Ἰωάννη η΄12

ΚΕΙΜΕΝΟ

    «Πάλιν οὔν αὐτοίς ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησε λέγων` ἐγώ εἰμι τό φῶς τοῦ κόσμου` ὁ ἀκολουθῶν ἐμοί οὐ μή περιπατήση ἐν τή σκοτία, ἄλλ΄ἐξει τό φῶς τῆς ζωῆς.»

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

    «Πάλιν λοιπόν ὡμίλησε πρός αὐτούς ὁ Ἰησοῦς καί τούς εἶπε  Ἐγώ εἶμαι τό φῶς ὄχι μόνον τῶν Ἰουδαίων, ἄλλ ὁλοκλήρου του κόσμου. Ἐκεῖνος πού με ακολουθεῖ μέ πλήρη ἐμπιστοσύνην καί ἐλπίδα καί μέ πρόθυνον ὑπακοήν εἰς τούς λόγους μου, δέν θά περιπατήση οὔτε θά εὑρεθῆ ποτέ εἰς στό σκότος τῆς πλάνης καί τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά θά ἔχη μέσα τοῦ τό ζωηφόρον καί πνευματικόν φῶς , πού προέρχεται ἀπό τήν ἀληθινήν ζωήν, τόν Θεό.»

 ΣΧΟΛΙΟ 

     Ἦταν μεγάλη γιορτή στά Ἱεροσόλυμα. Πανηγύρι! Πλήμμυρα ὁ κόσμος. Ἄπο κάθε γωνιά τῆς Παλαιστίνης, ἄπ’ τά πέρατα τῆς γῆς, ὅλοι οἱ εὐσεβεῖς Ἑβραῖοι, ἦταν συναθροισμένοι ἔκει.
    Καί στό ἀποκορύφωμα τῆς γιορτῆς, ἔκει στίς αὐλές τοῦ Ναοῦ, πού ὁ κόσμος λιτάνευε πανηγυρικά, ἔψαλλε μέ ἱερό ἐνθουσιασμό κι ἔφερνε νερό ἄπ’ τήν πηγή τοῦ Σιλωάμ γιά νά κάνει σπονδή, ὁ Κύριος ὑψώνει τό ἀνάστημα καί μιλᾶ μέ ξεχωριστῆ σοβαρότητα, ὅσο καί μέ δυνατή σταθερή φωνή.
    «Ἔαν τίς διψά, ἔρχεσθω πρός μέ καί πινέτω» Ἔαν ἔχει κανείς δίψα ψυχῆς, ἔαν ποθεῖ μέ λαχτάρα καί ὥραιο καί μεγάλο καί ἱερό, ἅς ἔρθει κοντά μου! Θά τοῦ προσφέρω ἔγω πλοῦτο ἀδαπάνητο θείων χαρίτων νά πίνει ἀδιάκοπα, νά ξεδιψᾶ, νά εὐφραίνεται… Μάλιστα, ἐκεῖνος πού θά μέ πλησιάσει καί θά μοῦ δοθεῖ, ὄχι μονάχα ὁ ἴδιος θά χορτάσει καί θά ἱκανοποιηθεῖ, μά θά σκορπίζει καί γύρω τοῦ τή δροσιά καί τή χάρη. Αὐτό εἶναι πού «εἶπεν ἡ γραφή»: «ποταμοί ἐκ τῆς κοιλίας αὔτου ρεύσουσιν ὕδαιος ζώνιος». Θά ξεπηδήσουν ἄπ’ τήν ψυχή του σάν ποτάμια πλούσια κι ὁρμητικά θεῖες εὐλογίες. Θά τά δροσίζει ὅλα γύρω του, ὅπου περνᾶ ὁ μαθητής μου, ὁ πιστός μου.
    Ἦταν προαγγελία αὐτό γιά τήν θαυμαστή ἔκχυση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού θά γινόταν τήν Πεντηκοστή. Ἦταν ὑπόσχεση γιά τή ζωή τῆς Χάριτος, πού θ’ ἀξιώνονταν νά γευθοῦν οἱ Χριστιανοί.
    Τά πλήθη ἔμειναν ἄφωνα. Κοίταζαν ἐκστατικά τόν Κύριο πού μιλοῦσε. Τό βλέμμα τοῦ σεμνό, σταθερό, τούς ἀγκάλιαζε ὅλους, τούς στήριζε, τούς ἔπειθε. Ἡ καρδιά τούς αἰσθανόταν γλυκοχάραμα Παραδείσου, ἔνιωθε τυλιγμένη σέ νεφέλη θεϊκῆς στοργῆς, ἀνέπνεε γαλήνη, δροσιά ἐλπίδας καί λυτρωμοῦ. Ἀκόμα καί κάποια συνοφρυωμένα πρόσωπα χαλάρωναν, ἡμέρευαν. Κάποια βλοσυρά βλέμματα γλύκαιναν ἀνεπαίσθητα, γίνονταν λίγο-λίγο στοχαστικά, ἀκουμποῦσαν μέ δέος κι ἀπόλυτη ἐπανάπαυση στην Ἀγία Μορφή Του.
    -«Οὗτος ἔστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης»! «Αὐτός πού εἶπε ὁ Μωυσῆς νά τόν περιμένουμε! Αὐτός εἶναι, δίχως ἄλλο!», ψιθύρισε κάποιος στόν διπλανό του.
    -Εἶναι ὁ προφήτης! μετέφερε κι ἐκεῖνος τό μεγάλο μυστικό.
    -Τί λέτε; Εἶπαν ἄλλοι πιό θερμοί, πιό ζωηρά συγκινημένοι. «Οὗτος ἔστιν ὁ Χριστός» Ὁ Ἴδιος ὁ Μεσσίας εἶναι αὐτός πού ἔχουμε μπροστά μας!
    Ὡστόσο ἄλλοι, δύσπιστοι αὐτοί, διαφώνησαν καί μέ τίς δυό ἀπόψεις.
    -Ἀδύνατο! εἶπαν. «Μή ἐκ τῆς Γαλιλαῖος ὁ Χριστός ἔρχεται;». Τοῦτος ὁ Ραββί εἶναι Γαλιλαῖος – τό ξέρουμε δά. Ἀλλά ὁ Χριστός δέ θά ‘ρθει ἀπό κεῖνα τά μέρη. Εἴμαστε σίγουροι γί  αὐτό. Δέν ἔχει πεῖ ἡ Γραφή πώς θά κατάγεται ἄπ’ τό γένος τοῦ Δαβίδ καί μάλιστα «ἀπό  Βηθλεέμ τῆς κώμης;». Τί εἶναι αὐτά, λοιπόν, πού λέτε!…
    Ἄρχισε διαμάχη «ἐν τῷ ὄχλῳ δι’ αὐτόν», ἐξαιτίας Του, γύρω ἀπό τό σεπτό Πρόσωπό Του, ἔνω Ἐκεῖνος – ὅπως φαίνεται – ἀναγκάσθηκε ν’ ἀποτραβηχθεί.
    Ὁ λαός παρέες-παρέες συνέχιζε νά συζητᾶ ζωηρά. Ἄλλοι μιλοῦσαν, ἄλλοι ἄκουγαν. Μόνο ὁρισμένοι ἔμεναν ἄπραγοι, ἐκστατικοί, σάν ἀφηρημένοι. Τί ἔπρεπε νά κάνουν τώρα; Αὐτοί ἦταν ἐγκάθετοι τῶν Φαρισαίων! Αὐτοί εἶχαν ἔρθει, ὄχι γιά ν’ ἀκούσουν μά γιά νά Τόν συλλάβουν. Κι ὅμως, «οὐδείς ἐπέβαλεν ἔπ’ αὐτόν τᾶς χείρας». Κανείς δέ βρῆκε τή δύναμη νά κινήσει τά χέρια ἐναντίον Του. Ἔνιωθαν αἰχμαλωτισμένοι ἀπό τά λόγια, τή χάρη, τήν πνοή Του. Ἔμειναν καθηλωμένοι, ἀνίσχυροι γιά τό παραμικρό. Γύρισαν πίσω «πρός τούς ἀρχιερεῖς καί Φαρισαίους», ἄπ’ ὅπου εἶχαν λάβει ἐντολές.
    -Ποῦ εἴναι’ τός; ρώτησαν ἐκεῖνοι μέ ἀγωνία, μέ μάτια ἀνήσυχα κι ἀπαιτητικά. Γιατί δέ μας τόν φέρατε; Δέ σας εἴχαμε δώσει ρητή ἐντολή; Ἡ μήπως δέν τόν εἴδατε ποῦ κήρυττε δημόσια; Τί σας δυσκόλεψε, λοιπόν;
    -Αὐτό ἀκριβῶς. Ποῦ Τόν ἀντικρίσαμε, πού τόν ἀκούσαμε. Μίλησαν σοβαρά ἐκεῖνοι, μέ τήν κατάνυξη ἀκόμα ζωγραφισμένη στή μορφή. Τί νά σᾶς ποῦμε. «Οὐδέποτε οὕτως ἔλαλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος». Τέτοια θεϊκά λόγια, τέτοιο φῶς, τόσο ἐπιβάλλον… Δέν ἔχει ἀκουσθεῖ ποτέ ἄλλος ραββί νά μιλᾶ ἔτσι…
    Κι ἔνω στό Συνέδριο φούντωνε συζήτηση ἔντονη γύρω ἄπ’ τήν πιό πολυσυζητημένη Μορφή τῶν αἰώνων, Ἐκεῖνος στό Ναό πάλι εἶχε ὑψώσει τή φωνή καί διακήρυττε
    -«Ἐγώ εἶμαι τό Φῶς ὄλου τοῦ κόσμου! Ὅποιος μέ ἀκολουθήσει δέ θά γευθεῖ ἀβεβαιότητα καί ἀγωνία σκοταδιοῦ, ἄλλα θά κατέχει τό φῶς τό ἀληθινό, πού δίνει τή ζωή».
     Ποτάμια κατακλυσμικά δροσιᾶς καί ζωῆς. Φῶς ὑπεράφθονο, καταρρακτῶδες, πού λούζει τήν ψυχή, τήν ὥρα`ζεῖ, τήν εὐφραίνει, τή ζωογονεῖ.
Ποῦ εἶναι λοιπόν;
    Ἔδω! Στήν Ἐκκλησία, στό Χριστό! Δέ βλέπετε στό τέμπλο τή σεπτή μορφή Του ποῦ σας κοιτᾶ διαπεραστικά; Δέν Τόν ἀκοῦτε πού ἐπαναλαμβάνει τό «Ἐγώ εἴμι τό φῶς τοῦ κόσμου…». «Ἔαν τίς διψά, ἔρχεσθω πρός μέ». Δέ σας ἀφύπνισαν οἱ πλούσιες, θερμές φωνές τῶν Χριστιανῶν, πού ψάλλουν σήμερα εὐφρόσυνα κι εὐγνώμονα? «εἴδομεν τό φῶς τό ἀληθινόν, ἔλαβομεν πνεῦμα ἐπουράνιον»!
    "Ὤ, σήμερα εἶναι Πεντηκοστή! Γιορτάζουμε «προθεσμίαν ἐπαγγελίας καί ἐλπίδος συμπλήρωσιν». Ξαναζοῦμε τή μεγάλη στιγμή πού εἶχε ὑποσχεθεῖ ὁ Χριστός, τή στιγμή
ποῦ ἡ ἐλπίδα ἔγινε πιά γεγονός!
    Τό φῶς καί ἡ χάρη ξεχύνονται ἀσυγκράτητα στόν κόσμο. Τά δωρήματα τοῦ Πνεύματος καί ἔρχονται ἀπαλά στίς δεκτικές ψυχές.
    Ἄφεση ἁμαρτιῶν, εἰρηνευμένες συνειδήσεις, ξεκάθαροι στόχοι, πλούτη καλοσύνης, ὁρμή ἀγώνα, ἄνεμος δημιουργίας, γλυκασμός ἀρετῆς, γεύση αἰώνιας, ἀληθινῆς ζωῆς!
    "Ὤ Κύριε! Κοντά Σου στ’ ἀλήθεια ξεδιψοῦμε! Βρίσκουμε φῶς! Παίρνουμε ζωή!
Μέσα στήν Ἐκκλησία Σου σήμερα αἰσθανόμαστε τή πνοή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐπιβεβαιώνουμε τή θεία ἐπιφοίτησή Του. Ζοῦμε Πεντηκοστή!
    "Ὤ Κύριε! Βοήθησέ μας πάντοτε νά μένουμε κοντά Σου. Ποτέ μήν ξεγελαστοῦμε κι ἀναζητήσουμε μέσα σέ σκοτάδια θολές πηγές. Εὐδόκησε νά πορευόμαστε μέσα στό φῶς καί τή δροσιά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος παντοτινά. Ἀξίωσέ μας νά σκορποῦμε γύρω φλόγα Πεντηκοστῆς, μέ σθένος νά φωνάζουμε στήν ἐποχή μας- «Ὁ διψῶν, ἔρχεσθω»! στό Χριστό, στήν Ἐκκλησία! «Καί πινέτω…».(Ἀπό τό βιβλίο ¨Κάθε Κυριακή ἕνα μήνυμα!¨ σ.σ. 27-29, ¨ΕΚΔΟΣΗ ¨ΣΩΤΗΡ¨)