Μεγάλου Βασιλείου ὁμιλία «Περὶ φθόνου» πάρ.2 ( συνέχεια Β)
Ἡ μετάφραση εἶναι παρμένη ἀπὸ τὸν 6ο τόμο τῶν ἔργων τοῦ Μ.Βασιλείου, σ. 133-135, ἔκδοση ΕΠΕ
"3. Λοιπὸν τί πιὸ ἄθλιον ἀπό τὴν ἀσθένειαν αὐτὴν θὰ ἠμποροῦσε νὰ ὑπάρξη; Εἶναι καταστροφὴ τῆς ζωῆς, κακοποίησις τῆς φύσεως, ἔχθρα αὐτῶν πού μᾶς χαρίζει ὁ Θεός, ἐναντίωσις πρὸς τὸν Θεόν. Τί ἦταν ἐκεῖνο πού ἐξαγρίωσε τὸν ἀρχέκακον διάβολον εἰς τὸν πόλεμον ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων; Δὲν ἦταν ὁ φθόνος, διὰ τοῦ ὁποίου καὶ ἀπεδείχθη φανερὰ ὅτι εἶναι θεομάχος μὲ τὸ νὰ δυσανασχετῆ ἀφ’ ἐνὸς ἐναντίον τοῦ Θεοῦ διὰ τὴν μεγαλοδωρεάν του πρὸς τὸν ἄνθρωπον καὶ μὲ τὸ νὰ ἐκδικῆται ἀφ’ ἑτέρου τὸν ἄνθρωπον, ἀφοῦ δὲν ἠμποροῦσε νὰ ἐκδικηθῆ τὸν Θεόν; Τὰ ἴδια ἀκριβῶς ἀποδεικνύεται νὰ κάμνη καὶ ὁ Κάιν. Αὐτὸς ὑπῆρξεν ὁ πρῶτος μαθητὴς τοῦ διαβόλου, διότι ἀπό αὐτὸν ἐδιδάχθη τάς δυὸ ἀδελφάς ἀδικίας, τὸν φθόνον καὶ τὸν φόνον. Αὐτάς συνέδεσε καὶ ὁ Παῦλος μὲ τὸ νὰ εἰπῆ· «εἶναι γεμᾶτοι ἀπό φθόνον καὶ φόνον». Τί ἦταν αὐτὸ πού ἔκαμε λοιπόν; Εἶδε τὴν τιμὴν ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ καὶ ἄναψεν ἀπό τὴν ζήλειάν του. Ἐφόνευσεν αὐτὸν ποὺ ἐτιμήθη, διὰ νὰ προσβάλη αὐτόν ποὺ τὸν ἐτίμησεν. Ἀδυνατῶν δηλαδὴ νὰ θεομαχήση, διέπραξε τὴν ἀδελφοκτονίαν. Ἄς ἀποφεύγωμεν, ἀδελφοί, τὴν ἀρρώστιαν ποὺ εἶναι διδάσκαλος τῆς θεομαχίας, μητέρα τῆς ἀνθρωποκτονίας, ἀνατροπὴ τῆς φύσεως παραγνώριση τῆς συγγενείας, παράλογος συμφορά. Διατὶ λυπεῖσαι, ἄνθρωπέ μου, ἐνῶ δὲν ἔπαθες κανένα κακόν; Διατὶ καταπολεμᾶς αὐτὸν πού κατέχει ὀλίγα ἀγαθά, χωρὶς νὰ ἔχη ἀφαιρέσει κάτι ἀπό τὰ ἰδικά σου; Ἐάν μάλιστα ἀγανακτῆς, ὅταν ἀκόμη εὐεργετῆσαι, δὲν φθονεῖς κατάματα τὴν ἰδικήν σου ὠφέλειαν; Τέτοιος ὑπῆρξεν ὁ Σαούλ, ὁ ὁποῖος τάς ὑπερβολικάς εὐεργεσίας τά μετέβαλεν εἰς αἰτίαν τοῦ πολέμου ἐναντίον τοῦ Δαβίδ. Πρῶτα ἀφοῦ μὲ τὴν παναρμόνιον ἔκεινην καὶ θείαν μουσικὴν ἔγινε καλὰ ἀπό τὴν μελαγχολίαν, ἐπροσπάθησε μὲ τὸ δόρυ νὰ διατρυπήση τὸν εὐεργέτην του. Ἔπειτα μαζὶ μὲ τὸν στρατὸν του ἐγλύτωσεν ἀπό τούς ἐχθροὺς καὶ ἀπηλλάγη ἀπό τὴν ἐντροπήν εἰς τὴν περίπτωσιν τοῦ Γολιάθ. Ἐπειδὴ ὅμως κατὰ τὰ ἐπινίκια αἱ χορεύτριαι ἀπέδωσαν τὸ δεκαπλάσιον τῆς αἰτίας τῶν γεγονότων εἰς τὸν Δαβίδ, «ἐφόνευσεν ὁ Δαβὶδ τάς μυριάδας του, ἀλλά ὁ Σαοὺλ τάς χιλιάδας του», διὰ μίαν τέτοιαν φωνὴν καὶ διὰ τὴν μαρτυρίαν ποὺ ὀφείλει τὴν ὑπαρξὶν της εἰς τὴν ἰδὶαν τὴν πραγματικότητα, ἐπροσπάθησε πρῶτα μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια καὶ ἀπό ἐνέδραν νὰ τὸν φονεύση. Ἔπειτα τὸν ἔκαμε νὰ γίνη φυγάς, ἂλλ’ οὔτε ἔτσι ἐσταμάτησε τὴν ἔχθραν του. Τέλος ἐξεστράτευσεν ἐναντίον του μὲ τρεῖς χιλιάδας ἐπιλέκτους στρατιώτας καὶ τὸν ἀναζητοῦσεν εἰς τάς ἐρημίας . Ἐάν δὲ κάποιος τὸν ἐρωτοῦσε διὰ τὴν αἰτίαν τοῦ πολέμου, ἐξάπαντος θὰ ἠμποροῦσε νὰ ἀναφέρη τάς εὐεργεσίας τοῦ ἀνδρός! Αὐτὸς βέβαια καὶ ὅταν ἀκόμη κατὰ τὸν καιρὸν ποὺ ἔκαμε τὴν καταδίωξιν συνελήφθη ἀπό τὸν Δαβίδ, ἐνῶ ἐκοιμᾶτο καὶ ἦταν ἐμπρὸς εἰς τὸν ἐχθρόν ἕτοιμος διὰ τὴν σφαγὴν καὶ διεσώθη πάλιν ἀπό τὸν δίκαιον, ὁ ὁποῖος ἀπέφυγε νὰ βάλη χέρι ἐπάνω του, δὲν ἐλύγισεν οὔτε κάτω ἀπό μίαν τέτοιαν εὐεργεσίαν. Ἀλλά πάλιν συνεκέντρωνε στρατὸν καὶ πάλιν τὸν κατεδίωκε, μέχρις ὅτου καὶ διὰ δευτέραν φοράν συνελήφθη ἀπό τὸν ἴδιον εἰς τὸ σπήλαιον. Καὶ ἀπέδειξε πιὸ λαμπρὰ τὴν ἀρετήν αὐτοῦ καὶ ἔκαμε πιὸ φανεράν τὴν πονηρὶαν τοῦ Σαούλ. Ὁ φθόνος εἶναι ἕνα δυσκολομεταχείριστον εἶδος ἔχθρας. Διότι αἱ εὐεργεσίαι τοὺς μὲν κατὰ διάφορον τρόπον ἐμπαθεῖς τούς κάμνει πιὸ ἥμερους, τὸν φθονερὸν ὅμως καὶ τὸν κακοήθη ἡ εὐεργεσία τὸν ἐξερεθίζει ἀκόμη περισσότερον. Καὶ ὅσον περισσότερα ἐπιτυγχάνει, τόσον περισσότερον ἀγανακτεῖ καὶ στενοχωρεῖται καὶ δυσανασχετεῖ. Περισσότερον δηλαδὴ λυπεῖται διὰ τὴν δύναμιν τοῦ εὐεργέτου παρὰ εὐγνωμονεῖ δι’ αὐτὰ ποὺ γίνονται εἰς αὐτόν. Ποῖον θηρίον δὲν ξεπερνοῦν εἰς τὴν σκληρότητα τῶν τρόπων; Ποῖον ἀπό τὰ ἀνήμερα ζῶα δὲν ὑπερβαίνουν εἰς ἀγριότητα; Οἱ σκύλοι ἐξημερώνονται μὲ τὴν τροφὴν καὶ τὰ λεοντάρια γίνονται ἥμερα μὲ τὴν περιποίησιν. Οἱ φθονεροὶ ὅμως ἐξαγριώνονται ἀκόμη περισσότερον μὲ τάς περιποιήσεις.»