«Κατά ὀργιζομένων», παρ.7

Μεγάλου Βασιλείου Ὁμιλία «Κατά ὀργιζομένων», παρ.7
Ἡ μετάφραση εἶναι παρμένη ἀπό τόν 6ο τόμο τῶν ἔργων τοῦ Μ.Βασιλείου τῶν ἐκδόσεων ΕΠΕ

    «7. Πῶς λοιπόν θά ἠμποροῦσε νά μή ἐκδηλωθῆ τό πάθος πρός αὐτά πού δέν ἁρμόζει; Πῶς; Ἐάν προηγουμένως ἀσκηθῆς εἰς τήν σωφροσύνην, τήν ὁποίαν ὁ Κύριος καί μέ λόγον καί ἔργον μᾶς ὥρισεν. Ἄλλοτε μέν μέ τό νά λέγη• «αὐτός πού θέλει νά εἶναι πρῶτος ἀνάμεσα σας, πρέπει νά εἶναι ὁ τελευ¬ταῖος ὅλων». Ἄλλοτε δέ μέ τό νά ἀνέχεται μέ πραότητα καί χωρίς κίνησιν αὐτόν πού τόν ἐκτυποῦσε. Διότι αὐτός πού εἶναι ποιητής τῶν οὐρανῶν καί της γῆς καί Δεσπότης, αὐτός πού προσκυνεῖται ἀπό ὁλόκληρον τήν κτίσιν, «αὐτός πού βαστᾶ τά σύμπαντα μέ τήν δύναμιν τοῦ λόγου» δέν τόν ἐξαπέστειλε ζωντανόν εἰς τόν ἅδην μέ τό νά διανοιχθῆ ἡ γῆ εἰς τόν ἀσεβῆ, ἀλλά τόν νουθετεῖ καί τόν διδάσκει. «Ἐάν ὡμίλησα κακῶς, μαρτύρησε διά τό κακόν, ἐάν δέ καλῶς, διατί μέ κτυπᾶς»; Ἐάν συνηθίσης νά εἶσαι τελευταῖος ὅλων σύμφωνα μέ τήν ἐντολήν τοῦ Κυρίου, πότε θά ἀγανακτήσης διότι ἐξυβρίσθης χωρίς νά τό ἀξίζης;  Ὅταν ἕνα μικρό παιδί σέ ὑβρίση, νά θεωρήσης τάς ὕβρεις ἀφορμήν διά γέλια. Καί ὅταν κάποιος ἀπό μανίαν ξεστομίζη λόγια ἀτιμωτικά, νά τόν θεωρῆς μᾶλλον ἀξιολύπητον παρά ἄξιον μίσους. Φυσικά λοιπόν δέν εἶναι τά λόγια πού προκαλοῦν τήν λύπην, ἀλλά ἡ ὑπεροψία ἔναντι αὐτοῦ πού μᾶς ἐξύβρισε καί ἡ φανταστική ἰδέα πού ὁ καθένας ἔχει διά τόν ἑαυτόν του. Ὥστε ἐάν ἀφαιρέσης τό καθένα ἀπό αὐτά ἀπό τό μυαλόν σου, ὅλα γενικῶς αὐτά πού σοῦ ἔρχονται εἶναι κούφιος θόρυβος πού εἰς τό κενόν ἠχεῖ. «Παῦσε λοιπόν ἀπό τήν ὀργήν καί ἄφησε τόν θυμόν», διά νά ἀποφύγης τήν ἐμπειρίαν τῆς ὀργῆς, «πού φανερώνεται ἀπό τόν οὐρανόν ἐναντίον κάθε ἀσεβείας καί κακίας τῶν ἀνθρώπων». Διότι ἐάν θά ἠμπορέσης μέ σώφρονα λογισμόν νά ξεριζώσης τήν πικράν ρίζαν τοῦ θυμοῦ, μαζί μέ τήν ἀρχήν αὐτήν πολλά ἀπό τά κακά θά ξεπαστρέψης. Διότι πράγματι ὁ δόλος καί ἡ ὑποψία, ἡ ἀπιστία καί ἡ κακοήθεια, ἡ ἐπιβουλή καί ἡ θρασύτης καί ὁλόκληρον τό σμῆνος ἀπό τέτοια κακά, εἶναι βλαστάρια αὐτῆς τῆς κακίας. Ἄς μή εἰσάγωμεν λοιπόν ἕνα τόσον μεγάλον κακόν εἰς τούς ἑαυτούς μας. Διότι εἶναι ἀρρώστια τῆς ψυχῆς, σκοτοδίνη τῶν λογισμῶν, ἀποξένωσις ἀπό τόν Θεόν, ἄγνοια τῆς συγγενείας, ἀρχή πολέμου, ἐπισώρευσις συμφορῶν, πονηρός δαίμων πού γεννᾶται εἰς τάς ἰδίας τάς ψυχάς μας καί πού, ὡσάν ξετσίπωτος νοικάρης κυριαρχεῖ εἰς τήν οἰκίαν μας καί ἀποκλείει τήν εἴσοδον τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Διότι ὅπου ὑπάρχουν ἔχθραι, μαλώματα, θυμοί, ἔριδες, πού ἐμβάλλουν εἰς τάς ψυχάς ἀκαταπαύστους θορύβους, ἐκεῖ δέν ἀναπαύεται τό πνεῦμα τῆς πραότητος. Ἀφοῦ πιστεύσωμεν εἰς τήν παραίνεσιν τοῦ μακαρίου Παύλου, «ἄς ἀπομακρύνωμεν ἀπό ἡμᾶς κάθε ὀργήν καί θυμόν καί κραυγήν μαζί μέ κάθε κακίαν, καί ἄς γίνωμεν καλοί ὁ ἕνας πρός τόν ἄλλον, καί εὐσπλαγχνικοί», ἀναμένοντες τήν μακαρίαν ἐλπίδα πού ἔχει ἐπαγγελθῆ εἰς τούς πράους («διότι εὐτυχεῖς εἶναι οἱ πρᾶοι, διότι αὐτοί θά κληρονομήσουν την γῆν») ἐν Χριστῶ Ἰησοῦ πού εἶναι ὁ Κύριός μας. Εἰς αὐτόν πρέπει ἡ δόξα καί ἡ δύναμις εἰς τούς αἰῶνας. Ἀμήν.»