ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΒ΄

Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου ( μέ τήν εὐκαιρία τῶν 200 χρόνων ἀπό τήν κοίμησή του)

Ἀόρατος Πόλεμος

Τά κείμενα εἶναι παρμένα ἀπό τήν ἔκδοση  τοῦ παραπάνω βιβλίου σέ σύγχρονη μορφή γλώσσας ἀπό τόν πανοσ.Ἱερομόναχο Βενέδικτο. Ἔκδοση Συνοδείας Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Νέα Σκήτη, Άγιον Όρος

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΒ΄.  Τα πολλά θελήματα και οι επιθυμίες, που υπάρχουν στον άνθρωπο και η μάχη που υπάρχει ανάμεσά τους.

    Γνώριζε ότι στον πόλεμο αυτό, δυό θελήσεις υπάρχουν μέσα μας αντίθετες αναμεταξύ τους· η μία, του λογικού και γι αυτό λέγεται, θέλησις λογική, και ανώτερη· η άλλη, της αισθήσεως και γι αυτό ονομάζεται, θέλησις αισθητική και κατώτερη, η οποία ακόμη πιο συνηθισμένα, ονομάζεται θέλησις άλογη, θέλησις διαθέσεως σάρκας και πάθους· με την ανώτερη και λογική θέλησι επιθυμούμε όλα τα καλά· και με την κατώτερη και παράλογη θέλησι, επιθυμούμε όλα τα κακά· λοιπόν, όταν εμείς θέλουμε κανένα πράγμα με μόνον την αίσθησι, έως που δεν ταιριάζουμε με την ανώτερη και λογική θέλησι να το θέλουμε, δεν λογαριάζεται, ότι το θέλουμε στα αλήθεια. Οπότε όλος ο αόρατος πόλεμος, πρώτα σε αυτό μένει, δηλαδή, στο να μη γέρνει η ανώτερη θέλησι στη κατώτερη. Γιατί, η λογική θέλησι, η οποία βρίσκεται ανάμεσα στη θέλησι του Θεού, που μένει πάνω της και σε εκείνη της αισθήσεως, που είναι κάτω της, πολεμείται πάντα και από τη μία και από την άλλη. Επειδή και κάθε μία από αυτές θέλει να την παρασύρη και να την υποτάξη στον εαυτό της (19).
   Γι αυτό, μεγάλη δοκιμασία και κόπο, και μάλιστα στην αρχή, δοκιμάζουν εκείνοι, που συνήθισαν στο κακό, όταν αποφασίσουν να αλλάξουν την κοσμική και σαρκική τους ζωή και να παραδοθούν στην αγάπη και υπηρεσία του Θεού. Γιατί, τις αντιθέσεις που δέχεται η λογική θέλησί τους, από την θέλησι του Θεού και από την θέλησι της αισθήσεως, οι οποίες μένουν από το ένα μέρος και από το άλλο και την πολεμούν, είναι τόσο δυνατές, που με μεγάλη δοκιμασία τις αισθάνονται, πράγμα το οποίο δεν συβαίνει σε εκείνους, που συνήθισαν ήδη, ή στις αρετές ή στις κακίες και που αναπαύονται να ζούν ή σε εκείνες ή σε αυτές.
   Γιατί, οι μεν ενάρετοι, συμφωνούν εύκολα στην θέλησι του Θεού, οι δε κακοί, κλίνουν σε εκείνη της αισθήσεως, χωρίς καμία αντίθεσι (20). Οπότε, ας μην καυχάται κανείς, Πως μπορεί να αποκτήση τις αληθινές χριστιανικές αρετές και να υπηρετήση τον Θεό, καθώς πρέπει, αν δεν βιάση στα αλήθεια τον εαυτό του για να εγκαταλείψη όχι μόνο τις μεγαλύτερες ευχαριστήσεις, αλλά ακόμη και τις μικρότερες, στις οποίες ήταν πριν αφοσιωμένος με κοσμική αγάπη. Και από αυτό συμβαίνει να φθάνουν στην τελειότητα πολύ λίγοι (21). Γιατί, αφού κατάκτησαν με κόπο τις μεγαλυτέρες ευχαριστήσεις, δεν θέλουν μετά από αυτά να πιέσουν τον εαυτό τους, στο να νικήσουν και τις μικρότερες και ασήμαντες επιθυμίες τους, οι οποίες κάθε ώρα τους κατακτούν.
   Γιά παράδειγμα· υπάρχουν μερικοί, που δεν παίρνουν το ξένο πράγμα, αλλά όμως αγαπάνε με υπερβολή το δικό τους· είναι άλλοι που δεν ζητάνε τιμές με αθέμιτα και άπρεπα μέσα· όμως, δεν τις συχαίνονται, καθώς έχουν χρέος, αλλά και τις επιθυμούν, και κάποιες φορές τις γυρεύουν με άλλους διαφόρους τρόπους. Άλλοι πάλι, κρατάνε τις νομοθετημένες νηστείες κατά την υποχρέωσί τους, όμως κυριεύονται από την αδηφαγία και την βουλιμία, τρώγοντας περισσότερο από αυτό που τους είναι αρκετό. Άλλοι ζούν με εγκράτεια, όμως δεν ξεκολλάνε από κάποιες παρέες, που τους αρέσουν, οι οποίες τους προξενούν μεγάλο εμπόδιο στην πνευματική ζωή και στη ένωσι με το Θεό· και μάλιστα, οι εκείνες οι συναναστροφές, που γίνονται με πρόσωπα νέα και ευλαβή, από τα οποία όσο λιγώτερο φοβάται κάποιος, τόσο περισσότερο πρέπει να τα αποφεύγη (22).
    Οπότε, από αυτά που είπαμε, ακολουθεί σε αυτούς το γεγονός ότι κάνουν τα καλά έργα, ατελή, ελλιπή και ταιριασμένα με την επιθυμία της τιμής και των επαίνων του κόσμου. Από αυτά, σαν επακόλουθο έρχεται το να μη προκόβουν στο δρόμο της σωτηρίας, αλλά να επιστρέφουν και πίσω και να ξαναπέφτουν στα πρώτα κακά· γιατί δεν αγαπάνε την αληθινή αρετή, ούτε φαίνονται ευχάριστοι στο Θεό, που τους λύτρωσε πριν από την τυραννία του διαβόλου· από αυτά ακόμη ακολουθεί να είναι αυτοί αμαθείς πάντα και τυφλοί στο να μη βλέπουν τον κίνδυνο που βρίσκονται σε κάποια στιγμή, που νομίζουν Πως είναι ασφαλείς και ακίνδυνοι.
   Και εδώ φανερώνεται μία πλάνη, τόσο περισσότερο επιζήμια, όσο είναι λιγώτερο γνωστή· επειδή, είναι πολλοί που ακολουθούν την πνευματική ζωή, αγαπάνε όμως περισσότερο από ό,τι πρέπει τον εαυτό τους (αν και στην πραγματικότητα δεν γνωρίζουν να τον αγαπούν). Γιατί, καταπιάνονται περισσότερο, με εκείνα τα αγωνίσματα, που γέρνει η επιθυμία τους και αφήνουν τα άλλα, που έρχονται σε αντίθεσι με τη φυσική τους κλίσι και στις επιθυμίες των αισθήσεων, τις οποίες, έπρεπε με κάθε δίκαιο να πολεμούν με όλες τους τις δυνάμεις.
   Γιά αυτό, αγαπητέ εν Κυρίω, αδελφέ μου, σου παραγγέλνω να αγαπάς πάντα την δυσκολία και τη δοκιμασία, που φέρνει μαζί του αυτός ο πόλεμος, ακόμη και αν νικηθής κάποτε σε αυτόν. Γιατί λέει ο Σειράχ· «Μη μισήσης κουραστική εργασία» (7,16). Γιατί εδώ βρίσκονται τα πάντα. Επειδή και όσο πιο δυνατά αγαπήσης τη δυσκολία που δείχνει στους αρχάριους η αρετή και ο πόλεμος, τόσο περισσότερο και πιο γρήγορα θα νικήσης· τι λέω; εάν εσύ αγαπήσης περισσότερο τον βασανιστικό πόλεμο των παθών, παρά τις δικές σου αρετές και τις νίκες, φυσικά πολύ πιο γρήγορα θα αποκτήσης κάθε καλό.