Ιωβ α’21

ΚΕΙΜΕΝΟ

«Αὐτός γυμνός ἐξῆλθον ἐκ κοιλίας μητρός μου, γυμνός καί ἀπελεύσομαι ἐκεῖ· ὁ Κύριος ἔδωκεν, ὁ Κύριος ἀφείλατο· ὡς τῷ Κυρίῳ ἔδοξεν, οὕτω καί ἐγένετο· εἴη τό ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον εἰς τούς αἰῶνας»

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

    «Ἐγώ γυμνός ἐβγῆκα ἀπό τήν κοιλίαν τῆς μητέρας μου, γυμνός καί θά ἀπέλθω ἐκεῖ, εἰς τήν κοινήν μητέρα γῆν. Ὁ Κύριος ἔδωκεν, ὁ Κύριος καί ἀφήρεσεν. ὍΠως ἐφ΄νη καλόν εἰς τόν Κύριον, ἔτσι καί ἔγινεν· ἄς εἶναι τό ὄνομα τοῦ Κυρίου δοξασμένον καί εὐλογημένον πάντοτε καί ἀτελευτήτως» ( Ἀπό τήν «ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ ΜΕΤΑ ΣΥΝΤΟΜΟΥ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ», τόμος 11ος, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»)

ΣΧΟΛΙΟ

    «Δέν ἦταν τυχαῖος ἄνθρωπος ὁ Ἰώβ. Ἡ Ἁγία Γραφή μας λέει ὅτι ἦταν «ἀληθινός, ἄμεμπτος, δίκαιος, θεοσεβής, ἀπεχόμενος ἀπό παντός πονηροῦ πράγματος», καί ἀκόμη «εὐγενής τῶν ἀφ’ ἡλίου ἀνατολῶν» (Ἰώβ α’ 1,3). Εἶχε ἑπτά γυιούς καί τρεῖς θυγατέρες. Εἶχε ἐπίσης ἐκτός ἀπό ὅλα τά ἄλλα ἀγαθά καί ἑπτά χιλιάδες πρόβατα, τρεῖς χιλιάδες καμῆλες καί πεντακόσια ζεύγη βοδιῶν. Εἶχε ἀκόμη καί πολλούς ὑπηρέτες μέ τούς ὁποίους ἐργαζόταν μεγάλα ἔργα. Εἶχε καί φήμη μεγάλη καί ἦταν σεβαστός καί ἔνδοξος μεταξύ ὅλων τῶν γειτονικῶν φύλων. Ὅλοι τόν μακάριζαν.
    Ἦρθε ὅμως καί ἡ ὥρα τῆς φοβερῆς δοκιμασίας. Τέσσερις ἀγγελιοφόροι, ὁ ἕνας μετά τόν ἄλλο, τοῦ ἔφεραν τίς πλέον δυσάρεστες καί θλιβερές εἰδήσεις. Εἶπε ὁ πρῶτος: Καθώς τά βόδια ὄργωναν τά χωράφια, ἦρθαν ξαφνικά ληστές. Καί τά μέν βόδια καί τά ἄλλα ζῶα πού ἦταν ἐκεῖ, τά πῆραν, τούς δούλους δέ πού τά ἐπιτηροῦσαν, τούς σκότωσαν μόνο ἐγώ σώθηκα. Δέν πρόφθασε νά τελειώσει ὁ πρῶτος καί νά, ἔρχεται ὁ δεύτερος καί ἀρχίζει: Κεραυνοί ὁ ἕνας κατόπιν τοῦ ἄλλου σάν φωτιά ἀπό τόν οὐρανό ἔπεσαν καί κατάκαψαν τά πρόβατα καί τούς βοσκούς• μέ πολλή δυσκολία σώθηκα ἐγώ. Ἐνῶ ἀκόμη ἔλεγε ὁ δεύτερος γιά τή φοβερή καταστροφή, καταφθάνει ὁ τρίτος. Καί τί λέει; Ἦρθαν ἐχθροί ἱππεῖς καί περικύκλωσαν τίς καμῆλες, καί μετά τίς πῆραν καί σκότωσαν τούς ὑπηρέτες πού τίς φύλαγαν. Μόλις καί μετά βίας σώθηκα ἐγώ καί ἦρθα νά σοῦ ἀναγγείλω  τό κακό πού ἔγινε. Ἀλλά νά, καταφθάνει καί ὁ τέταρτος. Καί οἱ εἰδήσεις τοῦ  τέταρτου εἶναι πικρές καί ὀδυνηρές γιά τόν Ἰώβ. Τί τοῦ ἀναγγέλλει; Καθώς τά παιδιά σου ὅλα ἦταν συγκεντρωμένα στό σπίτι τοῦ μεγαλύτερου ἀδελφοῦ τους, ξαφνικά χωρίς κανείς νά τό περιμένει φύσηξε ἄνεμος πολύ δυνατός καί γκρέμισε τό σπίτι καί κάτω ἀπό τά ἐρείπιά του θάφτηκαν ὅλα τά παιδιά σου• μόλις καί μετά δυσκολίας σώθηκα ἐγώ.
    Μεγάλη ἡ δοκιμασία. Ἀπερίγραπτη ἡ θλίψη. Κρίσιμη ἡ στιγμή. Πόνεσε πολύ ὁ Ἰώβ. Ἡ πατρική του καρδιά διαπεράστηκε ἀπό πύρινη ρομφαία. Ὅσα εἶχε τά ἔχασε. Καί τό σπουδαιότερο, στερήθηκε τά παιδιά του. Τί θά κάνει ὁ Ἰώβ; Πῶς θά ἀντιμετωπίσει τήν ὁλοκληρωτική καταστροφή; Ὁ Ἰώβ δέν ἦταν ἄνθρωπος τῆς θεωρητικῆς θεοσεβείας. Ἦταν πιστός καί ἀφοσιωμένος δοῦλος τοῦ Θεοῦ. Κοιτάξτε τον. Δέν μένει ἀπαθής καί ἀσυγκίνητος, ἀλλά καί δέν θρηνεῖ ἀπελπισμένα. Ἐκδηλώνει συγκρατημένα τόν πόνο του καί τή θλίψη του. Καί ὅπως στήν ἐποχή τῆς εὐτυχίας ὕψωνε τό βλέμμα στόν οὐρανό καί εὐχαριστοῦσε τόν Θεό γιά τίς δωρεές καί τίς εὐεργεσίες Του, ἔτσι καί τώρα στίς ἡμέρες τοῦ πόνου καί τῆς ὀδύνης σκύβει ταπεινά, πέφτει κάτω καί προσκυνάει τόν Θεό. Ὅ,τι καί ἄν εἶχα, ὁ Θεός μοῦ τά εἶχε δώσει. Ὁ Θεός τώρα μοῦ τά πῆρε. Ἔκανε ἐκεῖνο πού Αὐτός ἔκρινε καλό. «Εἴη το ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον εἰς τούς αἰῶνας».
«Εἴη το ὄνομα Κύριου εὐλογημένον».
    Ἐκπλήσσεται, θαυμάζει, στέκεται κανείς μέ σεβασμό μπροστά στή συμπεριφορά αὐτή του Ἰώβ. Πόση πίστη! Πόση ταπεινώση! Πόση εὐλάβεια! Πόση ὑπομονή! Πιστεύει καί ὀμολογεῖ ὅτι ὁ Θεός του εἶχε δώσει ὅσα εἶχε. Ὁ Θεός τώρα ἔκρινε ὅτι ἔπρεπε νά του τα ἀφαιρέσει. Καί ὅταν του τα ἔδινε, ἀλλά καί τώρα πού του τα ἀφαιρεῖ, πιστεύει ὁ Ἰώβ ὅτι ὁ Θεός τον εὐεργετεῖ. Ὁ Ἰώβ, ἐπειδή ἔχει ἀπεριόριστη ἐμπιστοσύνη στίς ἐκδηλώσεις του Θεοῦ καί ἀνεπιφύλακτη πεποίθηση στήν πατρική Του ἀγαθότητα, ὑποτάσσεται ταπεινά στό θέλημα Του καί λέει το «Εἴη το ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον».
    Ἀδελφέ μου, μιμούμαστε κι ἐμεῖς τόν Ἰώβ στίς ὧρες τῆς θλίψεως καί τοῦ πόνου μας; Σκύβουμε ταπεινά μπρός στή μεγαλοσύνη τοῦ Θεοῦ; Προφέρουμε κι ἐμεῖς τά λόγια τοῦ πολύαθλου Ἰώβ; Λέμε κι ἐμεῖς, ἄς εἶναι εὐλογημένο καί τρισευλογημένο τό πανάγιο ὄνομα τοῦ Κυρίου μας; Ὤ, ἀδελφέ μου, τότε ἔχει μεγάλη ἀξία νά εὐχαριστοῦμε τόν Θεό, ὅταν Ἐκεῖνος μᾶς παίρνει πίσω ὅ,τι  μᾶς εἶχε δώσει ἕως τώρα. Τότε ἡ εὐχαριστία μας πρός τόν Θεό εἶναι ἀληθινή λατρεία πρός Αὐτόν ὅταν μᾶς ζητάει νά Τοῦ δώσουμε ὅ,τι ἀγαπήσαμε περισσότερο στόν κόσμο αὐτό. Ἐκεῖνος ἔδειξε μέ τόν πιό ἐπίσημο καί συγκινητικό τρόπο τήν ἀγάπη Του σ’ ἐμᾶς μέ τό νά θυσιάσει τόν Μονογενή Υἱό τῆς ἀγάπης καί τῆς εὐδοκίας Του. Πῶς λοιπόν νά μή δεχθοῦμε κι ἐμεῖς μέ ὑπομονή καί καρτερία τήν ἀφαίρεση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, τή στέρηση τῆς ὑγείας γιά μικρό ἤ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, τόν πρόσκαιρο ἀποχωρισμό ἀπό πρόσωπα προσφιλή καί ἀγαπητά, καί αὐτήν ἀκόμη τή θυσία τῆς πρόσκαιρης ζωῆς μας χάριν τῆς πίστεως καί τῆς ὁμολογίας τοῦ ἁγίου ὀνόματος Του; Ὤ, ἀλήθεια, πόσο εὐτυχισμένοι θά εἴμαστε, ἐάν καί στίς μεγαλύτερες θλίψεις πού μᾶς βρίσκουν καί στά πικρότερα ποτήρια πού πίνουμε, ἐάν λέμε καί ἐπαναλαμβάνουμε τά λόγια τοῦ Ἰώβ: «Εἴη το ὄνομα Κύριου εὐλογημένον εἰς τούς αἰῶνας».

    Κύριε, Κύριε, ἐάν τα λόγια τῆς προσευχῆς καί τῆς δοξολογίας πρός τή μεγαλοσύνη Σου Σύ μᾶς τά διδάσκεις καί τά  ἐμπνέεις στίς ψυχές μας, πολύ περισσότερο βάζεις Ἐσύ στό στόμα μας τά λόγια τῆς εὐχαριστίας στίς ὧρες τοῦ πόνου καί τῶν θλίψεων. Ναί, στοργικέ καί πανάγαθε Κύριε. Καί τότε ἀκόμη, ὅταν ἡ ψυχή μας φλογίζεται ἀπό τήν ὀδύνη τοῦ πόνου καί δάκρυα καυτά τρέχουν ἀπό τά μάτια μας, δίνε μας τή χάρη Σου, ὥστε ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς μας νά ἀνεβαίνει καί νά βγαίνει ἀπό τό στόμα μας ὁ λόγος τῆς ταπεινῆς εὐχαριστίας, ὅπως τόν εἶπε ὁ Ἰώβ. Ἄς εἶναι το ὄνομά Σου εὐλογημένο καί τρισευλογημένο καί τώρα καί πάντοτε. Ἀμήν.»
( Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀρχ. Χριστοφ.Παπουτροπούλου «ΟΙ ΣΠΕΙΡΟΝΤΕΣ ΕΝ ΔΑΚΡΥΣΙΝ», ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»)