Ψαλμός κβ΄ 1

ΚΕΙΜΕΝΟ

«Κύριος ποιμαίνει με, καί οὐδέν με ὑστερήσει»

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

    «Ὁ Κύριος ὡς ὁ καλός ποιμήν μου καί βοσκός μου λαμβάνει πρόνοιαν διά τήν συντήρησιν καί διατροφήν μου καί τίποτε δέν θά μοῦ λείψῃ» ( Ἀπό τήν «ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ ΜΕΤΑ ΣΥΝΤΟΜΟΥ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ», τόμος 10ος, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»).

ΣΧΟΛΙΟ

    «Βοσκὸς ὁ Δαβὶδ ἀπὸ τὰ παιδικὰ καὶ νεανικὰ του χρόνια εἶχε προσωπικὴ πείρα τῶν κόπων αὐτῆς τῆς ζωῆς, ἀλλὰ καὶ τῆς πολλῆς στοργῆς τοῦ βοσκοῦ γιὰ τὰ πρόβατά του.
    Ὁ  Δαβὶδ ὅμως, καὶ τότε ἀκόμη πού  ἦταν βοσκός, προτοῦ ἀναδειχθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ βασιλιὰς τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, ἦταν ἄνθρωπος μὲ πολλὴ πίστη καὶ θερμὴ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό. Τὸ ἐνδιαφέρον πού εἶχε ὁ ἴδιος γιὰ τὰ πρόβατά του, τὸν ἔκανε νὰ ἀναλογίζεται πόση εἶναι τοῦ Θεοῦ ἡ ἀγάπη γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Ἐὰν αὐτὸς μὲ τόση στοργὴ φρόντιζε τὰ ἄλογα ζῶα του πού βοσκοῦσε, μὲ ἀσυγκρίτως ἄπειρη καὶ θερμότερη ἀγάπη φροντίζει ὁ Θεὸς τὰ λογικὰ πρόβατα, τοὺς ἀνθρώπους. Ὤ, τὸ ἔβλεπε πάνω στὰ πράγματα. Τὸ ζοῦσε αὐτὸ ὁ Δαβίδ. Καὶ καθὼς εἶχε ἀπὸ παιδὶ τὴν ποιητικὴ ἔμπνευση πολὺ ἀνεπτυγμένη, καὶ ἐπειδὴ εἶχε στήν ψυχὴ του βαθὺ τὸν ἅγιο φόβο τοῦ Θεοῦ, ἔβαζε τὸν ἑαυτὸ του στή θέση τοῦ προβάτου καὶ ἀναγνώριζε τὸν Θεὸ ποιμένα καὶ προστάτη του. Καὶ μὲ ἀπαράμιλλο λυρισμὸ ἄφηνε τὴν εὐγνώμονα ψυχὴ του νὰ συνθέτει ὕμνους καὶ νὰ ψάλλει ὠδὲς πρὸς τὸν θεῖο εὐεργέτῃ του, τὸν οὐράνιο ποιμένα καὶ «ἐπίσκοπον τῶν ψυχῶν» μας (Α’ Πέτρ. β’ 25). Ἀκοῦστὲ τον πώς ἀνυμνεῖ τὸν καλὸ Ποιμένα: «Κύριος ποιμαίνει με, καὶ οὐδὲν με ὑστερήσει, εἰς τόπον χλόης ἐκεῖ μὲ κατεσκήνωσεν, ἐπὶ ὕδατος ἀναπαύσεως ἐξέθρεψέ με. Σὰν στοργικὸς βοσκὸς ὁ Κύριος φροντίζει γιὰ τή συντήρησή μου καὶ τή διατροφή μου. Τίποτε ἀπολύτως δεν θά μοῦ λείψει. Σὲ τόπους χλοεροὺς μὲ ὀδήγησε νὰ κατασκηνώσω. Φρόντισε Ἐκεῖνος νὰ ἔχω ἄφθονα καὶ ἐκλεκτὰ ὑλικὰ καὶ πνευματικὰ ἀγαθά, ποὺ τρέφουν καὶ τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή μου. Σὲ μέρη σκιερά, μὲ δροσερὰ νερά, ἐκεῖ μὲ τρέφει καὶ μὲ ἀναπαύει.
    «Κύριος ποιμαίνει με….»
    Ὁ Κύριος εἶναι γιὰ μένα ὁ καλὸς Ποιμήν. Ὤ, πόση ἀγαλλίαση, πόση ἀσφάλεια, πόση βεβαιότητα χαρίζει στήν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ἡ διαβεβαίωση αὐτὴ τοῦ θεοπνεύστου Ψαλμωδοῦ!
    Τὰ πρόβατα, ὅταν βλέπουν κοντὰ τους τὸν ἄνθρωπο πού τὰ φροντίζει, τὸν ἀναγνωρίζουν καὶ τὸν ἀκολουθοῦν. Ἡ φωνὴ του τοὺς εἶναι γνώριμη• ὅταν τὴν ἀκοῦν πειθαρχοῦν σ’ αὐτή. Πόσο μᾶλλον τὰ λογικὰ πρόβατα τοῦ καλοῦ Ποιμένος πρέπει νά αἰσθάνονται ἀσφάλεια  καὶ  νά  πειθαρχοῦν   στίς  ἐντολὲς  Του;
    Ἐκεῖνος μᾶς χαρίζει τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ Του, ὅσα μᾶς εἶναι χρήσιμα καὶ ἀπαραίτητα γιά τή συντήρηση μας.  Εἶναι ἀλήθεια πώς κουραζόμαστε, γιά νά ἐξασφαλίσουμε τὰ ἀπαραίτητα γιά τή ζωή μας. Ἀλλά ἡ πεποίθηση καὶ ἡ συναισθήσῃ ὅτι ὁ κόπος καὶ ἡ προσπάθεια πού καταβάλλουμε γίνεται κάτω ἀπὸ τὸ στοργικὸ βλέμμα τοῦ καλοῦ Ποιμένος μας καὶ γίνεται μὲ τὴν εὐλογία Του, μᾶς παρηγορεῖ, μᾶς ἀνακουφίζει, μᾶς ἐνδυναμώνει. Καὶ δυσκολίες καὶ ἀσθένειες καὶ ὅ,τι ἄλλο δυσάρεστο καὶ ἀνεπιθύμητο συναντήσουμε στή ζωὴ μας, τὸ ἀντιμετωπίζουμε μὲ τὴν πεποίθηση ὅτι Ἐκεῖνος τὸ γνωρίζει. Ἐὰν κάποτε γιά λίγο μᾶς ἀφήνει νά δοκιμαζόμαστε, μᾶς χαρίζει ὅμως τή βεβαία ἐλπίδα ὅτι «ποιήσει σὺν τῷ πειρασμῷ καὶ τὴν ἔκβασιν τοῦ δύνασθαι ἡμᾶς ὑπενεγκεῖν» (Α’ Κορ. ι΄ 13). Ποτὲ δέν ἐπιτρέπει δοκιμασίες παραπάνω ἀπό τίς δυνάμεις μας, ἀλλά μαζὶ μὲ τὸν πειρασμὸ δίνει Ἐκεῖνος τὴν εὐλογημένη λύση στόν πρέποντα καιρό, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά μὴ συντρίβεται κάτω ἀπὸ τὸ ὑπερβολικὸ βάρος τῆς δοκιμασίας, ἀλλά νά ἀναδεικνύεται νικητής. Καὶ ἑτοιμάζει λοιπὸν ὁ στοργικὸς καλὸς Ποιμὴν τῶν ψυχῶν μας περιόδους ἀναψυχῆς καὶ μᾶς χαρίζει θεῖες δωρεὲς καὶ μᾶς παρέχει πνευματικὲς ἀπολαύσεις ἀπό τίς ὁποῖες ἐντλεῖ ὁ Χριστιανὸς ἀναψυχὴ ἀσυγκρίτως ἀνώτερη ἀπὸ ἐκείνη πού δοκιμάζουν τὰ πρόβατα μέσα στά χλοερὰ λιβάδια καὶ στίς δροσερὲς πηγές. Τρέφει τίς ψυχὲς μας μὲ τὸ «λογικὸν ἄδολον γάλα» (Α’ Πέτρ. β’ 2) τῶν θείων λόγων Του. Μᾶς χαρίζει μυστηριώδη τροφή, θεία καὶ οὐράνια, τὸ πανάγιο Σῶμα καὶ Αἷμα Του. Ἀντὶ δὲ γιά ἐπιγείους ὑλικοὺς παραδείσους μᾶς ἔχει ἑτοιμάσει καὶ μᾶς καλεῖ εἰς «κληρονομίαν ἄφθαρτον καὶ ἀμίαντον καὶ ἀμάραντον, τετηρημένην ἐν οὐρανοῖς εἰς ἡμᾶς» (Α’ Πέτρ. α’ 4). Ὑπόσχεται δηλαδὴ νά μᾶς κάνει μετόχους οὐρανίας δόξας καὶ μακαριότητας ἐκεῖ ὅπου αἰώνιος καὶ ἀθάνατος βασιλιὰς παρέχει τὸν ἑαυτὸ Του ὡς πηγὴ τῆς ἀνέκφραστης χαρᾶς καὶ ἀγαλλιάσεως στούς πολίτες τῆς οὐρανίας Βασιλείας Του.
    Κανένας ἐπίγειος τόπος χλόης δέν μπορεῖ νά συγκριθεῖ μὲ τή μακαριότητα τῆς οὐρανίας Βασιλείας Του. Καμιὰ ἐπίγεια εὐτυχία δέν μπορεῖὶ νά μᾶς δώσει τὴν εἰκόνα ἐκείνης τῆς χαρᾶς τῶν πρωτοτόκων τῶν ἐν οὐρανοϊς ἀπογεγραμμένων (Ἑβρ. ιβ’ 23), οἱ ὁποῖοι θὰ συντρώγουν μαζὶ Του «ἐπί τῆς τραπέζης Του» (Λουκ. κβ’ 30). Ὅσοι ἔχουν γίνει ἀπὸ τὴν παρούσα ζωὴ δικὰ Του πρόβατα κι Ἐκεῖνος δικὸς τους Ποιμένας, δέν ἔχουν νά φοβηθοῦν τίποτε. Καὶ ἐὰν πορευθοῦν «ἐν μέσῳ σκιᾶς θανάτου», καὶ ἂν ἀντιμετωπίσουν θανασίμους κινδύνους καὶ φόβους καὶ ἀγωνίες, ἀρκεῖ νά ἀκολουθοῦν πιστὰ τὸν καλὸ τους Ποιμένα. Ἐκεῖνος στήν παρούσα ζωὴ θὰ ἀναδειχθεῖ ὁ ἀκαταμάχητος προστάτης τους, ὁ εἰλικρινὴς φίλος τους, ὁ μόνος Σωτὴρ καὶ Λυτρωτὴς τους, ὁ Ὁποῖος θὰ τοὺς ὁδηγήσει ἀσφαλῶς στήν οὐράνια Πατρίδα, στόν ποταμὸν ὕδατος ζωῆς καὶ στό ξύλον ζωῆς (Ἀποκ. κβ’ 1-2), ἀπὸ τοὺς καρποὺς τοῦ ὁποίου θὰ τρῶνε προνομιακῶς μόνο οἱ πανευτυχεῖς κληρονόμοι τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.

    Ναί, Κύριέ μου, ἕνα τέτοιο λογικὸ πρόβατό Σου ἐπιθυμῶ νά εἶμαι κι ἐγώ, νά Σὲ ἀκολούθῳ πιστὰ καί ποτέ νά μὴ Σὲ ἀναγκάζω νά χρησιμοποιεῖς ἀνεπιθύμητα παιδαγωγικὰ μέσα γιά τὸν σωφρονισμό μου. Ἂς μὲ στηρίζει, Κύριε, ἡ ράβδος σου καὶ ἡ βακτηρία σου. Ἂς μὲ παρηγοροῦν καὶ ἐνισχύουν οἱ δωρεὲς τῆς ἀγαθότητάς Σου. ‘Ἂς μὲ φωτίζει στήν ἐπίγεια ὁδοιπορία μου ὁ θεῖος φωτισμός Σου. Σύ, Κύριέ μου, νά εἶσαι τὸ ἀγαλλίαμά μου κατὰ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς καὶ τῆς λατρείας. Σύ νά εἶσαι γιά μένα τὸ πᾶν. Καὶ ἀκολουθώντας Ἐσένα, τὸν καλό μου Ποιμένα, κάθε στιγμὴ καὶ κάθε ὥρα ἐδῶ στή γῆ, ἀξίωσέ με νά εἶμαι καὶ αἰώνια μαζί Σου στήν οὐράνια Βασιλεία Σου. Ἀμήν.»
( Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀρχ.Χριστοφ.Παπουτσοπούλου «ΟΙ ΣΠΕΙΡΟΝΤΕΣ ΕΝ ΔΑΚΡΥΣΙΝ», ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»)