Παροιμ. κγ’ 26

ΚΕΙΜΕΝΟ 

 «Δός μοι, υἱέ, σήν καρδίαν, οἱ δέ σοί ὀφθαλμοί ἐμάς ὁδούς τηρείτωσαν»

 ΕΡΜΗΝΕΙΑ

    «Δός μου, χάρισέ μου, παιδί μου, τήν καρδιά σου, ὁλόκληρον τόν ἑαυτόν σου, ὥστε νά κατοικήσω μέσα σου, τά δέ μάτια σου ἄς προσέχουν μόνον τάς ἐντολάς μου καί ὄχι τήν ματαιότητα τοῦ κόσμου» ( Ἀπό τήν «Παλαιά Διαθήκη μετά συντόμου ἑρμηνείας», τ.10ος, ἔκδοση  Ο ΣΩΤΗΡ»).

ΣΧΟΛΙΟ     

    «Ἡ φωνὴ τοῦ Ἰησοῦ: «Δὸς μοι, υἱέ, σὴν καρδίαν». Ἐγώ, παιδί μου, σοῦ ἔδωσα τὴν καρδιά,γιὰ νὰ ἀγαπᾶς, καὶ τὸ λογικό,γιὰ νὰ σκέφτεσαι. Κάθε διανοητικὸ ἡ σωματικὸ προσόν, ἐγώ σοῦ τὸ χάρισα. Ὅ,τι καλὸ διαθέτεις, δικό Μου δῶρο εἶναι. Ὅ,τι καλὸ κάνεις, μὲ τὴ δική Μου χάρη καὶ δύναμη τὸ πετυχαίνεις. Δῶσε μου λοιπόν, παιδί μου,τὴν καρδιά σου. Τὴν καρδιὰ πού σοῦ ἔδωσα, γιὰ νὰ μὲ ἀγαπᾶς. Ἀγάπησέ Με μὲ ὅλη σου τὴ δύναμη. «Δὸς μοι, υἱέ, σὴν καρδίαν». Δὲν θέλω νὰ σοῦ τὴ στερήσω. Ὄχι! Θέλω νὰ τὴν τιμήσω ἀκόμη πιὸ πολύ. Δῶσε μου τὴν καρδιά σου, γιὰ νὰ κατοικῶ μόνιμα σ’ αὐτὴν Ἐγώ καὶ ὁ Πατέρας μου καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Σοῦ τὸ ἔχω ξαναπεῖ, «ἐὰν τὶς ἀγαπᾶ με… καὶ ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα καὶ μονὴν παρ’ αὐτῷ ποιήσομεν» (Ἰωάν. ιδ’ 23). Δός μου λοιπόν, παιδί μου, τὴν καρδιά σου. «Δὸς μοι, υἱέ, σὴν καρδίαν».
     Ἡ φωνὴ τοῦ πιστοῦ: Σύ, Κύριε, κατοικεῖς στὸν οὐρανό. Ἐκεῖ εἶναι ὁ θρόνος Σου, θρόνος «μέγας λευκός» (Ἀποκ. η’ 11), ἀστραπηβόλος, μέσα στὸ ἄδυτο καὶ ἀπρόσιτο φῶς τοῦ οὐρανοῦ. Σὺ λοιπὸν θὰ κατοικήσεις στὴ σάρκινη καρδιὰ τοῦ δημιουργήματός Σου; Σὺ δὲν χωρᾶς στὸ σύμπαν, ἀφοῦ ὑπάρχεις πρὶν ἀπὸ αὐτὸ καὶ εἶσαι ὁ Δημιουργός του. Σὺ ἐπαναπαύεσαι σὲ θρόνο χερουβικό. Σὲ περιστοιχίζουν τὰ πανένδοξα Σεραφείμ, τὰ ὁποῖα καλύπτουν τὸ πρόσωπό τους, γιατί δὲν ἀντέχουν στὴν ὑπερβολικὴ λαμπρότητα τῆς θεικῆς Σου δόξας. Πῶς λοιπὸν θὰ ἀντέξει ἡ καρδιά μου, Κύριε, νὰ βαστάξει Ἐσένα, τὸν Βασιλιὰ τῆς δόξας; Ἀναζήτησε, Κύριε, ἄλλο τόπο καὶ ἄλλο μέρος, γιὰ νὰ κατοικήσεις· ὄχι στὴν καρδιά μου.
    Ἡ φωνὴ τοῦ Ἰησοῦ : Ὄχι, παιδί μου, ὄχι. «Δὸς μοι, υἱέ, σὴν καρδίαν». Αὐτή μοῦ εἶναι πιὸ ἀγαπητὴ ἀπό τούς φωτεινοὺς θόλους τοῦ οὐρανοῦ. Αὐτὴ εἶναι πιὸ πολύτιμη ἀπό ὅλους τους θησαυροὺς τῆς γῆς καὶ ὁλόκληρου τοῦ κόσμου. Ἡ καρδιά σου, παιδί μου! Ἡ ἀθάνατη ψυχή σου! Δὲν ἐπιθυμῶ νὰ κατοικῶ στὰ καλλιμάρμαρα μέγαρα τῶν ἀσεβῶν, οὔτε μὲ ἑλκύουν οἱ πολυτέλειες τοῦ κόσμου. Μέσα στὴν καρδιά σου, στὸ βάθος τῆς ψυχῆς σου, ἐκεῖ θέλω νὰ μείνω. Νὰ μὲ φιλοξενεῖς σύ, ὅσο θὰ βρίσκεσαι στὴ ζωή, γιὰ νὰ σὲ ἔχω Ἐγώ αἰώνια μαζί Μου στὸν οὐρανό. «Δὸς μοι, υἱέ, σὴν καρδίαν».
      Ὅταν ἦρθα στὴ γῆ ὡς ἄνθρωπος, γιὰ νὰ σὲ σώσω, οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης μὲ ἀγνόησαν. Δὲν ἐκτίμησαν τὴν ἀγάπη μου. Δὲν μοῦ ἔδωσαν τὴν καρδιά τους, γιὰ νὰ κατοικήσω σ’ αὐτή. Οὔτε ἕνα σπίτι δὲν μοῦ παραχώρησαν. Μιὰ σκοτεινὴ καὶ ψυχρὴ σπηλιὰ μόνο Μοῦ πρόσφεραν. Σὲ ξύλινη φάτνη ἀναπαύτηκε τὸ βρεφικό Μου σῶμα. Ἀλλά τώρα θέλω, ποθῶ καὶ ἐπιθυμῶ πολὺ δυνατὰ νὰ μείνω, νὰ μένω συνέχεια, στὴν καρδιά σου. «Δὸς μοι, υἱέ, σὴν καρδίαν».
  Ἡ φωνὴ τοῦ πιστοῦ: Τὴν καρδιά μου! Ἀλλά, Κύριέ μου, αὐτή μοιάζει μὲ τὸ σταῦλο τῆς Βηθλεέμ. Σπήλαιο σκοτεινὸ γεμάτο ἀπὸ κακίες καὶ πονηρὶες εἶναι, Κύριε, ἡ ταλαίπωρη ψυχή μου. Αὐτὴ λοιπὸν ζητᾶς; Αὐτὴ δὲν εἶναι μεγαλόπρεπο ἀνάκτορο. Κρύβει μέσα της ὄγκο δυσβάσταχτο ἀπὸ ἁμαρτίες. Ποῦ θὰ μείνεις, Κύριε; Ἡ ἁμαρτωλὴ συμπεριφορά μου θὰ σὲ πικραίνει. Ἡ ψυχή μου «ὅλη ἔρημος καὶ καταπεσοῦσά ἐστι, καὶ οὐκ ἔχεις παρ’ ἐμοί τόπον ἄξιον τοῦ κλῖναι τὴν κεφαλήν». Πάρε ὅ,τι ἄλλο πολὺ ἤ λίγο ἔχω. Πάρε τοὺς θησαυρούς μου ὅλους. Σοῦ τὰ δίνω εὐχαρίστως• ὄχι ὅμως τὴν καρδιά μου. Δὲν ἀξίζει, γιὰ νὰ κατοικήσεις Σύ, Κύριε. Σὺ «ὁ ἐν ἁγίοις ἀναπαυόμενος»…
      Ἡ φωνὴ τοῦ Ἰησοῦ : Παιδί μου, ἐπιμένω. Θέλω, ἀπαιτῶ νὰ μοῦ προσφέρεις τὴν καρδιά σου, γιὰ νὰ κατοικήσω. Ναί! «Δὸς μοι, υἱέ, σὴν καρδίαν».
      Ἡ φωνὴ τοῦ πιστοῦ: Κύριέ μου, ἀφοῦ τόσο πολὺ ἀγαπᾶς τὴν καρδιά μου καὶ μοῦ τὴ ζητᾶς τόσο ἐπίμονα, πάρ’ τὴν λοιπὸν ἔτσι ὅπως εἶναι. Ντρέπομαι γιὰ τὴν ἀσχήμια της. Πάρ’ τὴν ὁλόκληρη. Μέσα στὸ βάθος τῶν κακιῶν της διατηρεῖ τὸν πόθο Σου καὶ τὴν ἀγάπη Σου. Πάρ’ τὴν καὶ μὲ τὴ χάρη Σου μετάτρεψέ την σὲ κῆπο τῆς Ἐδέμ. Κάνε νὰ τὴν δροσίζουν οἱ αὖρες τοῦ Πνεύματός Σου. Δῶσε νὰ τὴν ποτίζει ὁ ποταμὸς τοῦ ἐλέους Σου. Καὶ κάθε φορὰ ποὺ θὰ μὲ δέχεσαι νὰ προσέρχομαι στὴ μυστική Σου τράπεζα ἀξίωνέ με νὰ κοινωνῶ Ἐσένα, «τὸν οὐράνιον Ἄρτον, τὴν τροφὴν τοῦ παντὸς κόσμου», τὸν Σωτήρα μου καὶ Λυτρωτή μου καὶ Θεό μου, τὸν λατρευτό μου Ἰησοῦ. Τότε, σύμφωνα μὲ τὰ θεῖα Σου λόγια, θὰ μένεις «Σὺ ἐν ἐμοί καὶ ἐγώ ἐν Σοί». Κύριέ μου, τί ἄλλο θέλω; Τί ἄλλο μπορῶ νὰ ἐπιθυμήσω; Μοῦ ζητᾶς τὴν καρδιά μου. Πάρ’ την, Κύριε, ὁλόκληρη καὶ γίνε Σωτήρας της, Βασιλιάς της, Θεός της. Ἀμήν.» ( Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀρχ.Χριστοφ.Παπουτσοπούλου «ΛΟΓΟΙ  ΠΑΡΑΚΛΗΣΕΩΣ», ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»).