Μεγάλου Βασιλείου «Περί φθόνου» παρ.5
(Ἡ μετάφραση εἶναι παρμένη ἀπό τόν 6ο τόμο τῶν ἔργων τοῦ Μεγάλου Βασιλείου τῶν ἐκδόσων ΕΠΕ)
«5. Ἄς φύγωμεν μακρυὰ ἀπό ἵνα τέτοιο ἀφόρητον κακόν. Εἶναι δίδαγμα φιδιοῦ, διαβολικὴ ἐφεύρεσις, πρόσθετος σπορὰ ἐχθροῦ, ἀρρβών κολάσεως, ἐμπόδιον εἰς τὴν εὐσέβειαν, δρόμος διὰ τὴν κόλασιν, στέρησις τῆς βασιλείας. Οἱ φθονεροὶ δὲ γίνονται κάπως φανεροὶ καὶ ἀπό τὴν ἰδὶαν τὴν ἐμφάνισίν των. Τὸ βλέμμα των εἶναι σκληρὸν καὶ σκοτεινόν, τὸ πρόσωπον σκυθρωπόν, ἡ ψυχὴ διάχυτος ἀπό τὸ πάθος, δὲν διαθέτει τὸ κριτήριον τῆς ἀληθείας διὰ τὰ πράγματα. Δι’ αὐτοὺς δὲν ὑπάρχει πρᾶξις ἀρετῆς ἀξία νὰ ἐπαινεθῆ· δὲν ὑπάρχει ἱκανότης λόγου, στολισμένη μὲ τὴν σεμνότητα καὶ τὴν χάριν, οὔτε τίποτε ἄλλο ἀπό τὰ ἀξιοζήλευτα καὶ ἀξιοπρόσεκτα. Ὅπως δὲ τὰ ἁρπακτικὰ ὄρνεα ὁρμοῦν πρὸς τὰ δύσοσμα, ἐνῶ πετοῦν ἐπάνω ἀπό πολλὰ λιβάδια καὶ ἀπό πολλὰ εὐχάριστα καὶ εὐωδιαστά τοπία, καὶ ὅπως οἱ μύγες ἀδιαφοροῦν διὰ τὸ καθαρὸν καὶ σπεύδουν πρὸς τὰ ἕλκη, ἔτσι καὶ οἱ φθονεροί, ἐνῶ ἐπιτίθενται ἐναντίον τῶν κακῶν, οὔτε κἄν παρατηροῦν τὰ λαμπρὰ καὶ μεγάλα ἐπιτεύγματα τοῦ βίου. Καὶ ἂν συμβῆ νὰ σφάλη κάποιος εἰς κάτι, πρᾶγμα πολὺ ἀνθρώπινον, τὸ γνωστοποιοῦν καὶ ἀπό αὐτὰ θέλουν νὰ διαμορφώνουν γνώμην διὰ τοὺς ἀνθρώπους. Ὅπως οἱ πονηροὶ ἀπό τούς ζωγράφους ποὺ ἀπό τὴν στραβὴν μύτην ἡ ἀπό κάποιαν οὐλήν ἤ ἀναπηρίαν ποὺ ἐκ φύσεως ἤ ἀπό ἀτύχημα ἐπισυνέβη, ἀπεικονίζουν τάς μορφάς τῶν ζωγραφιῶν των. Εἶναι δὲ ἱκανοὶ νὰ διαστρέψουν τὸ ἀξιέπαινον πρὸς τὸ κακὸν καὶ νὰ συκοφαντήσουν τὴν ἀρετήν μὲ τὴν γειτονικὴν κακίαν. Διότι ὀνομάζουν τὸν μὲν γενναῖον θρασύν, τὸν δὲ σώφρονα ἀναίσθητον, σκληρὸν τὸν δίκαιον καὶ κακοῦργον τὸν φρόνιμον. Καὶ αὐτὸν ποὺ ἔχει λαμπρὸν παρουσιαστικὸν τὸν συκοφαντοῦν ὡς βάναυσον καὶ τὸν ἐλεύθερον ὡς ἄσωτον. Ἐπίσης τὸν οἰκονόμον ὡς τσιγκούνην. Καὶ γενικὰ δὲν ὑπάρχει δυσκολία εἰς αὐτοὺς νὰ ὀνομάζουν ὅλα τὰ εἴδη τῆς ἀρετῆς μὲ τὰ ἀντίθετα τῶν τῆς κακίας. Τί λοιπόν; Θὰ περιορίσωμεν τὸν λόγον εἰς τὸ νὰ κατηγοροῦμεν τὸ κακόν;
Ἂλλ’ αὐτὸ εἶναι σὰν νὰ εἶναι μισὴ θεραπεία. Διότι τὸ νὰ δείξη κανεὶς εἰς τὸν ἄρρωστον τὸ μέγεθος τῆς ἀρρώστιας του, ὥστε νὰ τοῦ ἐμβάλλη ἀξίαν πρὸς τὸ κακὸν φροντίδα, δὲν εἶναι ἄχρηστον; τὸ νὰ τὸν ἐγκαταλείψη ὅμως εἰς τὸ σημεῖον τοῦτο, χωρὶς νὰ τὸν χειραγωγήση πρὸς τὴν ὑγείαν, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἐγκατάλειψις τοῦ ἀσθενοῦς εἰς τὴν ἀρρώστιαν του. Τί λοιπόν; Πῶς θὰ ἠμπορούσαμεν ἐξ ἀρχῆς νὰ μὴ ἀσθενήσωμεν, ἤ ἀφοῦ ἀσθενήσαμεν νὰ ἀπαλλαγοῦμεν; Ἐάν κατ’ ἀρχὴν θεωρήσωμεν ὅτι τίποτε ἀπό τὰ ἀνθρώπινα πράγματα δὲν εἶναι μέγα οὔτε ἐξαίσιον οὔτε ἡ εὐπορία εἰς τοὺς ἀνθρώπους, οὔτε ἡ δόξα ποὺ ἀκμάζει, οὔτε ἡ ὑγεία τοῦ σώματος. Διότι δὲν ὁρίζομεν ὅτι τὸ ἀγαθὸν ὑπάρχει εἰς αὐτὰ ποὺ παρέρχονται, ἀλλ’ ἔχομεν κληθῆ νὰ γίνωμεν μέτοχοι τῶν αἰωνίων καὶ ἀληθινῶν ἀγαθῶν. Ὥστε αὐτὸς ποὺ εἶναι πλούσιος δὲν εἶναι καθόλου ἀξιοζήλευτος διὰ τὸν πλοῦτόν του· οὔτε ὁ ἀπόλυτος ἄρχων διὰ τὸ μέγεθος τοῦ ἀξιώματός του, οὔτε ὁ ἰσχυρὸς διὰ τὴν δύναμιν τοῦ σώματος, οὔτε ὁ σοφὸς διὰ τὴν ὑπεροχήν τοῦ λόγου. Διότι αὐτὰ εἶναι ὄργανα τῆς ἀρετῆς δι’ αὐτοὺς ποὺ τὰ χρησιμοποιοῦν καλῶς. Αὐτὰ δὲν ἔχουν ἐντὸς των τὴν μακαριότητα. Αὐτὸς ποὺ κάμνει κακὴν χρῆσιν αὐτῶν εἶναι ἐλεεινός, ὅπως αὐτὸς ποὺ μὲ τὸ ξίφος, ποὺ ἔλαβε διὰ νὰ ἀμυνθῆ εἰς τὸν πόλεμον, μ’ αὐτὸ ἑκουσίως αὐτοτραυματίζεται. Ἔαν δὲ καλῶς καὶ σύμφωνα μὲ τὴν ὀρθήν λογικὴν μεταχειρίζεται τὰ παρόντα καὶ εἶναι οἰκονόμος αὐτῶν πού ὁ Θεὸς δωρίζει καὶ δὲν θησαυρίζει δι’ ἀτομικὴν ἀπόλαυσιν, δικαιοῦται νὰ ἐπαινῆται καὶ νὰ ἀγαπᾶται διὰ τὴν φιλάδελφον καὶ κοινωνικὴν συμπεριφοράν του. Ἐπίσης διαφέρει κάποιος εἰς φρόνησιν καὶ ἔχει τιμηθῆ μὲ τὸ χάρισμα τοῦ λόγου ἀπό τὸν Θεὸν καὶ εἶναι ἐξηγητὴς τῶν ἱερῶν γραφῶν; μὴ τὸν φθονήσης καὶ μὴ θελήσης ποτὲ νὰ σιωπήση ὁ ἑρμηνευτὴς τῶν ἱερῶν λόγων, ἐάν μὲ τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀκολουθεῖ ἐκ μέρους τῶν ἀκροατῶν κάποια ἐκτίμησις καὶ ἔπαινος. Διότι ἰδικόν σου εἶναι τὰ ἀγαθὸν καὶ σοῦ ἐστάλη τὸ δῶρον μὲ τὴν διδασκαλίαν τοῦ ἀδελφοῦ, ἐάν θελήσης νὰ τὸ δεχθῆς. Ἔπειτα, κανεὶς δὲν βουλώνει τὴν πηγὴν ποὺ ἀναβρύζει. Καὶ ὅταν ὁ ἥλιος λάμπη κανεὶς δὲν σκεπάζει τὰ μάτια του, οὔτε φθονεῖ δι’ αὐτά, ἀλλ’ εὔχεται εἰς τὸν ἑαυτὸν του συγχρόνως τὴν ἀπόλαυσιν.»