Ήσαιου κς’ 16

  ΚΕΙΜΕΝΟ

«Κύριε, ἐν θλίψει ἐμνήθην σου, ἐν θλίψει μικρᾷ ἡ παιδεία σου ἡμῖν»

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

    «Κύριε, ὅταν εὑρίσκωμαι εἰς θλῖψιν, τότε σέ ἐνθυμοῦμαι· μέ θλῖψιν μικράν, συγκερασμένην μέ ἐπείκειαν καί ἔλεος, συντελεῖται εἰς ἡμᾶς ἡ παιδαγωγία σου» ( Ἀπό τήν «ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ ΜΕΤΑ ΣΥΝΤΟΜΟΥ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ», τόμος 16ος, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»).

ΣΧΟΛΙΟ

     «Ὁ θεῖος προφήτης τό εἶχε διαπιστώσει πάνω στά πράγματα. Εἶχε ὑπ’ ὄψη του τήν ἱστορία τοῦ ἔθνους του. Τί συνέβαινε μέ τούς Ἰσραηλίτες ἀπό τότε πού ὁ Θεός θαυματουργικῶς τούς εἶχε ἐλευθερώσει ἀπό τή σκληρή δουλεία τῶν Αἰγυπτίων; Πολύ εὔκολα ξεχνοῦσαν τόν Θεό καί παρέβαιναν τό ἅγιο θέλημά Του. Πολύ εὔκολα ξεχνοῦσαν τά καταπληκτικά θαύματα πού εἶχε κάνει ὁ Μωυσῆς μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ γιά χάρη τους, καί ἔπεφταν στήν εἰδωλολατρία. Δέν θυμοῦνταν τόν φόβο καί τόν τρόμο πού δοκίμασαν στό Σινᾶ, ὅταν μέσα ἀπό τό φλεγόμενο ὄρος ἀκουγόταν ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ, καθώς ἔδινε τίς δέκα ἐντολές. Δέν θυμοῦνταν οὔτε τό μάννα μέ τό ὁποῖο θαυματουργικά τούς ἔτρεφε ὁ Θεός ἐπί σαράντα ὁλόκληρα χρόνια. Δέν θυμοῦνταν τά πλούσια νερά τά ὁποῖα μέ τό χτύπημα τῆς ράβδου τοῦ Μωυσῆ ἀνέβλυζαν ἀπό τά ξερά βράχια καί πότιζαν τή γῆ. Ὅλα τά ξέχασαν καί γόγγυζαν κατά τοῦ Θεοῦ καί παρέβαιναν τόν ἅγιο νόμο Του. Καί τότε ὁ Θεός γιά νά τούς συνετίσει, γιά νά τούς κάνει νά συνέλθουν καί νά μετανοήσουν, χρησιμοποιοῦσε τήν παιδαγωγική ράβδο τῶν θλίψεων. Ὄχι, δέν ἦταν ἐκδικητική ἡ ἐκδήλωση ἐκείνη τοῦ πανάγαθου Θεοῦ. Ἦταν μόνο καί μόνο παιδαγωγική καί σωφρονιστική. Διότι τότε πάνω στόν πόνο καί τή θλίψη πού δοκιμάζαν, θυμοῦνταν τόν Θεό. Θυμοῦνταν τή φιλόστοργη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τή δική  τους  ἀχαριστία.   Καί τότε  «ἐπέστρεφον καί ὤρθριζον πρός τόν Θεόν» (Ψαλμ. οζ’ 34). Ταπεινωμένοι καί μετανοημένοι κατέφευγαν στό θεῖο ἔλεος. Συναισθάνονταν καί ὁμολογοῦσαν ὅτι ἡ αἰτία τῶν δεινῶν πού τούς ἔβρισκαν, δέν ὑπῆρχε στόν Θεό ἀλλά στή δική τους ἀχάριστη, ἀγνώμονα καί ἀσεβή συμπεριφορά. Καί ἀπόδειξη αὐτοῦ ἦταν ὅτι ὁ Θεός, ἐπειδή εἶναι «οἰκτίρμων καί ἐλεήμων» (Ψαλμ. ρβ’ 8), τούς συγχωροῦσε καί ἀπομάκρυνε τά θλιβερά γεγονότα πού τούς στενοχωροῦσαν καί τούς πίεζαν. Αὐτήν λοιπόν τήν πείρα πολλῶν αἰώνων τῆς ἐθνικῆς Ἱστορίας τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ εἶχε ὑπ’ ὄψη του ὁ προφήτης Ἡσαῒας, ὅταν ἔλεγε: «Κύριε, ἐν Θλίψει ἐμνήσθημέν σου» (Ἡσ. κς’ 16). Ὅταν, Κύριε, βρισκόμαστε σέ καιρό θλίψεως, ὅταν ἔρχονται θλιβερά γεγονότα τό ἕνα κατόπιν τοῦ ἄλλου καί γεμίζουν τήν ψυχή μας μέ πόνο καί ὀδύνη, Κύριε, τότε Σέ θυμούμαστε. Τότε ἀκοῦμε τή φωνή Σου νά μᾶς λέει ὅτι «διά τάς ἀνομίας ἡμῶν ἐταπεινώθημεν» (Ψαλμ. ρς’ 17). Καί τότε πραγματοποιεῖται αὐτό πού ἔλεγε ὁ προφήτης.
    «Κύριε, ἐν θλίψει ἐμνήσθημέν σου». Ἀδελφέ μου,τί λές; Μήπως καί μέ ἐμᾶς -ὡς ἄτομα καί ὡς ἔθνος -συμβαίνει κάτι παρόμοιο μέ ἐκεῖνο πού συνέβαινε μέ τόν ἰσραηλιτικό λαό; Ἡ ἀτομική πείρα καθενός, ἀλλά καί τοῦ ἔθνους μας γενικά μαρτυροῦν ὅλη τήν ἀλήθεια τῶν λόγων τοῦ προφήτη. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος περνᾶ μέ ἄνεση τή ζωή του, ὑπάρχει κίνδυνος νά ξεχάσει τον Θεό. Ἑλκύεται ἀπό τά πράγματα καί τίς δόξες καί τίς ἀπολαύσεις τοῦ κόσμου αὐτοῦ καί στρέφει ἀποκλειστικά τό ἐνδιαφέρον του πρός αὐτά. Ξεχνᾶ τή μεγάλη ἀλήθεια, ὅτι δέν εἴμαστε μόνιμοι κάτοικοι τῆς γῆς ἀλλά «ξένοι καί παρεπίδημοι» (Ἑβρ. ια’ 13), περαστικοί διαβατές,τῶν ὁποίων ἡ ἀληθινή καί αἰώνια κατοικία εἶναι ὁ οὐρανός. Καί ἐνῶ θά ἔπρεπε νά περνᾶμε τά λίγα χρόνια τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας ὡς πολίτες τοῦ οὐρανοῦ, κολλᾶμε στά ἐπίγεια καί ἐγκόσμια καί ξεχνᾶμε τή θεϊκή καταγωγή μας καί τόν ἔνδοξο αἰώνιο προορισμό μας. Καί τότε, γιά νά μᾶς κάνει ὁ πανάγαθος οὐράνιος Πατέρας μας νά συνέλθουμε ἀπό τή θανάσιμη αὐτή ἀπάτη, μᾶς ἐπισκέπτεται μέ θλίψεις. Ἐπιτρέπει κάποια ἀσθένεια ἤ μιά ἀνε πιθύμητη ἀτομική ἡ οἰκογενειακή δοκιμασία. Ἀφήνει νά ἀντιμετωπίζουμε δυσκολίες στό ἔργο μας καί τή σταδιοδρομία  μας. Ὡς πάνσοφος καί πανάγαθος ἰατρός χρησιμοποιεῖ γιά τόν καθένα μας φάρμακο – θλίψη – ἀνάλογη μέ τό χαρακτήρα μας, μέ τήν ἡλικία μας, μέ τήν κοινωνική μας θέση. Καί τότε κάτω ἀπό τό βάρος τῶν θλίψεων αὐτῶν θυμούμαστε καί πάλι τόν Θεό πού εἴχαμε ξεχάσει καί ἐπιστρέφουμε «ἐν μετάνοια» σ’ Αὐτόν. «Αὐτός• δέ ἐστίν οἰκτίρμων καί ἱλάσκεται ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν» (Ψαλμ. οζ’ 38). Μᾶς συμπονεῖ, μᾶς συγχωρεῖ καί ἐξαλείφει τίς ἁμαρτίες μας καί ἐκχύνει ἄφθονες τίς εὐεργεσίες Του.
Πόσοι καί πόσοι θυμήθηκαν τόν Θεόν καί μετανόησαν εἰλικρινά, ὅταν βρέθηκαν στόν θάλαμο κάποιου νοσοκομείου, ὅταν ἀνεπιθύμητος ἐπισκέπτης ἦλθε ἡ ἀσθένεια, ὅταν ὀρθώθηκε μπροστά τους τό φάσμα μιᾶς οἰκονομικῆς καταστροφῆς, ὅταν πρόσωπα ἀγαπητά, στά ὁποῖα εἶχαν στηρίξει τίς καλύτερες ἐλπίδες γιά τό μέλλον, δέν ἀνταποκρίθηκαν σ’ αὐτές, καί γενικά ὅταν οἱ αἰσιόδοξοι ὑπολογισμοί γιά τό μέλλον δέν βγῆκαν ἀληθινοί! Ἀλλά τότε ἀκριβῶς συντελέσθηκε ἡ σωτήρια στροφή. Τότε τά ὑγρά ἀπό τά καυτά δάκρυα μάτια ἀνυψώθηκαν πρός τόν οὐρανό. Καί ὁ βαθύς στεναγμός ὡς ἱκεσία θερμή ἔφθασε στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ καί ζήτησε τό θεῖο ἔλεος. Καί οἱ κρουνοί τῆς θείας χάριτος ἀνοίχθηκαν τότε πλούσιοι, γιά νά ἐκχυθεῖ αὐτή ἄφθονη στήν ψυχή πού ἀγωνιοῦσε, καί μέσα στή θλίψη πού δοκίμασε, ἀναζήτησε τόν Θεό. Καί Τόν βρῆκε. Καί ἀπόλαυσε ὅ,τι ζητοῦσε. Ἡ θλίψη βέβαια πέρασε κάποτε, ἀλλά ἀπό τή θλίψη ἔμεινε ὠφέλειθα. Καί ἡ ψυχή γεμάτη εὐγνωμοσύνη ἐπαναλαμβάνει τά λόγια τοῦ προφήτη: «Κύριε, ἐν θλίψει ἐμνήσθημέν σου».
     Ἄς εἶναι εὐλογημένο τό πανάγιο ὄνομά Σου, Κύριε, πού δέν μᾶς ἀφήνεις νά μᾶς ὑποδουλώσει ἡ ἁμαρτία καί νά ἐγκατασταθεῖ μονίμως ἡ ἀδιαφορία καί ἡ ἀποστασία στήν ψυχή μας, ἀλλά μᾶς ἐπισκέπτεσαι διά τῶν θλίψεων καί ζητᾶς νά μᾶς ἐπαναφέρεις κοντά Σου. Πικρή μᾶς φαίνεται στήν ἀρχή ἡ θλίψη, πού ἡ ἀγαθότης Σου ἐπιτρέπει. Ὑστέρα ὅμως ἀντιλαμβανόμαστε τί σωτήριο φάρμακο εἶναι ἡ θλίψη, ἀφοῦ μᾶς ξυπνᾶ ἀπό τόν λήθαργο τῆς ἁμαρτίας καί μᾶς κάνει νά καταφεύγουμε «ἐν μετανοίᾳ» πρός Σέ τόν φιλάνθρωπο καί στοργικό Πατέρα. Ἄς εἶναι χίλιες φόρες εὐλογημένο, Κύριε, τό πανάγιο ὄνομά Σου, καί τώρα καί στούς αἰῶνες. Ἀμήν.»
( Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀρχ. Χριστοφ.Παπουτσοπούλου «ΟΙ ΣΠΕΙΡΟΝΤΕΣ ΕΝ ΔΑΚΡΥΣΙΝ», ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»)