Μεγάλου Βασιλείου Ὁμιλία «Περί φθόνου» παρ.1 Α
Ἡ μετάφραση εἶναι παρμένη ἀπό τόν 6ο τόμο τῶν ἔργων τοῦ Μ.Βασιλείου, σ. 133,135, ἔκδοση ΕΠΕ
«4. Τί ἦταν ἐκεῖνο πού κατέστησε δοῦλον τὸν γενναῖον Ἰωσήφ; Ὄχι ὁ ἀδελφικὸς φθόνος; Ἐδῶ ἀξίζει μάλιστα νὰ θαυμάση κανεὶς τὸν παραλογισμὸν τῆς ἀρρώστιας! Ἐπειδὴ δηλαδὴ ἐφοβήθησαν τὴν πραγματοποίησιν τῶν ὀνείρων, ἔκαμαν δοῦλον τὸν ἀδελφόν, μὲ τὴν ἰδέαν ὅτι δὲν θὰ ἐπροσκυνεῖτο ποτὲ δοῦλος. Καὶ ὅμως, ἐάν τὰ ὄνειρα εἶναι ἀληθινά, ποῖον ἐμπόδιον θὰ ὑπάρξη, ὥστε νὰ μὴ πραγματοποιηθοῦν αὐτὰ πού ἔχουν προλεχθῆ; Ἐάν τὰ ὁράματα τῶν ὀνείρων εἶναι ψευδῆ, τότε ἀντὶ ποίου φθονεῖται αὐτὸ πού δὲν ἐπραγματοποιήθη; Τώρα ὅμως ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ τοὺς ἀνατρέπει τὸ ἐπινόημα των. Διότι μ’ αὐτὰ πού ἐνόμιζαν ὅτι ἐμποδίζουν τὴν προφητείαν, μὲ τὰ ἴδια ἐφάνησαν νὰ ἑτοιμάζουν τὴν πραγματοποίησιν. Διότι ἐὰν δὲν εἶχε πωληθῆ δὲν θὰ ἤρχετο εἰς τὴν Αἴγυπτον. Δὲν Θὰ περιέπιπτεν εἰς τὰ ἐπίβουλα σχέδια τῆς ἀνηθίκου γυναικὸς διὰ τὴν ἐγκράτειάν του. Δὲν θὰ ἐρρίπτετο εἰς τὴν φυλακήν, δὲν θὰ ἐγίνετο οἰκεῖος εἰς τοὺς ὑπηρέτας τοῦ φαραώ, δὲν θὰ ἐξηγοῦσε τὰ ὁράματα, ἀπ’ ὅπου ἀνέλαβε τὴν ἐξουσίν τῆς Αἰγύπτου καὶ ἐπροσκυνήθη ἀπό τούς ἀδελφούς του ποὺ ἦλθαν πρὸς αὐτὸν ἐξ αἰτίας τῆς ἐλλείψεως σίτου. Νὰ μεταβῆς μὲ τὴν σκέψιν εἰς τὸν πιὸ μεγάλον φθόνον, ὁ ὁποῖος μάλιστα συνδέεται μὲ πολὺ μεγάλα πράγματα. Εἶναι αὐτὸς ποὺ ἐξεδηλώθη ἐναντίον τοῦ Σωτῆρος ἀπό τὴν μανίαν τῶν Ἰουδαίων. Διατὶ ἐφθονεῖτο; Διά τὰ θαύματά του. Ποῖαι ὅμως ὑπῆρξαν αἱ θαυμασταί πράξεις; Ἡ σωτηρία αὐτῶν ποὺ τὴν ἐχρειάζοντο. Ἔτρεφε τοὺς πεινῶντας καὶ ὁ τροφέας των κατεπολεμεῖτο. Ἀνέσταινε τούς νεκροὺς καὶ ὁ ζωοποιὸς ἐφθονεῖτο. Ἐξεδίωκε τὰ δαιμόνια καὶ αὐτὸς ποὺ τὰ διέτασσε ἐπεβουλεύετο. Ἐκαθάριζε τούς λεπροὺς καὶ ἔκαμε τοὺς χωλοὺς νὰ περιπατοῦν, τοὺς κωφοὺς νὰ ἀκούουν, τοὺς τυφλοὺς νὰ βλέπουν καὶ ὁ εὐεργέτης ἐδιώκετο. Καὶ τελευταῖα παρέδωκαν εἰς τὸν θάνατον αὐτὸν ποὺ ἐχάρισε τὴν ζωὴν ἐμαστίγωναν τὸν ἐλευθερωτὴν τῶν ἀνθρώπων καὶ κατεδίκαζαν τὸν δικαστὴν τοῦ κόσμου. Ἔτσι ἐπέρασεν ἀπό ὅλα τὰ κακὰ τοῦ φθόνου. Καὶ μ’ αὐτὸ τὸ μοναδικὸν ὅπλον ὁ διάβολος, ὁ καταστροφεὺς τῆς ζωῆς μας, αὐτὸς ποὺ χαίρει μὲ τὴν ἀπώλειάν μας, ποὺ ἀπό φθόνον ἔπεσε καὶ μὲ τὸ ἴδιον πάθος μᾶς καταβάλλει, πληγώνει καὶ νικᾶ ὅλους ἀπό τὴν ἀρχὴν τῆς δημιουργίας μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων. Ἄρα ὑπῆρξε σοφὸς αὐτὸς ποὺ δὲν ἐπιτρέπει μήτε νὰ συνδειπνῆ κανεὶς μὲ τὸν φθονερὸν ἄνδρα. Καὶ ἀπό τὴν συναναστροφὴν εἰς τὸ δεῖπνον ὁμιλεῖ δι’ ὁλόκληρον τὴν συμπεριφορὰν εἰς τὴν ζωήν. Διότι, ὅπως φροντίζομεν νὰ ἀπόθετωμεν πολὺ μακρυὰ ἀπό τὴν φωτιὰν τὴν εὔφλεκτον ὕλην, ἔτσι πρέπει, ὅσον ἠμποροῦμεν, νὰ ἀπομακρύνωμεν τάς φιλικάς σχέσεις ἀπό τούς φθονερούς, βγάζοντας ἔξω τοὺς ἑαυτούς μας ἀπό τὰ βέλη τοῦ φθόνου. Διότι διαφορετικὰ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ συνάψωμεν σχέσεις μὲ τὸν φθονερόν, ἐάν δὲν τὸν πλησιάσωμεν μὲ οἰκειότητα. Ἐπειδὴ καὶ σύμφωνα μὲ τὸν λόγον τοῦ Σολομῶντος «ὁ φθόνος εἰς τὸν ἄνθρωπον ἀπό τὸν πλησίον του προέρχεται». Καὶ πράγματι ἔτσι συμβαίνει. Ὁ Σκύθης δὲν φθονεῖ τὸν Αἰγύπτιον, ἀλλά ὁ καθένας τὸν συμπατριώτην του. Ἀλλά καὶ μεταξὺ τῶν συμπατριωτῶν δὲν φθονεῖ αὐτοὺς ποὺ εἶναι ἄγνωστοι, ἀλλά τοὺς πολὺ γνωστούς. Καὶ ἀπό τούς γνωστούς, τοὺς γείτονας καὶ τοὺς συνεπαγγελματίας καὶ αὐτοὺς ποὺ κατὰ διάφορον τρόπον εἶναι οἰκεῖοι. Καὶ ἀπ’ αὐτοὺς πάλιν τοὺς συνομηλίκους, τοὺς συγγενεῖς καὶ τοὺς ἀδελφούς. Καὶ γενικά, ὅπως ἡ καπνιὰ εἶναι χαρακτηριστικὴ ἀσθένεια τοῦ σίτου, ἔτσι ὁ φθόνος εἶναι ἀρρώστια τῆς φιλίας.»