Ψαλμός ος’ 3

ΚΕΙΜΕΝΟ

«Ἐν ἡμέρᾳ θλίψεώς μου τόν Θεόν ἐξεζήτησα, ταῖς χερσί μου νυκτός ἐναντίον αὐτοῦ, καί οὐκ ἠπατήθην· ἀπῃνήνατο παρακληθῆναι ἡ ψυχή μου»

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

    «Κατά τήν ἡμέραν, κατά τήν ὁποίαν κατειχόμην ὑπό θλίψεως, μέ πόθον πολύν ἐζήτησα τόν Θεόν, μέ ἐκτεταμένας πρός αὐτόν τάς χεῖρας μου κατά τήν νύκτα τόν ἐπεκαλέσθην καί δέν ἠπατήθην, οὔτε διεψεύσθησαν αἱ πρός αὐτόν ἐλπίδες μου· λόγῳ τῆς πολλῆς μου θλίψεως ἀπεστρέφετο πᾶσαν παρηγορίαν καί ἠρνεῖτο ἐπιμόνως ἔστω καί ἐπί μικρόν νά παρηγορηθῇ ἡ ψυχή μου» ( Ἀπό τήν «ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ ΜΕΤΑ ΣΥΝΤΟΜΟΥ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ» τόμος 10ος, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»)

ΣΧΟΛΙΟ

    «Ποιά ἦταν τά δυσάρεστα γεγονότα τα ὁποῖα  γέμι¬ζαν ἀπό λύπη τήν ψυχή τοῦ Ψαλμωδοῦ, δέν μᾶς τό λέει. Πάντως γιά νά φθάσει στό σημεῖο νά ἀρνεῖται νά δεχθεῖ παρηγοριά καί ἐνθάρρυνση, πρέπει τά θλι¬βερά περιστατικά τα ὁποῖα τόν πιέζαν, νά ἦταν πολλά καί συνεχῆ. Εἶναι ἄλλωστε φυσικό στόν ἄνθρωπο, ὅταν τά σχέδιά  του ναυαγοῦν καί οἱ πόθοι του παρα¬μένουν ἀνεκπλήρωτοι, νά βλέπει τόν ὁρίζοντα τῆς ψυχῆς του σκεπασμένο ἀπό μαῦρα σύννεφα μελαγχο¬λίας καί ἀπελπισίας. Καί ὅταν συμβαίνει ἀπροσδόκη¬τα καί ἀνεπιθύμητα θλιβερά περιστατικά νά ἔρχονται τό ἕνα κατόπιν τοῦ ἄλλου, νομίζει ὅτι καλύπτεται ἀπό τό σκοτάδι ἀσέληνης νύχτας, χωρίς νά χαράζει ἡ ἀνατολή τῆς νέας ἡμέρας. Τότε καί ἡ παρουσία εἰλικρινῶν φίλων καί ἀδελφῶν ἀγαπητῶν εἶναι ἀνωφελής. Τά λόγια τους πέφτουν στό κενό, χωρίς νά βρίσκουν καμιά ἀπήχηση στή θλιμμένη ψυχή.
    Σέ μιά τέτοια κατάσταση βρέθηκε καί ὁ Ψαλμωδός. «Ἀπηνήνατο παρακληθῆναι ἡ ψυχή μου». Ἀρνιόταν νά δεχθεῖ παρηγοριά καί βοήθεια ἡ ψυχή μου. Ζοῦσε κατά τήν περίοδο ἐκείνη ὁ ἔνθεος Ψαλμωδός σ’ ἕνα δικό του κόσμο σκοτεινό, μελαγχολικό, ἀποπνικτικό. Καί ὅμως αὐτό πού οἱ ἄνθρωποι δέν μπόρεσαν νά τοῦ δώσουν,τοῦ το χάρισε ἡ σκέψη τοῦ Θεοῦ. Ὤ, ἀλήθεια! Γιατί ξέχασε τήν ὑπάρξη, τήν παρουσία, τήν πρόνοια, τηήν ἐπέμβαση του Θεοῦ; Καί νά! Μόλις ἡ σκέψη τοῦ Θεοῦ ἦλθε στό νοῦ του, τό σκοτάδι ἄρχισε νά διαλύεται. «Πνεῦμα δρόσου» δρόσισε τήν πονεμένη ψυχή του. Ἀπόηχος θείας ἁρμονίας ἔφθασε στά αὐτιά του ἡ ἀδιάψευστη ὑπόσχεση: «Οὐ μή σέ ἀνῶ οὐδ’ οὐ μή σέ ἐγκαταλίπω» (Ἑβρ. ιγ’ 5). Αὐτή ὅμως ἡ ἐσωτερική πληροφορία ἄλλαξε τελείως τήν ψυχική κατάσταση τοῦ πονεμένου Ψαλμωδοῦ. Καί αὐτός λοιπόν, ὁ ὁποῖος μέχρι πρίν ἀπό λίγο διακήρυττε ὅτι «ἀπηνήνατο παρακληθῆναι ἡ ψυχή» του, τώρα μέ αἰσιοδοξία βεβαιώνει καί ἀναφωνεῖ: «Ἐμνήσθην τοῦ Θεοῦ καί εὐφράνθην». Ἡ σκέψη ὅτι πάνω ἀπό  μένα ὑπάρχει καί κατευθύνει τά πάντα ἡ πάνσοφη καί πανάγαθη πρόνοια τοῦ Θεοῦ, γέμισε ἀπό χαρά καί εὐφρόσυνη τήν ψυχή μου.
«Ἀπηνήνατο παρακληθῆναι ἡ ψυχή μου. ἐμνήσθην τοῦ Θεοῦ καί εὐφράνθην».
    Ἀλλά δέν εἶναι μόνο ὁ Ψαλμωδός στόν ὁποῖο συνέβησαν αὐτά. Ὅλοι μας, ἐάν ἐρευνήσουμε τό παρελθόν μας, καί ἄν ἀκούσουμε τίς ὁμολογίες φίλων καί γνωστῶν καί συγγενῶν, θά δοῦμε νά ἐπαναλαμβάνεται ἡ ἰδία κατάσταση. Στίς ἡμέρες δηλαδή τῆς πολλῆς λύπης καί τῆς ἀθυμίας, ὅταν ἐπισκέπτεται τήν οἰκογένεια ὁ θάνατος  ἤ  ἡ βαριά ἀρρώστια ἤ  ἡ οἰκονομική καταστροφή, ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἀποδεικνύονται ἀνίσχυροι καί ἀδύνατοι νά μᾶς παρηγορήσουν καί νά μᾶς βοηθήσουν ἡ σκέψη τοῦ  Θεοῦ, ἡ καταφυγή σ’ Αὐτόν, ἡ θερμή ἱκεσία μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπό τό ἄγχος, διώχνει τούς φόβους καί ἐγκαθιστᾶ μέσα μας τό θεῖο καί οὐράνιο δῶρο τῆς εἰρήνης, τῆς ἐλπίδας καί τῆς ἀσφάλειας. Καί τότε ἀπό τό στόμα μας δέν βγαίνουν λόγια ἀπογνώσεως καί μεμψιμοιρίας, ἀλλά λόγια πίστεως. «Κύριος φωτισμός μου καί σωτήρ μου• τίνα φοβηθήσομαι; Κύριος ὑπερασπιστής τῆς ζωῆς μου• ἀπό τίνος δειλιάσω;» (Ψαλμ. κς’ 1). Καί πραγματοποιεῖται τότε καί σ’ ἐμᾶς αὐτό πού ἔγινε στόν ἔνθεο Ψαλμωδό: «ἐμνήσθην τοῦ Θεοῦ καί εὐφράνθην».
    Φίλη ψυχή! Καί ἄν μέχρι σήμερα δέν σοῦ ἔχουν συμβεῖ παρόμοια γεγονότα, μήν ξεχνᾶς ὅτι, ἐφόσον διαπλέουμε τό πέλαγος τῆς ζωῆς, εἶναι ἐνδεχόμενο νά μᾶς συμβοῦν. Ἀλλά ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ μᾶς ἐφοδιάζει μέ σωσίβιο ἀπόλυτης ἀσφαλείας καί βεβαίας σωτηρίας, ἐφόσον μᾶς ὑποδεικνύει γιά τίς ὧρες τοῦ πόνου καί τῶν δακρύων καί τῶν θλίψεων ὡς ἀσφαλές καταφύγιο καί ὡς πηγή παρηγοριᾶς τή στοργική ἀγκαλιά τοῦ οὐράνιου Πατέρα. Στήν πατρική ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ οἱ ἀπελπισμένοι βρῆκαν τίς ἐλπίδες τους νά ἐκπληρώνονται• οἱ θλιμμένοι ἀπόλαυσαν τήν παρηγοριά. οἱ ἀδύνατοι τή δύναμη• οἱ ἁμαρτωλοί τή συγχώρηση· οἱ πιστοί καί εὐσεβεῖς καί δίκαιοι τήν ἀνάπαυση καί τή χαρά.
 « Ἀπηνήνατο παρακληθῆναι ἡ ψυχή μου. ἐμνήσθην τοῦ Θεοῦ καί εὐφράνθην ».
     Καθώς διασχίζω, Κύριε, τήν κοιλάδα αὐτή τοῦ κλαυθμῶνος, καθώς διαπλέω τό πέλαγος τοῦ βίου, πολλοί φόβοι, πολλοί κίνδυνοι, πολλές ἀνησυχίες μέ ταράζουν καί δημιουργοῦν κάποτε ἀποπνικτική κατάσταση στήν ψυχή μου. Ὁ κόσμος αὐτός, ὁ ἀποστατη μένος ἀπό Σένα, μέ τά τόσα θέλγητρά του καί τίς ἀπατηλές ὑποσχέσεις του, ὁ κόσμος αὐτός, μέ τίς τόσες ἀπειλές καί τούς φόβους του, ὑπάρχει κίνδυνος νά γεμίσει τήν ψυχή μου ἀπό μαύρη ἀπελπισία καί νά μέ ἀπομακρύνει ἀπό κοντά Σου. Ἀλλά, Κύριε μου, πέφτω ταπεινά ἐνώπιον Σου καί Σέ ἱκετεύω, μήν ἐπιτρέψεις ποτέ νά ξεχάσω τή μεγάλη ἀλήθεια, ὅτι πάνω καί ἀπό τά νέφη καί τούς ἀνέμους, ἀπό τό σκοτάδι καί τουύς κινδύνους, Ἐσύ ὁ Παντοδύναμος καί Πανάγαθος κυβερνᾶς το σύμπαν· Ἐσύ ὡς στοργικός Πατέρας φροντίζεις ξεχωριστά γιά τόν καθένα μας. Ρίζωσε βαθιά μέσα μου, Κύριε, τήν πεποίθηση αὐτή, γιά νά μή δειλιάζω πότε, ἀλλά ἔχοντας ὁδηγό τόν ἅγιο νόμο Σου καίτό θεῖο θέλημα Σου νά ἀντιμετωπίζω ὅλα τα γεγονότα τῆς ἐπίγειας ζωῆς μέ αἰσιοδοξία καί πίστη ἕως τήν ἡμέρα κατά τήν ὁποία ἡ ἀγαθότης Σου θά μέ ἀξιώσει νά φθάσω στό ἀκύμαντο λιμάνι τῆς οὐράνιας Βασιλείας Σου. Ἀμήν.»
( Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀρχ. Χριστοφ.Παπουτροπούλου «ΟΙ ΣΠΕΙΡΟΝΤΕΣ ΕΝ ΔΑΚΡΥΣΙΝ», ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»)