Μεγάλου Βασιλείου Ὁμιλία «Περί φθόνου» παρ.1 Α
Ἡ μετάφραση εἶναι παρμένη ἀπό τόν 6ο τόμο τῶν ἔργων τοῦ Μ.Βασιλείου, σ. 133,135, ἔκδοση ΕΠΕ
«1. Ὁ Θεὸς εἶναι ἀγαθὸς καὶ παρέχει ἀγαθὰ εἰς τοὺς ἀξίους. Ὁ διάβολος εἶναι πονηρὸς καὶ δημιουργὸς κάθε κακίας. Καὶ ὅπως εἰς τὸν ἀγαθὸν ἀκολουθεῖ ἡ ἔλλειψις φθόνου, ἔτσι εἰς τὸν διάβολον ἀκολουθεῖ ὁ φθόνος. Ἄς φυλαχθοῦμεν λοιπόν, ἀδελφοί, ἀπό τὸ πάθος τοῦ φθόνου διὰ νὰ μὴ γίνωμεν κοινωνοὶ τῶν ἔργων τοῦ διαβόλου καὶ εὑρεθοῦμεν νὰ καταδικαζώμεθα συγχρόνως μὲ τὴν ἰδὶαν καταδίκην. Διότι ἐάν αὐτὸς ποῦ ἔχει ἄλαζονευθη εὑρίσκεται εἰς τὸ κρίμα τοῦ διαβόλου, τότε πῶς ὁ φθονερὸς θὰ ξεφύγη τὴν τιμωρίαν ποῦ ἔχει ἕτοιμασθη διὰ τὸν διάβολον; Διότι εἰς τᾶς ψυχᾶς τῶν ἀνθρώπων δὲν φυτρώνει κανένα πάθος ὄλεθριωτερον ἀπό τὸν φθόνον. Αὐτὸ ποὺ ἐλάχιστα λυπεῖ τοὺς ἔξω, εἶναι τὸ πρώτον καὶ συγγενὲς κακὸν εἰς τὸν κάτοχον. Διότι ὅπως ἡ σκωρίασις φθείρει τὸν σίδηρον, ἔτσι ὁ φθόνος φθείρει τὴν ψυχὴν ποὺ τὴν κατέχει. Ἤ καλύτερα ὅπως οἱ ὀχιὲς λέγουν ὅτι γεννῶνται μὲ τὸ νὰ τρώγουν ἐσωτερικὰ τὴν κοιλίαν ποὺ τάς ἐκυοφόρησεν 1, ἔτσι καί ὁ φθόνος φυσικὰ κατατρώγει τὴν ψυχὴν ποὺ τὸν ἐγκυμονεῖ. Ὁ φθόνος εἶναι λύπη διὰ τὴν εὐτυχίαν τοῦ πλησίον. Διά τοῦτο ἀπό τὸν φθονερὸν οὐδέποτε λείπουν ἀθυμίαι, οὐδέποτε αἱ κακοκεφιές. Ἔκαμε πολλὰ γεννήματα τὸ χωράφι τοῦ πλησίον; Ἔχει ἐπάρκεια τὸ σπίτι ἀπό ὅλα τὰ ἀγαθὰ τῆς ζωῆς; Πάντοτε εἶναι χαρούμενος ὁ ἄνθρωπος; Ὅλα αὐτὰ εἶναι τροφὴ διὰ τὴν ἀρρώστιαν καὶ πρόσθετος πόνος διὰ τὸν φθονερόν. Ὥστε κατὰ τίποτε νὰ μὴ διαφέρη ἀπό τὸν γυμνὸν ἄνθρωπον ποὺ ἀπό ὅλους πληγώνεται. Εἶναι κάποιος γενναῖος; Ἔχει καλὴν ὑγείαν; Αὐτὰ πληγώνουν τὸν φθονερόν. Ἄλλος εἶναι πιὸ ὄμορφος; Τοῦτο εἶναι ἄλλη πληγή διὰ τὸν φθονερόν. Ὑπερέχει κάποιος ὡς πρὸς τὰ προτερήματα τῆς ψυχῆς ἀπό τούς πολλούς; Εἶναι περίβλεπτος καὶ ζηλεύεται διὰ τὴν σύνεσιν καὶ τὴν δύναμιν τοῦ λόγου; Ἄλλος εἶναι πλούσιος καὶ ἐπιδίδεται λαμπρὰ εἰς δοσίματα καὶ εἰς κοινωνίαν πρὸς τοὺς πτωχοὺς καὶ ἐπαινεῖται πολὺ ἀπό τούς εὐεργετουμένους; Ὅλα αὐτὰ εἶναι πληγαί καὶ τραύματα ποὺ τοῦ κτυποῦν κατάμεσα τὴν καρδίαν. Καὶ ἡ δυσκολία τῆς ἀσθενείας εἶναι ὅτι δὲν ἠμπορεῖ οὔτε κὰν νὰ τὴν ὀνομάση. Ἀλλ’ ὅμως σκύβει, καὶ εἶναι κατηφής, τὰ ἔχει χαμένα, κλαίει μεγαλόφωνα καὶ ἀπό τὸ κακὸν εἶναι χαμένος. Ὅταν δὲ ἐρωτᾶται διὰ τὸ πάθος, ἐντρέπεται νὰ ὁμολογήση τὴν συμφορὰν ὅτι εἶμαι φθονερὸς καὶ πικρὸς καὶ μὲ συντρίβουν τὰ καλὰ τοῦ φίλου, ὀδύρομαι διὰ τὴν χαρὰν τοῦ ἀδελφοῦ καὶ δὲν ὑποφέρω νὰ βλέπω τὰ ξένα καλά, ἄλλα θεωρῶ συμφορὰν τὴν εὐτυχίαν τοῦ πλησίον μου. Πράγματι αὐτὰ θὰ ἠμποροῦσε νὰ εἴπη, ἐὰν θὰ ἤθελε νὰ ὁμολογήση τὴν ἀλήθειαν. Ἐπειδὴ τίποτε ἀπό αὐτὰ δὲν θέλει νὰ ἐξομολογηθῆ, κρατᾶ κατάβαθα τὴν ἀσθένειαν, ἡ ὁποία τοῦ σιγολυώνει καὶ κατατρώγει τὰ σπλάγχνα.