. Ἡ πόρτα εἶναι πιὰ κλειστή. Δὲν θὰ ἀνοίξει ποτέ. Καὶ ποτὲ δὲν θὰ μποῦν κι αὐτὲς μέσα. Θὰ μείνουν λοιπὸν γιὰ πάντα ἔξω ἀπό τὸν νυμφώνα, στὸ σκοτάδι, μακριὰ ἀπό τὸν Νυμφίο, χωρὶς ἐλπίδα… Ὤ, οἱ μωρὲς παρθένες! Ἄν εἶχαν ὑπολογίσει, πρὶν ἀποκοιμηθοῦν, ὅτι κάποια στιγμὴ θὰ ἀκουσθεῖ ἡ φωνή, «ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται• ἐξέρχεσθε εἰς ἀπάντησιν αὐτοῦ!», σίγουρα θὰ φρόντιζαν νὰ προμηθευτοῦν ἔγκαιρα λάδι κι αὐτές,γιὰ νὰ μὴ σβήσουν οἱ λύχνοι τους. Τώρα ὅμως εἶναι ἀργά, γιατί ἔχει δοθεῖ τὸ κάλεσμα «Ἐξέρχεσθε εἰς ἀπάντησιν αὐτοῦ».
«Ἐξέρχεσθε εἰς ἀπάντησιν αὐτοῦ»
      Μήπως νομίζεις, ἀδελφέ μου, ὅτι ἡ παραβολὴ αὐτὴ εἶναι ξένη καὶ ἄσχετη μὲ ἐμᾶς; Ὤ, ὄχι. Ἡ θεία αὐτὴ παραβολὴ κρύβει μεγάλη καὶ σπουδαία ἀλήθεια γιὰ ὅλους μας. Παρθένες, ἀδελφέ μου, εἶναι οἱ ψυχές μας ποῦ περιμένουν τὸν οὐράνιο Νυμφίο, τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, νὰ ἔρθει καὶ πάλι στὴ γῆ κριτὴς ζώντων καὶ νεκρῶν. Ὅπως ὅμως οἱ δέκα παρθένες δὲν ἦταν ὅλες φρόνιμες, ἀλλὰ πέντε ἀπὸ αὐτὲς ἦταν μωρές, ἔτσι καὶ οἱ μυριάδες τῶν ἀνθρώπων δὲν φροντίζουν ὅλοι νὰ ἔχουν ἔργα ἀρετῆς, ἔργα ἀγάπης καὶ ἁγιότητας, γιὰ νὰ τὰ ἐμφανίσουν τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως, ἀφοῦ μὲ βάση αὐτὰ θὰ μᾶς καλέσει ὁ Θεὸς νὰ εἰσέλθουμε στὴν οὐράνια βασιλεία Του. Δυστυχῶς ὑπάρχουν καὶ ἄνθρωποι ποὺ μοιάζουν μὲ τὶς μωρὲς παρθένες. Ἀπερίσκεπτοι καὶ ἀσύνετοι, ψυχροὶ καὶ ἀδιάφοροι, ἀφήνουν νὰ περνᾶ ὁ χρόνος τῆς ζωῆς τους, χωρὶς νὰ φροντίζουν καθόλου νὰ προμηθευθοῦν καὶ ἀποθησαυρίσουν «ἔλαιον» καλῶν ἔργων καὶ ἐνάρετων πράξεων, ποὺ χωρὶς ἄλλο θὰ ζητήσει ἀπὸ ὅλους μας ὁ Θεός. Περνοῦν τὴ ζωή τους σὰν νὰ κοιμοῦνται βαριά, μὲ πλήρη ἀδιαφορία γιὰ τὸ αἰώνιο μέλλον τους. Δὲν θυμοῦνται, δὲν θέλουν νὰ θυμοῦνται ποτὲ τοὺς τὸ θάνατο. Δὲν σκέφτονται ὅτι ὁ θάνατος δὲν εἶναι ἐκμηδένιση καὶ ἐξαφάνιση, ἀλλὰ ἕνας μακρὺς ὕπνος. Λησμονοῦν τελείως ὅτι θὰ ἔρθει στιγμὴ ποὺ μὲ τὴν  ἀρχαγγελική  σάλπιγγα  θὰ  διακηρυχθεῖ στοὺς νεκροὺς δλῶν ὅλων τῶν αἰώνων τὸ ἐγερτήριο πρόσταγμα: «Ἐξέρχεσθε εἰς ἀπάντησιν αὐτοῦ». Καὶ τότε δίκαιοι καὶ ἄδικοι, πιστοὶ καὶ ἄπιστοι, εὐσεβεῖς καὶ ἀσεβεῖς, θὰ ξυπνήσουν ἀπὸ τὸν ὕπνο τοῦ θανάτου καὶ θὰ ἀναστηθοῦν. Θὰ γίνει ὅμως καὶ τότε δραματικὸς χωρισμὸς μεταξὺ ὅλων τῶν ἀνθρώπων παρόμοιος μὲ τῶν φρονίμων καὶ μωρῶν παρθένων. Οἱ πιστοὶ καὶ εὐσεβεῖς, ποὺ ἐργάσθηκαν τὴν ἀρετή, θὰ ἀναστηθοῦν «εἰς ἀνάστασιν ζωῆς». Ἀντίθετα, αὐτοὶ ποὺ μοιάζουν μὲ τὶς μωρὲς παρθένες θὰ ἀναστηθοῦν «εἰς ἀνάστασιν κρίσεως» (Ἰωαν.ε’ 29). Θὰ μείνουν ἔξω ἀπὸ τὴν οὐράνια βασιλεία. Μακριὰ ἀπὸ τὸ ἄνεσπερο φῶς τῆς μακαριότητας καὶ τῆς ἀπέραντης εὐδαιμονίας τοῦ Θεοῦ.
      Βλέπεις, ἀδελφέ μου, τὰ τρομερὰ ἀποτελέσματα τῆς ἀδιαφορίας γιὰ τὸ αἰώνιο μέλλον μας; Βλέπεις ποὺ θὰ καταντήσουν ὅσοι περνοῦν τὴ ζωή τους, χωρὶς νὰ ἀναλογίζονται ὅτι θὰ ἀκουσθεῖ μία ἡμέρα «ἐν φωνῇ ἀρχαγγέλου καὶ ἐν σάλπιγγι Θεοῦ» (Α’ Θεσσ. δ’ 16) τὸ «ἐξέρχεσθε εἰς ἀπάντησιν αὐτοῦ»;

       Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, φιλάνθρωπε καὶ πανάγαθε, ἀνεξίκακε καὶ μακρόθυμε, μὴ μὲ ἀφήσεις νὰ κυριευθῶ ἀπό τὸ θανατηφόρο ὕπνο τῆς ἁμαρτίας. Φώτισε τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου «μὴποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον» πνευματικὸ καὶ αἰώνιο. Ἄς μὴ μὲ καταλάβει ποτέ, Κύριε, ὁ θανατηφόρος νυσταγμὸς τῆς ἀδιαφορίας καὶ ἀμέλειας. Δῶσε μου τὴ χάρη Σου καὶ τὸν σωτήριο φωτισμό Σου νὰ περνῶ τὶς ἡμέρες τῆς ζωῆς μου μὲ τὴν ἀναμονὴ τῆς φωνῆς: «Ἐξέρχεσθε εἰς ἀπάντησιν» τοῦ οὐράνιου Νυμφίου. Γιατί, Κύριέ μου, πρὶν τὸ τέλος τοῦ κόσμου καὶ τὴ δευτέρα Σου παρουσία ἔρχεσαι γιὰ τὸν καθένα μας τὴν ὥρα τοῦ θανάτου του. Τότε μᾶς καλεῖς νὰ φύγουμε ἀπό αὐτὸ τὸν κόσμο καὶ νὰ ἐμφανισθοῦμε ἐνώπιόν Σου, γιὰ νὰ προαπολαύσουμε τὶς συνέπειες τῶν ἔργων μας. Ναί, Κύριέ μου, ἀξίωσέ με τότε νὰ μὲ παραλάβεις μαζί Σου στὸν θεῖο νυμφώνα τῆς οὐράνιας βασιλείας Σου ὑμνητή του ἐλέους Σου καὶ λάτρη ταπεινό της Θεότητάς Σου. Ἀμήν.» ( Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀρχ.Χριστοφ.Παπουτσοπούλου «ΛΟΓΟΙ ΠΑΡΑΚΛΗΣΕΩΣ», ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»).