Ἑβραίους β’ 18

 ΚΕΙΜΕΝΟ

« Ἐν ὧ γάρ πέπονθεν αὐτός πειρασθείς, δύναται τοῖς πειραζομένοις βοηθῆσαι»

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

    «Ἔγινε δέ σπλαγχνικός μέ τήν ἐξομοίωσίν του πρός ἡμᾶς, διότι, ἐφ’ ὅσον ἔχει πάθει καί ἐδοκίμασεν ὁ ἴδιος πειρασμούς, μέ πολλήν συμπάθειαν, ἐνθυμούμενος τί καί αὐτός ὑπέφερε, θά βοηθήσῃ ἐκείνους, πού πειράζονται καί δοκιμάζονται» ( Ἀπό τήν «ΚΑΙΝΗ ΝΙΑΘΗΚΗ ΜΕΤΑ ΣΥΝΤΟΜΟΥ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ» τοῦ Π.Ν.τρεμπέλα,  ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»).

ΣΧΟΛΙΟ

    «Στίς ὧρες τῶν πειρασμῶν καί τῶν θλίψεων πού δοκιμάζουμε, αἰσθανόμαστε τήν ἀνάγκη νά καταφύγουμε σέ κάποιον δυνατό γιά νά μᾶς βοηθήσει. Εἴμαστε φτωχοί καί ἀδύνατοι ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι σέ καιρό φοβερῆς ἀρρώστιιας ἤ ὅταν ὁ θάνατος μᾶς περιτριγυρίζει, ἀντιλαμβανόμαστε πολύ περισσότερο τήν ἀδυναμία μας καί τή μικρότητά μας. Καί ἀναζητᾶμε ἀσφαλές καταφύγιο. Καί θέλουμε νά αἰσθανθοῦμε ἔντονη τήν προστασία, ἀδιάσειστη τήν ἀσφάλεια καί βεβαία τή σωτηρία. Ποιός λοιπόν θά μᾶς βοηθήσει; Τίνος τήν πόρτα νά χτυπήσουμε μέ τή βεβαιότητα ὅτι θά μᾶς ἀκούσει καί θά μᾶς δώσει αὐτό πού ζητᾶμε; Στούς πλούσιους καί ἰσχυρούς ἀνθρώπους; Στούς δυνάστες καί τούς μεγιστάνες τῆς γῆς; Στούς σοφούς ἐπιστήμονες τοῦ αἰῶνος τούτου; Ἀλλά ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ μᾶς τό λέει καθαρά: «Μή πεποίθατε ἐπ’ ἄρχοντας, ἐπί υἱούς ἀνθρώπων, οἷς οὐκ ἔστι σωτηρία» (Ψαλμ. ρμε’ 3). Μήν ἐμπιστεύεστε, μή στηρίζετε τίς ἐλπίδες σας στούς ἐφήμερους καί παροδικούς ἀνθρώπους. Αὐτοί, καί νά θέλουν νά σᾶς βοηθήσουν, πολλές φορές δέν μποροῦν νά σᾶς φανοῦν χρήσιμοι. Ἕνας καί μόνος εἶναι πού μπορεῖ νά σᾶς χαρίσει αὐτό πού ζητᾶτε. Καί αὐτός ὁ ἕνας εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς. Μόνο Αὐτός.
    «Δύναται τοῖς πειραζομένοις βοηθῆσαι», διότι Αὐτός εἶναι ὁ παντοδύναμος Θεός. Ὅταν τά βέλη τῶν ὁρατῶν καί ἀόρατων ἐχθρῶν ρίχνονται ἐναντίον μας, Ἐκεῖνος τά βλέπει καί ἔχει τή δύναμη καί τήν ἀγαθή διάθεση νά τά ἀπομακρύνει. Ἐκεῖνος γνωρίζει τίς συκοφαντίες πού ἐκτοξεύουν οἱ ἐχθροί μας, γιά νά σπιλώσουν τήν τιμή καί τήν ὑπόληψή μας. Γνωρίζει τίς δύσκολες περιστάσεις πού περνᾶμε, εἴτε ἕνεκα ὑπερβολικῆς φτώχειας, εἴτε ἕνεκα μακροχρόνιας ἀρρώστιιας, εἴτε ἀπό τήν ἀχαριστία καί τήν ἀγνωμοσύνη ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων τούς ὁποίους εὐεργετήσαμε, εἴτε ἀπό ὁποιαδήποτε ἄλλα περιστατικά. Βλέπει καί γνωρίζει τό οἰκονομικό ἀδιέξοδο, τά οἰκογενειακά δράματα, τήν ἐπιδείνωση τῆς ἀρρώστιιας, τό πλῆθος τῶν ἀναγκῶν. Τά γνωρίζει ὅλα, τά βλέπει, τά παρακολουθεῖ μέχρι λεπτομερείας. Τίποτε δέν μένει κρυφό καί ἄγνωστο ἐνώπιον Του, ἀλλά καί τίποτε δέν ξεπερνᾶ τή δύναμή Του. Ὡς παντογνώστης καί παντοδύναμος Θεός «δύναται τοῖς πειραζομένοις βοηθῆσαι».
    Καί ὄχι μόνο ὡς Θεός, ἀλλά καί ὡς ἄνθρωπος. Ὦ, ἀδελφέ μου, μήν ξεχνᾶς ὅτι ὁ Κύριός μας, ἐπειδή ἔγινε καί ἄνθρωπος κατά πάντα ὅμοιος μέ ἐμᾶς, ἐκτός βέβαια ἀπό τήν ἁμαρτία, γνωρίζει ἀπό προσωπική πείρα ὅλα ὅσα μᾶς θλίβουν καί μᾶς στενοχωροῦν καί μᾶς κάνουν νά χύνουμε δάκρυα θερμά. Ὅλη τή ζωή Του τήν πέρασε φτωχός, χωρίς νά ἔχει τίποτε τό δικό Του. Ἐργάστηκε ὡς ἕνας ἁπλός μαραγκός, γιά νά κερδίζει τόν ἄρτο Του. Κουράστηκε, ἵδρωσε, πείνασε, δίψασε, πόνεσε, ἔκλαψε. Ὅλα τά συναισθήματα τῆς ἀναμάρτητης ἀνθρώπινης φύσεως πλημμύριζαν τήν ἁγία Του ψυχή. Συμπαθοῦσε τούς πάσχοντες. Λυπόταν τούς ἁμαρτωλούς. Ἔκλαιε μετά τῶν κλαιόντων, ὅπως συνέβη μέ τή Μάρθα καί τή Μαρία, τίς ἀδελφές τοῦ Λαζάρου.
    Καί ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλά δοκίμασε καί τόν πόλεμο τοῦ διαβόλου, ὁ ὁποῖος μέ τρόπο ὕπουλο καί ἀπατηλό προσπαθοῦσε νά τόν παρασύρει στήν ἁμαρτία.  Δέν θυμᾶστε τούς τρεῖς μεγάλους πειρασμούς στήν ἔρημο; (Ματθ. δ’ 1-11). Μέ μανία καί λύσσα, ἀλλά καί μέ πανουργία σατανική ἀγωνίστηκε ὁ μισόκαλος δαίμονας νά παρασύρει τόν Κύριο σέ πράξεις καί ἐνέργειες ἀντίθετες πρός τό θέλημα τοῦ οὐράνιου  Πατέρα, ἀλλά συνάντησε σταθερή καί ἄκαμπτη τήν ἄρνηση τοῦ Ἰησοῦ. «Ὓπαγε ὀπίσω μου, σατανά». Αὐτά ὅλα ἔκαναν τόν θεῖο ἀπόστολο Παῦλο νά γράψει γιά τόν Κύριο ὅτι «ἐν ὦ πέπονθεν αὐτός πειρασθείς, δύναται τοῖς πειραζομένοις βοηθῆσαι». Ἐφόσον δηλαδή ἔχει πάθει καί δοκίμασε ὁ Ἴδιος πειρασμούς, ἐνθυμούμενος τί καί αὐτός ὑπέφερε, μπορεῖ νά βοηθήσει καί θά βοηθήσει ἐκείνους πού ἀντιμετωπίζουν πειρασμούς καί δοκιμασίες καί θλίβονται ποικιλοτρόπως στήν παροῦσα ζωή καί καταφεύγουν στήν προστασία Του.
    Λοιπόν, ἀδελφέ, τί περιμένεις; Γιατί διστάζεις; Πάντοτε, ἀλλά ἰδιαιτέρως στίς ἡμέρες τῶν θλίψεων καί τῶν σφοδρῶν πειρασμῶν, στίς ὧρες τοῦ πόνου καί τῶν δακρύων, μήν ξεχνᾶς ὅτι ὑπάρχει ὁ «ἐλεήμων καί πιστός ἀρχιερεύς» (Ἑβρ. β’ 17), ὁ στοργικός καί πονετικός Ἰησοῦς, ὁ Ὁποῖος ὄχι μόνο ὡς Θεός, ἀλλά καί ὡς ἄνθρωπος, «ἐν ὧ πέπονθεν αὐτός πειρασθείς, δύναται τοῖς πειραζομένοις βοηθῆσαι». Μέ πολλή προθυμία καί μέ ἀπεριόριστη ἐμπιστοσύνη νά γονατίζεις ἐνώπιόν Του καί μέ θερμή προσευχή νά Τοῦ λές:

    Κύριε, Κύριε, μέ βλέπεις πόσο ὑποφέρω, πόσο δοκιμάζομαι, πόσα δάκρυα χύνω, σέ τί καμίνι θλίψεων βασανίζομαι, σέ τί τρικυμιῶδες πέλαγος πειρασμῶν κλυδωνίζομαι! Λίγο ἀκόμη καί θά καταποντισθῶ. Δέν ἀντέχω πιά. Σύ ὁ στοργικός, Σύ ὁ ἐλεήμων καί συμπαθής Ἀρχιερεύς, Σύ, μόνος Ἐσύ μπορεῖς νά μέ βοηθήσεις. Ἅπλωσε τό παντοδύναμο χέρι Σου, Κύριε, καί κράτησε μέ. Ὦ, μή μέ ἀφήνεις ἀπροστάτευτο, ἀβοήθητο. Σύ χύσε βάλσαμο θείας παρηγορίας στήν πονεμένη ψυχή μου. Σύ φανέρωσε τήν ἀθωότητά μου. Σύ φώτισε αὐτούς πού μέ ἀδικοῦν, νά μοῦ ἀποδώσουν τό δίκαιο. Σύ ὁδήγησε στήν ὁδό τοῦ ἁγίου θελήματός Σου κι ἐμένα καί ὅλους τούς δικούς μου. Σύ σταμάτησε τή λαίλαπα τῶν κακῶν. Σύ χάρισέ μου τή γαλήνη, τήν εἰρήνη καί τή χαρά, ὥστε νά ἔχω κι ἐγώ μύριες ἀφορμές γιά νά ἐπαναλαμβάνω τά λόγια τοῦ ἐκλεκτοῦ Σου Ἀποστόλου, ὅτι μόνος Σύ «δύνασαι τοῖς πειραζομένοις βοηθῆσαι». Ἀμήν.» ( Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀρχ.Χριστοφ.Παπουτσοπούλου «ΟΙ ΣΠΕΙΡΟΝΤΕΣ ΕΝ ΔΑΚΡΥΣΙΝ», ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»).