ΚΕΙΜΕΝΟ
«Ὅτι σποδόν ὡσεί ἄρτον ἔφαγον καί τό πόμα μου μετά κλαυθμοῦ ἐκίρνων»
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
«Πράγματι δέ εἶμαι δυστυχέστατος, διότι ἄντί ἄρτου τρώγω τήν στάκτην τοῦ διαρκοῦς μου πένθους, καί τό ὕδωρ, οπού πίνω, τό ἀναμιγνύω μέ τά ἀφθόνως ρέοντα ἐξ αἰτίας τῶν λυγμῶν μου δάκρυα» ( Ἀπό τήν «ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ ΜΕΤΑ ΣΥΝΤΟΜΟΥ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ», τόμος 10ος, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΣΧΟΛΙΟ
«Ἴσως νά θεωρηθῆ ὁ στίχος αὐτός τοῦ ψαλμοῦ ὡς ἔκφρασις μεμψίμοιρος μελαγχολικοῦ τινος χαρακτῆρος. Ἀλλ’ εἶναι γεγονός ὅτι, ἀπό τότε πού εἰσεχώρησεν εἰς τήν ἀνθρωπότητα ἡ ἁμαρτία, ἡ γῆ ἔπαυσε νά εἶναι ὁ παράδεισος εἰς τόν ὁποῖον ὁ ἄνθρωπος θά ἀπελάμβανε χωρίς μερίμνας καί πόνους καί λύπας τά ἀγαθά τῆς γῆς. Μετεβλήθη ἔκτοτε εἰς «κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος». Ἔγινε δηλαδή ὁ τόπος εἰς τόν ὁποῖον ὁ ἄνθρωπος περνᾶ τάς ἡμέρας του ἐν μέσω δακρύων καί θλίψεων. Ἀναμιγνύεται πολλάκις τό νερό ἤ τό κρασί πού πίνει μέ τά δάκρυά του, ὥστε νά μή εἶναι ὑπερβολή ἐκεῖνο πού ὁ θεόπνευστος ψαλμωδός λέγει: «τό πόμα μου μετά κλαυθμοῦ ἐκίρνων».
«Μετά κλαυθμοῦ ἐκίρνων»
Καί εἶναι πράγματι πολλά ἐκεῖνα πού προκαλοῦν τά δάκρυα τοῦ ἀνθρώπου ἐπί τῆς γῆς. Εἶναι οἱ κόποι εἰς τους ὁποίους θά ὑποβληθῆ καί οἱ ἱδρῶτες τούς ὁποίους θά χύση εἰς τόν ἀγῶνα τῆς ζωῆς. Εἶναι αἱ ἀπογοητεύσεις καί αἱ λύπαι πού θά δοκιμάση. Εἶναι ἡ διάψευσις τῶν ἐλπίδων καί ἡ ματαίωσις τῶν ἐπιδιώξεών του. Εἶναι ἡ λύπη διά τήν ἀνειλικρίνειαν πολλῶν τούς ὁποίους ἐνόμιζε φίλους ἀφωσιωμένους, καθώς καί διά τήν ἄδικον ἐναντίον του προκατάληψιν καί τήν παρεξήγησιν τῶν καλῶν του διαθέσεων καί προσπαθειῶν.
Καί δέν εἶναι μόνον αὐτά. Ἔρχεται πολλάκις ἀσθένεια μακρά καί ὀδυνηρά, ὄχι σπανίως ἀνίατος καί ἀθεράπευτος, διά νά καθηλώση τον ἄνθρωπον εἰς το κρεββάτι τοῦ πόνου. Ὦ, μέ πόσα δάκρυα συνοδεύει τό φαγητόν καί τό ποτόν του αὐτός ὁ ὁποῖος ἀντί τοῦ φαγητοῦ πού τοῦ προσφέρουν μέ δυσφορίαν καί περιφρόνησιν, θά ἐπροτίμα ὀλίγην ἀγάπην, ἕνα μειδίαμα στοργῆς, μίαν συμπάθειαν εἰλικρινῆ! Καί πῶς λαχταρᾶ νά λάβη μίαν ἐπιστολήν, νά διαβάση ὀλίγας λέξεις γραμμένας ἀπό τό χέρι ἐκείνων πού τόσον πολύ ἀγαπᾶ, ἐκεῖνος πού κατάκειται μακράν ἀπό τούς ἰδικούς του εἰς κάποιον ἄσυλον ἤ νοσοκομεῖον!
Ὅταν δέ ἀπρόσκλητος ἐπισκέπτης ἐμφανίζεται ὁ θάνατος διά νά χωρίση ἀγαπητάς ὑπάρξεις• ὅταν ἀποτυχία εἰς τάς ἐπιχειρήσεις ἤ καταστρεπτικός σεισμός μεταβάλλη εἰς ἐρείπια ὅ,τι μέχρι πρό ὀλίγου ἀπετέλει τήν χαράν διά τό παρόν καί τήν ἐλπίδα διά τό μέλλον, πόσα δάκρυα καί τότε!
«Τό πόμα μου μετά κλαυθμοῦ ἐκίρνων»
Φίλη ψυχή, ἀθυμεῖς; Αἱ ἀνωτέρω γραμμαί σοῦ ἔφεραν θλιβεράς ἴσως ἀναμνήσεις καί σοῦ ἐδημιούργησαν μελαγχολικά συναισθήματα; Ἀλλ’ ὁ σκοπός διά τόν ὁποῖον ἐγράφησαν εἶναι νά σοῦ ὑπενθυμίσουν τήν μεγάλην ἀλήθειαν πού εἶπεν ὁ Κύριος: Ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε. Καί συγχρόνως νά σοῦ μεταδώσουν τήν γλυκεῖαν παρηγορίαν πού χαρίζει ἐκεῖνος εἰς τάς θλιβομένας ψυχάς.
Διατί τό λησμονεῖς; Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ὑπόσχεται ὅτι εἰς τόν καιρόν τῆς θλίψεως εἶναι κοντά μας, ἀόρατος μέν, ἀλλά στοργικός προστάτης καί παρήγορος. Μᾶς συμπονεῖ ὡς πατέρας πλήρης ἀγάπης. «Εἰ παιδείαν ὑπομένετε, ὡς υἱοῖς ὑμῖν προσφέρεται ὁ Θεός» (Ἑβρ. ιβ’ 7). Αὐτός μᾶς δίδει τήν δύναμιν νά ὑπομένωμεν εἰς τάς θλίψεις. Αὐτός μέ τήν χάριν του ἁπαλύνει καί ἐλαφρώνει τούς πόνους μας. Αὐτός ὡς πάνσοφος ἰατρός ἀναμιγνύει τό πικρόν φάρμακον τῶν θλίψεων μέ τήν γλυκύτητα τῆς χάριτός του καί τῶν ὑποσχέσεών του διά τό μέλλον καί μᾶ ὑποδεικνύει τήν «κρείττονα ὕπαρξιν ἐν οὐρανοῖς καί μένουσαν» (Ἑβρ. Γ 34). Μᾶς καλεῖ δηλαδή νά στρέψωμεν μέ πίστιν τήν ψυχήν πρός τά ἄφθαρτα καί αἰώνια ἀγαθά τά ὁποῖα εἰς τήν οὐρανίαν πατρίδα ἔχει δι’ ἡμᾶς ἑτοιμάσει. Ἐάν δέ ἡ πτωχεία καί ἡ ἀσθένεια, οἱ σεισμοί καί ὁ θάνατος, μᾶς ἀποχωρίζουν ἀπό πρόσωπα καί πράγματα ἀγαπητά, ὥστε νά κιρνῶμεν καί ἡμεῖς τό πόμα μας μετά κλαυθμοῦ, τά ἀγαθά ὅμως τῆς οὐρανίου βασιλείας πού μᾶς ἐπιφυλάσσει ὁ Κύριος, δέν ἔχει κανείς τήν δύναμιν νά μᾶς στερήση.
Ὦ πανάγαθε Κύριε, τί σημαίνει ἄν εἰς τήν κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος, ὅπου τώρα εὑρισκόμεθα, κιρνῶμεν τό πόμα μας μετά κλαυθμοῦ; Εἶναι τοῦτο τῆς ἁμαρτίας ἀποτέλεσμα, ἀλλά καί καρπός τῆς ἰδικῆς σου στοργικῆς πρός ἡμᾶς παιδαγωγίας. Σύ, Κύριε, ὁ ὁποῖος κατήργησες τό κράτος τῆς ἁμαρτίας, ἀντί δέ τῶν φθαρτῶν καί προσκαίρων ὑπόσχεσαι τά αἰώνια πνευματικά ἀγαθά σου, σύ μετάστρεψε τήν λύπην μας εἰς χαράν καί τά δάκρυα μας εἰς εὐφροσύνην. Χάριζε μας, Κύριε, βαθεῖαν τήν πίστιν εἰς τάς ὑποσχέσεις σου καί ἐνίσχυσέ μας εἰς τάς ὥρας τῶν θλίψεών μας καί τῶν δακρύων μας, ὥστε ἡ ψυχή μας νά στρέφεται μέ ἀγάπην καί ἐμπιστοσύνην πρός σέ, νά δροσίζεται εἰς τά νάματα τῆς χάριτός σου καί νά παρηγορῆται μέ τήν γλυκεῖαν προσδοκίαν τῆς κληρονομίας τῆς ἐπουρανίου βασιλείας. Ἀμήν.»
( Ἀπό τό βιβλίο «Λόγοι τῆς Χάριτος» τοῦ Ἀρχ.Χριστοφ.Παπουτσοπούλου, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»).