Κατά οργιζομένων 4β

Μεγάλου Βασιλείου Ὁμιλία «Κατά ὀργιζομένων», παρ.4 (β)
Ἡ μετάφραση εἶναι παρμένη ἀπό τόν 6ο τόμο τῶν ἔργων τοῦ Μ.Βασιλείου τῶν ἐκδόσεων ΕΠΕ

 «Διότι ἐάν ὁ θυμός εἶναι πονηρός, διατί δέν ἀπέφυγες τό κακόν; Ἐάν δέ ἀξίζη τήν συγχώρησιν, διατί δυσφορεῖς μ’ αὐτόν πού θυμώνει; Ὥστε εἰς τίποτε δέν θά σέ ὠφελήση, ὅτι ἦλθες δεύτερος εἰς ἀνταπόδοσιν τοῦ κακοῦ. Διότι εἰς τούς ἀγῶνας ὅπου ἀπονέμονται στεφάνια δέν στεφανώνεται αὐτός πού πρῶτος ἄρχισε τά ἀγωνίσματα, ἀλλ’ αὐτός πού νικᾶ. Συνεπῶς καί καταδικάζεται ὄχι μόνον αὐτός πού ἔκαμεν τήν ἀρχήν τοῦ κακοῦ, ἀλλά καί αὐτός πού ἠκολούθησεν εἰς τήν ἁμαρτίαν κακόν ἀρχηγόν. Ἐάν σέ ἀποκαλέση πτωχόν, νά τό παραδεχθῆς, ἐάν λέγη τήν ἀλήθειαν ἐάν ὅμως λέγη ψέματα, διατί ἐνοχλεῖσαι ἀπό τό λεγόμενον; Νά μή ἀποχαυνώνεσαι ἀπό ἐπαίνους πού ξεπερνοῦν τήν πραγματικότητα καί νά μή ἀγριεύης ἀπό τάς ὕβρεις πού δέν σέ πιάνουν. Δέν παρατηρεῖς τά βέλη, πῶς ἐκ φύσεως ἐξοστρακίζονται ἀπό τά στερεά καί τά σκληρά ἀντικείμενα, ἐνῶ εἰς τά ἁπαλά καί τά ὑποχωρητικά χαλαρώνουν την ὁρμήν; Κάτι παρόμοιον λοιπόν νά πιστεύης ὅτι εἶναι καί τό πάθος τῆς ὕβρεως. Αὐτός μέν πού ἐναντιώνεται, πρός τόν ἑαυτόν του ἐναντιώνεται• αὐτός δέ πού ὑποχωρεῖ, μέ τήν ἁπαλότητα τῆς συμπεριφορᾶς του διαλύει τήν κακίαν πού στρέφεται ἐναντίον του. Διατί δέ σέ προκαλεῖ ταραχήν ἡ ὀνομασία τοῦ πτωχοῦ; Θυμήσου τήν φύσιν σου «ὅτι γυμνός εἰσῆλθες εἰς τόν κόσμον καί γυμνός θά φύγης». Τί ὅμως εἶναι πιό πτωχόν ἀπό τήν γύμνιαν; Τίποτε τό φοβερόν δέν ἄκουσες, ἐάν δέν οἰκειοποιήθης αὐτά πού εἴπαμεν. Ποῖος ποτέ ὡδηγήθη διά τήν πτωχείαν του εἰς τήν φυλακήν; Δέν εἶναι κακόν ἡ πτώχεια, ἀλλά κακόν εἶναι τό νά μή ὑπομένης μέ εὐγένειαν τήν πτωχείαν. Νά ἐνθυμῆσαι τόν Δεσπότην μας, ὅτι «ἐνῶ ἦταν πλούσιος  ἔγινεν πτωχός πρός χάριν μας» . Ἐάν σέ ἀποκαλέση ἄφρονα καί ἀμαθῆ, νά ἐνθυμηθῆς τάς ὕβρεις τῶν Ἰουδαίων μέ τάς ὁποίας ἐξύβρισαν τήν ἀληθινήν σοφίαν. «Εἶσαι Σαμαρείτης καί ἔχεις δαιμόνιον». Ἐάν λοιπόν ὀργισθῆς, εἶναι σάν νά ἐπιβεβαιώνης τά αἴσχη. Διότι ποῖον πρᾶγμα εἶναι περισσότερον άσύνετον ἀπό τήν ὀργήν. Ἐάν παραμείνης νηφάλιος, θά ἐντροπιάσης αὐτόν πού ὑβρίζει καί ἐμπράκτως θά ἀποδείξης τήν σωφροσύνην σου. Ἐδέχθης ράπισμα; Ἀλλά  καί ὁ Κύριος ἐρραπίσθη. Ἐπτύσθης; Ἀλλά  καί ὁ Δεσπότης μας ἐπτύσθη. Διότι «δέν ἔκρυψε τό πρόσωπόν του ἀπό τά πτυσίματα τὴς ἐντροπῆς». Ἐσύκοφαντήθης; Καί ὁ Κριτής ἐσυκοφαντήθη. Σοῦ ἐξέσχισαν τόν χιτωνίσκον; Καί τόν Κύριόν μου τόν ἐξεγύμνωσαν καί ἐμοίρασαν μεταξύ των τα ἐνδύματα του. Δέν κατεδικάσθης ἀκόμη, δέν ἐσταυρώθης ἀκόμη. Σοῦ λείπουν πολλά διά  νά τόν ὁμοιάσης.»