Μάρκου δ’ 40

ΚΕΙΜΕΝΟ

 «Καί εἶπεν αὐτοιῖς· τί δειλοί ἐστε οὕτω;πῶς οὐκ ἔχετε πίστιν;»

ΕΡΜΗΝΕΙΑ 

    «Καί εἶπεν εἰς αὐτούς· Διατί εἶσθε τόσον δειλοί, ὥστε νά τά χάνετε; Ἀφοῦ τόσα θαύματα μέ εἴδατε νά κάνω, πῶς δέν ἔχετε πίστιν ἀκλόνητον, ὥστε νά μή ἀνησυχῆτε, ὅταν μέ ἔχετε πλησίον σας;» ( Ἀπό τήν «ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ ΜΕΤΑ ΣΥΝΤΟΜΟΥ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ’ τοῦ Π.Ν.Τρεμπέλα,  ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»)

ΣΧΟΛΙΟ

    «Ἔπειτα ἀπὸ ἐξαιρετικῶς κοπιαστικὴν ἡμέραν, ὁ Κύριος διαπλέει μὲ τοὺς δώδεκα Ἀποστόλους τὴν θάλασσαν τῆς Γεννησαρὲτ διὰ νά ἔλθῃ εἰς τὴν ἀντικρυνήν παραλίαν. Ἀλλ’ εἶναι τόσος ὁ κόπος του ἀπὸ τὴν συνεχῆ διδασκαλίαν, ὥστε καθήμενος εἰς τὴν πρύμνην τοῦ πλοίου παραδίδεται εἰς ὕπνον βαθύν. Ἰδοὺ ὅμως ὅτι ἄνεμος ἰσχυρὸς ἀρχίζει νά ταλαιπωρῇ τὸ μικρὸν πλοῖον. Τὰ κύματα ἄγρια τὸ κτυποῦν καὶ ἀπειλοῦν ἀπὸ στιγμῆς εἰς στιγμὴν νά τὸ καταποντίσουν. Οἱ μαθηταὶ φοβοῦνται, ἀγωνιοῦν. Δέν θὰ ἤθελαν κατ’ οὐδένα τρόπον νά  ἐνοχλήσουν τὸν Διδάσκαλον. Ἀλλ’ ἡ ὥρα περνᾶ. Ὁ κίνδυνος μεγαλώνει. Τὶ θὰ γίνη; Φοβισμένοι καὶ ἀγωνιῶντες  τὸν ἐξυπνοῦν: «Διδάσκαλε, οὐ μέλει σοι ὅτι ἀπολλύμεθα;». Δέν σὲ νοιάζει, δέν βλέπεις ὅτι κινδυνεύομεν ἀπὸ στιγμῆς εἰς στιγμὴν νά καταποντισθῶμεν;
    Ὤ, οἱ καλοὶ μαθηταί! Ἐπάνω εἰς τὸν κίνδυνον εἶχαν λησμονήσει τὴν μεγάλην ἀλήθειαν ὅτι «οὐ νυστάξει οὐδὲ ὑπνώσει ὁ φυλάσσων τὸν Ἰσραήλ» (Ψαλμ. ρκ’ 4). Δέν εἶχαν ἀκόμη τὴν φωτεινὴν πίστιν ὅτι ὁ Θεὸς παρακολουθεῖ τοὺς ἰδικοὺς του ἀνθρώπους, ἡμέραν καὶ νύκτα, παντοδύναμος προστάτης καὶ βοηθός.
    «Οὐ μέλλει σοι..». Ἀλλ’  ἦλθε τώρα ἡ σειρὰ τοῦ Κυρίου να ὁμιλήση. Ἀνεπηρέαστος ἀπὸ τοὺς κλυδωνισμοὺς τοῦ μικροῦ πλοίου, θεοπρεπὴς καὶ ἐπιβλητικός, ἀπευθύνει τὴν παντοδύναμον προσταγὴν του πρὸς τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως: «Σιώπα, πεφίμωσο». Ἄνεμε, ποὺ ἐξεχύθης ἀσυγκράτητος καὶ ἐξεγείρεις τὰ κύματα, παῦσε να φυσᾶ. Καὶ σύ, θάλασσα, ἡ ὁποία μουγκρίζεις καὶ ζητεῖς νά καταπίῃς τοὺς μαθητάς μου, γίνε βουβή!. Καὶ ἡ παντοδύναμος προσταγὴ γίνεται παρευθὺς πραγματικότης…
    Οἱ μαθηταὶ περιπίπτουν εἰς ἔκπληξιν καὶ θαυμασμὸν βαθύν. Ὁ φόβος των ἀπὸ τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως μεταβάλλεται τώρα εἰς φόβον εὐλαβικόν ἀπὸ τὴν παρουσίαν τοῦ παντοδυνάμου ἐξουσιαστοῦ τῆς φύσεως. Ὅταν ἔπειτα θὰ ἐπανέφερον εἰς τὸν νοῦν των τὴν σκηνὴν ἐκείνην, τὸν φόβον καὶ τὴν δειλίαν των ἀπὸ τὴν τρικυμίαν, καὶ θὰ ἀνελογίζοντο τὴν μεγαλειώδη συμπεριφορὰν τοῦ Διδασκάλου καὶ τὴν παντοδύναμον προσταγὴν του πρὸς τὸν ἄνεμον καὶ τὴν θάλασσαν, θὰ εὕρισκαν πόσον δίκαιον εἶχεν ὁ Κύριος, ὅταν τοὺς εἶπε: «τὶ δειλοὶ ἐστε οὕτω; πῶς οὐκ ἔχετε πίστιν;». Διατὶ εἶσθε τόσον δειλοί; Διατὶ δέν ἔχετε ἐπαρκῆ πίστιν εἰς τὴν παντοδυναμίαν μου; Διατὶ δέν ἐμπιστεύεσθε τὸν ἑαυτὸν σας εἰς τὴν ἀγάπην μου; Ἀφοῦ ἤμην ἑγὼ εἰς τὸ πλοῖον, πῶς ἐφαντάσθητε ὅτι ἧτο δυνατὸν νά πάθετε κακόν;
     «Τὶ δειλοὶ ἐστε; πῶς οὐκ ἔχετε πίστιν;»
    Ὢ ἀδελφέ μου, τὸ ἴδιον αὐτὸ παθαίνομεν καὶ ἡμεῖς πολλὲς φορές. Ἐλησμόνησαν τότε οἱ μαθηταί, τὸ λησμονοῦμεν ὅμως πολλάκις καὶ ἡμεῖς. Ὅταν αἱ θύελλαι τοῦ βίου ξεσποῦν μὲ μανίαν καὶ νομίζωμεν ὅτι τὰ πάντα δι ἡμᾶς εἶναι πλέον χαμένα, λησμονοῦμεν ὅτι ἄνωθέν μας ὑπάρχει ὁ οὐράνιος Πατήρ, ποὺ μᾶς ἔχει δώσει ρητὴν τὴν διαβεβαίωσιν: «οὐ μὴ σὲ ἀνῶ, οὐδ’ οὐ μὴ σε ἐγκαταλίπω» (Ἑβρ. ιγ’ 5). Δέν θὰ σὲ ἀφήσω ἀπροστάτευτον εἰς τὴν ὥραν τῆς θλίψεως, δέν θὰ σὲ ἐγκαταλείψω ἀβοήθητον εἰς τὴν ὥραν τῆς ἀνάγκης. Καὶ ὅταν πόλεμοι αἱματοκυλίουν τὰ ἔθνη καὶ ἀκοαὶ πολέμων δημιουργοῦν ἀναστάτωσιν μεταξὺ τῶν λαῶν, λησμονοῦμεν καὶ τότε τὴν παραγγελίαν του: «μὴ θροεῖσθε» (Ματθ. κδ’ 6). Μὴ ταράττεσθε, μὴ ἀγωνιᾶτε. Τὰ λησμονοῦμεν ὅλα αὐτὰ καὶ μὲ τὴν ψυχὴν ἀνήσυχον καὶ γεμάτην ἀπὸ ἀγωνίαν καταφεύγομεν εἰς τὸν Κύριον, ποὺ φαίνεται ὅτι κοιμᾶται καὶ ἀδιαφορεῖ τάχα διὰ τὰ ὅσα μᾶς συμβαίνουν καὶ τοῦ Λέγομεν: «Διδάσκαλε, οὐ μέλλει σοι ὅτι ἀπολλύμεθα;».
    Ὁ Θεὸς ὅμως, καὶ ἂν φαίνεται ὅτι κοιμᾶται, πάντοτε εἶναι εἰς τὸ πλευρὸν μας. Καὶ ὅταν κρίνῃ, θὰ μεταστρέψῃ τὸν ροῦν τῶν πραγμάτων. Καὶ ἐκεῖ ὅπου ἡμεῖς ἐνομίζαμεν ὅτι ὑπάρχει ἀδιέξοδον καὶ ὅτι ἀπειλεῖται καταστροφή, ἐκεῖνος θὰ μᾶς χαρίζῃ τὴν γαλήνην καὶ τὴν ἡσυχίαν. Εἰς τὴν προσταγὴν του ὑπακούουν αἱ δυνάμεις τῆς φύσεως. Τίποτε ἀπολύτως δέν ἠμπορεῖ νά ἀντισταθῇ εἰς τὴν παντοδυναμίαν του. Καὶ ὅταν ἀκόμη ἡ θέλησις τῶν ἀνθρώπων ἀντιστρατεύεται εἰς τὸ ἰδικὸν του ἅγιον θέλημα, εὑρίσκει ἐκεῖνος μὲ τὴν πανσοφίαν του ἀπείρους τρόπους, διὰ νά ματαιώση τὰ σχέδια τῶν κακῶν ἀνθρώπων καὶ νά βγάλη ἀπὸ τὸ πικρὸν γλυκὺ καὶ ἀπὸ τὸ κακὸν νά δημιουργῆ καλόν. Ἕνα μόνον ζητεῖ ἀπὸ ἡμᾶς• να ἔχωμεν βαθεῖαν καὶ ζωη-ράν τὴν πεποίθησιν, ὅτι αὐτός, ὡς ἀπόλυτος κύριος καὶ ἐξουσιαστής, διευθύνει τὸ σύμπαν καί, μὲ τὴν πίστιν αὐτήν, νά καταφεύγωμεν εἰς αὐτὸν διὰ τῆς προσευχῆς.

    Παντοδύναμε καὶ πανάγαθε Κύριε, κυβερνῆτα τοῦ κόσμου, κύπτομεν εὐλαβῶς ἐνώπιον τῆς Μεγαλωσύνης σου καὶ ὁμολογοῦμεν ὅτι σὺ μόνος κυβερνᾷς καὶ ἐξουσιάζεις τὸ σύμπαν, καὶ εἰς σὲ καταφεύγομεν, τὸν Κύριον καὶ ἐξουσιαστήν τοῦ παντός. Φώτισε, Κύριε, τοὺς λαοὺς διὰ νά ὑποτάσσονται εἰς τὸ ἰδικόν σου πανάγιον θέλημα. Μὴ ἀφήνης, Κύριε, εἰς τὴν ψυχὴν μας να κυριαρχῆ ἡ ὀλιγοπιστία καὶ ὁ φόβος διὰ τὸ μέλλον.  Ἀξίωνέ μας νά ἐμπιστευώμεθα ἐξ ὁλοκλήρου «ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους καὶ πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν» εἰς τὴν στοργικὴν καὶ πανάγαθον προστασίαν σου. Εἰρήνευσε, Κύριε, τοὺς λαοὺς καὶ δῶσε ὥστε ἀπὸ τὰ στόματα καὶ τάς ψυχὰς ὅλων τῶν ἀνθρώπων νά ἀναπέμπεται ἡ προσκύνησις καὶ ἡ δοξολογία πρὸς σέ, τὸν αἰώνιον βασιλέα καὶ κυβερνήτην τοῦ κόσμου.   Ἀμήν.