“Πρόσεχε σεαυτω” Ε

Μ.Βασιλείου ὁμιλία εἰς τό «Πρόσεχε σεαυτῷ», παρ. 5 (συνέχεια Ε)
Ἡ μετάφραση εἶναι παρμένη ἀπό τόν 6ο τόμο «Μεγάλου Βασιλείου ἔργα», τῶν ἐκδόσεων
ΕΠΕ

«5. Δὲν θὰ μοῦ ἐπαρκέση ἡ ἡμέρα νὰ διηγοῦμαι καὶ τὰ κατορθώματα τῶν συνεργῶν εἰς τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν δύναμιν τοῦ προστάγματος, πόσον καλὰ ἁρμόζει εἰς ὅλους. «Πρόσεχε σεαυτῷ». Νὰ εἶσαι νηφάλιος, σκεπτικός, φύλαξ τῶν παρόντων καὶ προνοητικὸς διὰ τὰ μέλλοντα. Μὴ ἀφήνης νὰ σοῦ διαφύγη τὸ παρὸν ἐξ αἰτίας τῆς ὀκνηρίας καὶ μὴ λαμβάνης σὰν δεδομένην τὴν ἀπόλαυσιν αὐτῶν ποὺ μήτε ὑπάρχουν καὶ ποὺ τυχὸν δὲν θὰ ὑπάρξουν, ὡσὰν νὰ τὰ ἔχης εἰς τὰ χέρια σου. Ἤ μήπως δὲν ὑπάρχει ἐκ φύσεως ἡ ἀρρώστια αὐτὴ εἰς τοὺς νέους, δηλαδὴ τὸ νὰ νομίζουν μὲ τὴν ἐλαφρότητα τῆς γνώμης, ὅτι κατέχουν κιόλας αὐτὰ πού ἐλπίζουν; Διότι ὅταν κάποτε ἠρεμήσουν ἤ κατὰ τὴν νυκτερινὴν ἡσυχίαν, πλάθουν μὲ τὴν φαντασίαν ἀνύπαρκτα πράγματα μεταφερόμενοι εἰς ὅλα μὲ τὴν εὐκολίαν τῆς σκέψεως, μὲ τὸ νὰ φαντάζωνται βίον  περίοπτον,  λαμπροὺς γάμους, εὐτεκνίαν, βαθειὰ γεράματα, τιμάς ἀπό ὅλους. Ἔπειτα, ἐπειδὴ δὲν ἠμποροῦν νὰ σταματήσουν πουθενὰ τάς ἐλπίδας, ἀλαζονεύονται δι’ αὐτὰ ποὺ θεωροῦνται μεγάλα μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Ἀποκτοῦν καλὰ καὶ μεγάλα σπίτια. Ἀφοῦ τὰ γεμίσουν μὲ διάφορα κειμήλια, περιφράττουν τόσην γῆν, ὅσην εἰς αὐτοὺς ἡ ματαιότης τῶν λογισμῶν ἔχει ἀποκόψει ἀπό ὁλόκληρον τὴν κτίσιν. Πάλιν τὰ πλούσια εἰσοδήματα ἀπό αὐτὴν τὰ ἀποθηκεύουν εἰς τάς ἀπόθηκας τῆς ματαιοδοξίας. Κοντὰ εἰς αὐτὰ προσθέτουν ζῶα, ἀπειράριθμον πλῆθος δούλων, πολιτικὸς ἐξουσίας, ἡγεμονίας ἐθνῶν, ἀξίωμα στρατηγοῦ, πολέμους, νίκας καὶ αὐτὴν ἀκόμη τὴν βασιλείαν. Ὅλα αὐτὰ ἀφοῦ τὰ διέτρεξαν μὲ τάς κούφιας φαντασίας τῆς διανοίας, νομίζουν, λόγω τῆς ἄκρας μωρίας, ὅτι ἀπολαμβάνουν, ὡσὰν νὰ εἶναι κιόλας παρόντα καὶ κείμενα ἐμπρὸς εἰς τὰ πόδια των, αὐτὰ ποὺ ἔχουν ἐλπισθῆ. Τὸ νὰ βλέπη ὄνειρα κανεὶς ἐνῶ τὸ σῶμα εἶναι ἄγρυπνον, τοῦτο εἶναι ἀρρώστια ἀκαμάτου καὶ ὀκνηρᾶς ψυχῆς. Ὁ λόγος τῆς Γραφῆς διὰ νὰ καταπιέζη λοιπὸν αὐτὴν τὴν ἀποχαύνωσίν τοῦ νοῦ καὶ τὸν πυρετὸν τῶν λογισμῶν καὶ διὰ νὰ ἀναχαιτίζη, ὡσὰν μὲ κάποιον χαλινόν, τὴν ἀστάθειαν τῆς διανοίας, παραγγέλλει τὸ μεγάλο καὶ σοφὸν τοῦτο παράγγελμα· «σεαυτῷ, λέγει, πρόσεχε». Νὰ μὴ φαντάζεσαι τὰ ἀνύπαρκτα, ἀλλά νὰ οἰκονομῆς τὰ παρόντα πρὸς τὸ συμφέρον. Νομίζω δὲ ὅτι ὁ νομοθέτης διὰ νὰ ἀποβάλη καὶ ἐκεῖνο τὸ πάθος ἀπό τὴν συνήθειαν ἐχρησιμοποίησε τὴν ἰδὶαν παραίνεσιν. Ἐπειδὴ εἶναι εὔκολον πρᾶγμα εἰς τὸν καθένα ἀπό μᾶς νὰ περιεργάζεται τὰ ξένα παρὰ νὰ σκέπτεται τὰ ἰδικά του, διὰ νὰ μὴ παθαίνωμεν αὐτό, σταμάτησε, λέγει, νὰ περιεργάζεσαι τὰ κακὰ τοῦ τάδε, μὴ δίδης ἀργοσχολίαν εἰς τοὺς λογισμοὺς νὰ ἐξετάζουν τὴν ξένην ἀσθένειαν, ἀλλά «σεαυτῶ πρόσεχε». Δηλαδὴ νὰ στρέφης τὸ ὄμμα τῆς ψυχῆς σου εἰς τὴν ἔρευναν τοῦ ἑαυτοῦ σου. Διότι πολλοί, σύμφωνα μὲ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου, «τὸ μὲν κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ κατανοοῦσι, τὴν δὲ ἐν τῷ οἰκείῳ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐκ ἐμβλέπουσι». Μὴ παύσης λοιπὸν νὰ διερευνᾶς τὸν ἑαυτόν σου, ἂν ἡ ζωή σου προχωρῆ σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολήν. Νὰ μὴ ἐξετάζης ὅμως τὰ ἐξωτερικά, μὴ τυχὸν ἠμπορέσης νὰ ἀνακαλύψης ψεγάδι κάποιου, ὅπως ἐκεῖνος ὁ ἀκατάδεκτος καὶ ἀλαζονικὸς φαρισαῖος, ποὺ ἐδικαίωνε τὸν ἑαυτόν του καὶ ἐξευτέλιζε τὸν τελώνην. Ἀλλά μὴ παραλίπης νὰ αὐτοανακρίνεσαι, μὴ τυχὸν διέπραξες κάποιο ἁμάρτημα κατὰ τοὺς στοχασμούς, μὴ ἡ γλῶσσα ἐσφαλεν εἰς κάτι τί μὲ τὸ νὰ προτρέξη τῆς διανοίας, μὴ εἰς τὰ ἔργα τῶν χεριῶν σου ἔχει πραχθῆ κάτι ἀπό τὰ ἀκούσια. Καὶ ἐὰν εἰς τὴν ζωὴν σου εὕρης νὰ εἶναι πολλὰ τὰ ἁμαρτήματα (καὶ ἐξάπαντος θὰ εὕρης ἀφοῦ εἶσαι ἄνθρωπος), λέγε τὰ λόγια τοῦ τελώνου· «ὁ Θεός, ἰλάσθητι μοὶ τῷ ἁμαρτωλῷ» .
Πρόσεχε, λοιπόν, τὸν ἑαυτόν σου. Αὐτὸς ὁ λόγος θὰ σοῦ χρησιμεύση σὰν κάποιος καλὸς σύμβουλος ποὺ ὑπενθυμίζει τὰ ἀνθρώπινα καὶ ὅταν λαμπρὰ εὐημερῆς καὶ ὅταν ὁλόκληρος ἡ ζωὴ κυλᾶ κατὰ τὴν φυσικὴν φοράν τῶν πραγμάτων. Ἀλλ’ ὅμως καὶ ὅταν πιέζεσαι κάτω ἀπό δυσκόλους περιστάσεις, εὐκαιριακῶς θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ ἐπαναλαμβάνεται εἰς τὴν καρδίαν, ὥστε μήτε λόγῳ ἐπάρσεως νὰ ἐπαρθῆς εἰς ὑπερβολικὴν ἀλαζονείαν, μήτε ἀπό ἀπελπισίαν νὰ καταρρεύσης εἰς χυδαίαν μελαγχολίαν. Ὑπερηφανεύεσαι διὰ τὸν πλοῦτον, καὶ καυχᾶσαι διὰ τοὺς προγόνους, καὶ χαίρεσαι διὰ τὴν πατρίδα καὶ τὸ σωματικὸν κάλλος καὶ διὰ τάς τιμάς πού δέχεσαι ἀπό ὅλους; «Πρόσεχε σεαυτῷ», διότι εἶσαι θνητός· «χῶμα εἶσαι καὶ εἰς τὸ χῶμα θὰ πᾶς». Κύτταξε τριγύρω αὐτοὺς ποὺ πρὶν ἀπό ἐσέ ἔχουν δοκιμασθῆ εἰς τάς ὁμοίας καυχήσεις. Ποῦ εἶναι αὐτοὶ πού εἶχαν περιβληθῆ τάς πολιτικάς ἐξουσίας; Ποῦ εἶναι οἱ ἀκαταμάχητοι ρήτορες; Ποῦ εἶναι οἱ ὀργανωταί τῶν πανηγύρεων; Οἱ λαμπροὶ ἱπποκόμοι, οἱ στρατηγοί, οἱ σατράπαι, οἱ τύραννοι;  Δὲν ἔγιναν ὅλοι σκόνη; Δὲν εἶναι ὅλοι ἕνα παραμύθι; Δὲν διατηρεῖται ἡ ἀνάμνησις τῆς ζωῆς των εἰς τὰ ὀλίγα κόκκαλα; Σκύψε εἰς τοὺς τάφους μήπως ἠμπορέσης καὶ διακρίνης ποῖος εἶναι ὁ δοῦλος καὶ ποῖος ὁ κύριος, ποῖος ὁ πτωχὸς καὶ ποῖος ὁ πλούσιος; Ξεχώρισε, ἐὰν ἠμπορῆς, τὸν αἰχμάλωτον ἀπό τὸν βασιλέα, τὸν ἰσχυρὸν ἀπό τὸν ἀδύνατον, τὸν ὄμορφον ἀπὸ τὸν ἄσχημον. Ἐφόσον λοιπὸν ἐνθυμῆσαι τὴν φύσιν σου δὲν θὰ ἀλαζονευθῆς ποτέ. Θὰ ἐνθυμῆσαι ὅμως τὸν ἑαυτόν σου, ὅταν προσέχης τὸν ἑαυτόν σου.»