«Κατά ὀργιζομένων», παρ.2

Μεγάλου Βασιλείου Ὁμιλία «Κατά ὀργιζομένων», παρ.2
Ἡ μετάφραση εἶναι παρμένη ἀπό τόν 6ο τόμο τῶν ἔργων τοῦ Μ.Βασιλείου τῶν ἐκδόσεων ΕΠΕ

    «2. Ποῖος θά ἠμποροῦσε νά περιγράψη τό κακόν τοῦτο ; Πώς δηλαδή αὐτοί πού εἶναι ἐπιρρεπεῖς πρός τόν θυμόν, πού ἀπό τυχαίαν πρόφασιν ἐξάπτεται, μἐ τό νά κραυγάζουν καί νά ἀγριεύουν καί νά ὁρμοῦν πιό ἀδιάντροπα ἀπό ὁποιοδήποτε ἀπό τά δηλητηριώδη θηρία δέν σταματοῦν παρά μόνον ὅταν ξεθυμάνη ἡ φλεγμονή τῆς ψυχῆς, ἀφοῦ ὡσάν φούσκα ἀέρος ξεσπάση ἡ ὀργή των, εἰς κάποιο μεγάλο καί ἀθεράπευτον κακόν. Διότι οὔτε ἡ κόψη τοῦ ξίφους, οὔτε ἡ φωτιά, οὔτε τίποτε ἄλλο ἀπό τά φοβερά, εἶναι ἱκανόν νά συγκρατήση τήν ψυχήν πού ἔχει γίνει μανιακή ἀπό τήν ὀργήν, βεβαίως ὄχι περισσότερον ἀπ’ ὅσον αὐτοί πού ἔχουν κυριευθῆ ἀπό τούς δαίμονας, ἀπό τούς ὁποίους εἰς τίποτε οὔτε κατά τήν συμπεριφοράν οὔτε κατά τήν διάθεσιν τῆς ψυχῆς διαφέρουν αὐτοί πού ὀργίζονται. Διότι εἰς αὐτούς πού ἐπιθυμοῦν νά πάρουν ἐκδίκησιν, βράζει εἰς τήν καρδίαν τό αἷμα, ὡσάν νά ἀνακατεύεται καί νά κοχλάζη ἀπό τήν δύναμιν τῆς φωτιᾶς. Ὅταν δἐ βγῆ εἰς τήν ἐπιφάνειαν, μέ ἄλλην μορφήν παρουσιάζει τόν ὀργιζόμενον, ἀφοῦ ἀλλάσσει, ὡσάν μἐ προσωπεῖον εἰς τήν σκηνήν, τήν συνήθη καί γνωστήν εἰς ὅλους μορφήν. Δηλαδή τά μάτια πού εἰς αὐτούς εἶναι οἰκεῖα καί γνωστά γίνονται ἀγνώριστα. Τό βλέμμα εἶναι παράφορον καί ἀστράπτει κιόλας φωτιάν. Ἀκονίζει τά δόντια, ὅπως κάμνουν οἱ χοῖροι ὅταν παλαίουν μεταξύ των. Τό πρόσωπον εἶναι μαυροκίτρινον καί θερμόαιμον. Ὁλόκληρον τό σῶμα πρήζεται. Οἱ φλέβες τεντώνονται, διότι ἀπό τήν ἐσωτερικήν ταραχήν συγκλονίζεται τό πνεῦμα. Ἡ φωνή γίνεται τραχεία καί ἔντονος. Ὁ λόγος ξεφεύγει ἀπό τό στόμα ἄναρθρος καί ὅπως – ὅπως, χωρίς καμμίαν σειράν, ἄτακτος καί ἀκατανόητος. Ὅταν δέ τό κακόν φθάση, εἰς αὐτούς πού ὀργίζονται, ὅπως ἡ φλόγα μέ τήν ἀφθονίαν τῆς καυσίμου ὕλης, εἰς τό ἀθεράπευτον σημεῖον, τότε λοιπόν, τότε, εἶναι δυνατόν νά παρατήρηση κανείς θεάματα, πού οὔτε μέ τόν λόγον λέγονται οὔτε εἰς τήν πρᾶξιν παριστάνονται. Νά σηκώνωνται χέρια κατά τῶν ὁμοφύλων καί νά πίπτουν εἰς ὅλα τά σημεῖα τοῦ σώματος, πόδια νά κλωτσοῦν χωρίς λύπην εἰς τά πλέον εὐαίσθητα μέρη, καί τό κάθε τί πού εὑρίσκεται ἐμπρός των νά γίνεται ὅπλον εἰς τήν μανίαν.  Ἐάν δέ καί ἀπό τήν ἀντίθετον πλευράν συναντήσουν νά ἀντιστρατεύεται τό ἴδιον κακόν, δηλαδή ἄλλην ὀργήν καί ἰσαξίαν τρέλλαν, καί συγκρουσθοῦν μάλιστα ἔτσι, τότε πράττουν καί παθαίνουν, ὅσα συνήθως παθαίνουν αὐτοί πού ἔχουν στρατηγόν τους ἕνα τέτοιον δαίμονα. Πολλάς φοράς δηλαδή αὐτοί πού διαπληκτίζονται ἀποκομίζουν ὡσάν βραβεῖα τῆς ὀργῆς των σωματικάς ἀναπηρίας καί θανάτους. Ἔκαμε κάποιος ἀρχήν τῆς χειροδικίας, ὁ ἄλλος ἠμύνθη• ἀνταπέδωσεν ὁ πρῶτος, ὁ δἐ ἄλλος δέν ὑποχωρεῖ. Καί τό μέν σῶμα καταξεσχίζεται ἀπό τά κτυπήματα, ὁ δέ θυμός ὀλιγοστεύει τό αἴσθημα τοῦ πόνου. Δηλαδή δέν ἡσυχάζουν ἐξ αἰτίας τῆς ἐντυπώσεως αὐτῶν πού ἔχουν ὑποστῆ, διότι ὁλόκληρον τό μένος τῆς ψυχῆς εἰς αὐτούς ἔχει κινηθῆ πρός ἐκδίκησιν αὐτοῦ, ὁ ὁποῖος ἐπροκάλεσε τήν λύπην.»