Eφεσίους ε’ 14

 ΚΕΙΜΕΝΟ

«Διό λέγει· ἔγειρε ὁ καθεύδων καί ἀνάστα ἐκ τῶν νεκρῶν, καί ἐπιφαύσει σοι ὁ Χριστός»

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

«Ἐπειδή δέ  πράγματι ἐπέρχεται διόρθωσις διά τοῦ ἐλέγχου, δι’αὐτό καί τό Πνεῦμα τό Ἅγιον χρησιμοποιεῖ τόν ἔλεγχον καί φωνάζει πρός κάθε ἁμαρτωλόν διά στόματος τῶν ππροφητῶν τῆς Καινῆς Διαθήκης: Σήκω ἐπάνω σύ, πού κοιμᾶσαι τόν ὕπνον τῆς ἁμαρτίας καί ἀναστήσου ἀπό τήν νέκραν καί τόν θάνατον, εἰς τόν ὁποῖον σέ  ἔρριψεν ἡ ἁμαρτία. Καί θά σέ φωτίσῃ ὁ Χριστός» ( Ἀπό τήν «ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ ΜΕΤΑ ΣΥΝΤΟΜΟΥ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ» τοῦ Π.Ν.Τρεμπέλα,  ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»).

ΣΧΟΛΙΟ

     «Εἶναι ὕπνος βαθύς, εἶναι θάνατος ἡ ἁμαρτία. Ὅταν κανείς εἶναι ὑποδουλωμένος σ’ αὐτή, εἶναι νεκρός πνευματικά. Καί ὅπως ἕνα ναρκωμένο σῶμα, ἕνα πτῶμα, δέν καταλαβαίνει τίποτε ἀπό ὅσα συμβαίνουν γύρω του, ἔτσι καί ἡ ψυχή ὅταν εἶναι ὑποδουλωμένη στήν ἁμαρτία. Οἱ πολλές καί ποικίλες εὐεργεσίες του Θεοῦ δέν τήη συγκινοῦν. Τά μέσα πού χρησιμοποιεῖ ἡ ἀγαθότης τοῦ Θεοῦ γιά νά ἑλκύσει τόν ἁμαρτωλό ἄνθρωπο σέ μετάνοια καί νά τόν ὁδηγήσει στή σωτηρία, τόν ἀφήνουν ἀδιάφορο. Γονεῖς καί ἀδέλφια, συγγενεῖς καί φίλοι καί γνωστοί κλαῖνε γιά τόν ἠθικό ἐκτροχιασμό τοῦ ἀγαπημένου τους ἀνθρώπου, ἐνῶ ἐκεῖνος γελάει. Τό δηλητήριο τῆς ἁμαρτίας, ἄν δέν ἔχει ἐπιφέρει στόν ἁμαρτωλό ἄνθρωπο ὁριστικό καί βέβαιο τόν ψυχικό θάνατο, ἔχει ὅμως προξενήσει σ’ αὐτόν θανατηφόρα νάρκη. Καί ὑπό τήν ἐπίδραση τῆς ἁμαρτίας ὁ ἄνθρωπος ζεῖ σ’ ἕναν κόσμο φανταστικό.
     Βρίσκεται σέ συνεχεῖς παραισθήσεις καί ψευδαισθήσεις. Τό ἄδικο τό χαρακτηρίζει δίκαιο. Τό ψέμα καί τήν ἀπάτη τή θεωρεῖ ὡς τόν μόνο σωστό τρόπο μέ τόν ὁποῖοο πρέπει νά συναλλάσσεται. Τήν ἠθική ἐξαθλίωση τήν ὀνομάζει ζωή φυσική. Τό παραλήρημα τῆς παραστρατημένης φαντασίας του ἰσχυρίζεται πώς εἶναι φιλοσοφικοί στοχασμοί. Καί ὅταν αἰσθάνεται φοβερές διαμαρτυρίες τῆς συνειδήσεώς του, ξεσπᾶ σέ κραυγές ἀπογνώσεως καί στεναγμούς ἄγχους, πού τούς ὀνομάζει «σύγχρονη» μουσική καί «τέχνη» ἀνώτερη. Τόν δυστυχή! Καλπάζει ἀσυγκράτητα στόν δρόμο τῆς καταστροφῆς, ἐνῶ αὐτός νομίζει ὅτι μεσουρανεῖ καί θριαμβεύει. Ποῦ νά ἤξερε ὅτι βρίσκεται στά προπύλαια του ἅδη, ὅτι ἔχει ἐγγίσει τά ὅρια ὄχι μόνο τοῦ σωματικοῦ ἀλλά καί τοῦ αἰώνιου πνευματικοῦ θανάτου! Βαδίζει τόν δρόμο τῆς ἀπώλειας. Λίγο ἀκόμη καί θά καταποντισθεῖ στά βάραθρα τοῦ ἅδη (Παροιμ. θ’ 18).
      Καί ὅμως ὁ Θεός δέν τόν ἔχει ξεχάσει, δέν τόν ἔχει ἀποξενώσει ἀπό τήν ἀγάπη Του. Καί σ’ αὐτήν ἀκόμη τήν ἀξιοθρήνητη κατάσταση πού βρίσκεται, ὁ Πανάγαθος τόν βλέπει καί τόν παρακολουθεῖ. Καί μέ τρόπους πανσόφους, μέ μέσα θαυμαστά, μέ τή φωνή ἀνθρώπων καί γεγονότων προσπαθεῖ νά τόν ξυπνήσει ἀπό τόν λήθαργο, νά τόν κάνει νά συνέλθει, νά ἀνοίξει τά ματιά καί τά αὐτιά τῆς ψυχῆς του καί νά ἀντιληφθεῖ τήν τρομερή πραγματικότητα, μήπως ἔστω καί τήν τελευταία στιγμή συνέλθει καί σωθεῖ. «Ἔγειρε ὁ καθεύδων καί ἀνάστα ἐκ τῶν νεκρῶν, καί ἐπιφαύσει σοι ὁ Χριστός». Σήκω ἐπάνω ἐσύ πού κοιμᾶσαι τον ὕπνο της ἁμαρτίας καί ἀναστήσου ἀπό τή νέκρα καί τόν θάνατο στόν ὁποῖο βρίσκεσαι, καί θά σέ φωτίσει ὁ Χριστός
«Ἔγειρε ὁ καθεύδων».
     Σοῦ φαίνεται, ἀδελφέ μου, ὑπερβολική ἡ εἰκόνα αὐτή τῆς καταστάσεως τοῦ ἀμετανόητου ἁμαρτωλοῦ; Ἀλλά σκέψου τί εἶπε ὁ στοργικός ἐκεῖνος Πατέρας γιά τόν πρώην ἄσωτο γυιό του: «Νεκρός ἦν καί ἀνέζησε» (Λουκ. ιε΄ 24). Ζοῦσε σωματικά ὁ νεότερος γυιός ὅταν ἔφυγε μακριά ἀπό τό πατρικό του σπίτι. Ζοῦσε σωματικά ὅταν σπαταλοῦσε ἄσωτα καί ξόδευε ἀπερίσκεπτα τήν πατρική περιουσία στή χώρα τῆς ἀποδημίας. Ζοῦσε σωματικά καί ὅταν ἔρημος ἀπό φίλους καί ἐγκαταλειμμένος ἀπό ὅλους κατάντησε νά ἔχει ὡς μόνη συντροφιά τούς βρωμερούς χοίρους πού ἔβοσκε, καί νά μοιράζεται μέ ἐκείνους τά ξυλοκέρατα τῆς ἁμαρτίας. Ζοῦσε σωματικά τότε, ἀλλά πνευματικά ἦταν νεκρός. Οὔτε τήν ἀθλιότητά του καταλάβαινε, οὔτε τήν εὐτυχισμένη ζωή τῶν ἠθικῶν καί συνετῶν ἀνθρώπων ἐκτιμοῦσε. Καί μόνο ὅταν στό βαθύ λήθαργό του κάποιο φωτεινό σημεῖο φάνηκε καί ὁ θανάσιμος ὕπνος τῆς ἁμαρτίας ἄρχισε νά ὑποχωρεῖ καί τά αἰσθητήρια τῆς ψυχῆς του ἄρχισαν νά καταλαβαίνουν τήν τραγική πραγματικότητα καί τή φοβερή θέση στήν ὁποία βρισκόταν, τότε στό βάθος τῆς δυστυχίας του θυμήθηκε τό πατρικό του σπίτι καί νοστάλγησε τήν πατρική ἀγάπη. Τίς ὑποδείξεις τῆς πατρικῆς ἀγάπης δέν τίς δεχόταν ὅταν βρισκόταν κάτω ἀπό τό ἄγρυπνο βλέμμα τοῦ φιλόστοργου Πατέρα. Τώρα ὅμως ἡ σκληρή πραγματικότητα, ἡ διάψευση τῶν ἐλπίδων, ἡ ἐγκαταλείψη τῶν φίλων, ἡ παρουσία τῶν χοίρων ἡ τρομερή πείνα, τό χάος καί τό κενό συγκλόνισαν τήν κοιμισμένη ψυχή του καί ξύπνησαν τή ναρκωμένη συνείδηση του. Σάν σέ ὄνειρο ἀκούει τά λόγια της θεϊκῆς ἀγάπης: «Ἔγειρε ὁ καθεύδων καί ἀνάστα ἐκ τῶν νεκρῶν, καί ἐπιφαύσει σοι ὁ Χριστός».
    Καί ὁ μέν ἄσωτος ἐκεῖνος ἄκουσε τή φωνή καί περιμάζεψε τά κουρέλια του, συγκέντρωσε τίς δυνάμεις του καί μετανοημένος καί ταπεινωμένος πῆρε τόν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς. Καί πρίν ἀκόμη φθάσει ἱκέτης θλιβερός στό πατρικό σπίτι, ἡ ἀγάπη τοῦ πατέρα φώτισε τό σκοτάδι τῆς ψυχῆς του καί τοῦ ἔδειξε ὅτι ἦταν καί πάλι γι’ αὐτόν ἀνοιχτή ἡ πατρική ἀγκαλιά καί τόν περίμενε ἡ πρώτη λαμπρή στολή καί ἡ ἀνέκφραστη εὐφροσύνη τοῦ μόσχου τοῦ σιτευτοῦ.
Ἀδελφέ μου, μόνο ὁ Θεός γνωρίζει σέ ποιά πνευματική καί ἠθική κατάσταση βρίσκεται ὁ καθένας μας. Μέ πόνο ψυχῆς ἄς Τόν παρακαλέσουμε νά μᾶς προφυλάξει, «μήποτε ὑπνώσωμεν ἐν ἁμαρτίαις εἰς θάνατον, μήποτε εἴπῃ ὁ ἐχθρός μας·  ἴσχυσα πρός αὐτόν» (Ψαλμ. ιβ’ 4). Ἄς προσέξουμε καί ἄς ἀνταποκριθοῦμε στή στοργική πρόσκληση γιά μετάνοια, πού μᾶς ἀπευθύνει ὁ πανάγαθος οὐράνιος Πατέρας. Μέ θερμή, μέ προθυμία, χωρίς ἀναβολή ἄς πεῖ  ὁ  καθένας  μας  καί  ἄς πραγματοποιήσει  τά λόγια τοῦ ἱεροῦ Ὑμνωδοῦ:
      « Ψυχή μου, ψυχή μου, ἀνάστα, τί καθεύδεις; τό  τέλος ἐγγίζει, καί μέλλεις θορυβεῖσθαι ἀνάνηψον οὖν, ἵνα φείσηταί σου Χριστός ὁ Θεός, ὁ πανταχοῦ παρών, καί τά πάντα πληρῶν». ( Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀρχ.Χριστοφ.Παπουτσοπούλου «ΟΙ ΣΠΕΙΡΟΝΤΕΣ ΕΝ ΔΑΚΡΥΣΙΝ», ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»