Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου ( μέ τήν εὐκαιρία τῶν 200 χρόνων ἀπό τήν κοίμησή του)
Ἀόρατος Πόλεμος
Τά κείμενα εἶναι παρμένα ἀπό τήν ἔκδοση τοῦ παραπάνω βιβλίου σέ σύγχρονη μορφή γλώσσας ἀπό τόν πανοσ.Ἱερομόναχο Βενέδικτο. Ἔκδοση Συνοδείας Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Νέα Σκήτη, Άγιον Όρος
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΛΓ΄ Η τελευταία απάτη, που χρησιμοποιεί ο διάβολος, για να μας γίνωνται αιτία κακίας οι αρετές που αποκτήσαμε. (Μέρος Α΄)
Το πανούργο φίδι, δεν σταματάει ποτέ να μας πειράζη με τις πανουργίες και τις απάτες του, ακόμη και σε αυτές τις αρετές, που αποκτήσαμε, για να μας γίνωνται αυτές αιτίες φθοράς και κακίας· επειδή, συναρεσκόμενοι σε αυτές και στον ίδιο μας τον εαυτό, φτάνουμε να υψηλοφρονούμε, και υψηλοφρονούντες πέφτουμε (φεύ!) μετά από αυτά στην κακία και στο λάκκο της υπερηφάνειας και της κενοδοξίας. Οπότε, για να φυλαχθής, αδελφέ, από αυτό τον κίνδυνο, συμμάζεψε όλο το νού σου στην καρδιά σου και πολέμα πάντα αυτό τον δαίμονα, σαν να κάθεσαι, σε μια πλατιά και ευρύχωρη πολεμήστρα, στην αληθινή και πολύ βαθιά γνώσι της μηδαμινότητας του εαυτού σου· σκεπτόμενος, Πως αληθινά δεν είσαι τίποτα άλλο, παρά το μηδέν, και Πως δεν μπορείς να κάνης τίποτα, και Πως δεν έχεις τίποτε άλλο, παρά ταλαιπωρίες, αρρώστιες, κακίες και ελαττώματα, και Πως δεν σου ταιριάζει τίποτα άλλο, παρά αιώνια καταδίκη. Και αφού βεβαιωθής σε αυτή την αλήθεια, μην αφήσης ποτέ το νού σου να ασχοληθή με τα εξωτερικά πράγματα του κόσμου, ούτε καν από ένα παραμικρό λογισμό ή γεγονός που θα σου τύχη, έχοντας βέβαιο και σίγουρο, ότι όλα τα εξωτερικά πράγματά σου είναι τόσο εχθρικά, που αν είχες παραδοθή στα χέρια τους, θα ήσουν σίγουρα νεκρός ή πληγωμένος.
Και για να γυμνάζεσαι καλά και να κρατάς καλά την ανωτέρω πολεμήστρα της αληθινής γνώσεως της μηδαμηνότητάς σου, χρησιοποίησε αυτό τον κανόνα: Όσες φορές φέρεις το νού σου στη σκέψι του εαυτού σου και των έργων σου, να υπολογίζης πάντα με εκείνο, που είναι δικό σου και όχι με εκείνο που είναι του Θεού και της χάριτός του· και έπειτα, πίστευε τον εαυτό σου τέτοιο, ό,τι είδους τον βρίσκεις Πως είναι με την δική σου δύναμι, για παράδειγμα· αν σκεφθής τον χρόνο, που ήταν πριν να δημιουργηθείς εσύ, θα δής ότι σε όλη εκείνη την άβυσσο της αιωνιότητας ήσουν ένα καθαρό μηδέν, ούτε μπορούσες να κάνεις τίποτα, για να λάβης την ύπαρξι· πάλι στον καιρό που έχεις την ύπαρξι, για μόνο την αγαθότητα του Θεού, αφίνοντας σε αυτόν το δικό του (το οποίο είναι η διαρκής πρόνοια, με την οποία κάθε ώρα σε φυλάει), τι άλλο είσαι, παρά ένα μηδέν; Γιατί δεν μένει καμμία αμφιβολία, ότι στο πρώτο σου μηδέν (από το οποίο σε τράβηξε με το παντοδύναμό του χέρι ο Θεός), θα μπορούσες να γυρίσεις αυτοστιγμεί, αν αυτός σε αφήση για μία μόνη στιγμή.
Είναι λοιπόν φανερό, ότι μένοντας σε αυτή τη φυσική ύπαρξι, με την δική σου δύναμι, δεν μπορείς ποτέ να υπολογίσης τον εαυτό για κάτι ή να θέλης να σε υπολογίζουν οι άλλοι.
Έπειτα, αν σταθής καλά στο «εύ είναι» της χάριτος, πρέπει να σκεφθής καλά Πως αν η δική σου φύσις γυμνωθή από την θεία βοήθεια και την χάρι, ποιό καλό και αξιόμισθο μπορεί ποτέ να κάνη αυτή μόνη της; Βέβαια, τίποτα. Ώστε μπορείς και συ να λες με τον Παύλο «δεν εκοπίασα εγώ αλλά η χάρις του Θεού που είναι μαζί μου» (Α΄ Κορ. 15,10). Έπειτα, σκεπτόμενος από την άλλη πλευρά τα πολλά σου περασμένα λάθη, και επιπλέον σε αυτά τα άλλα πάρα πολλά κακά που θα έκανες, αν ο Θεός δεν σε εμπόδιζε με το σπλαγχνικό του χέρι, θα βρής ότι οι παρανομίες σου με τον πολλαπλασιασμό, όχι μόνο των ημερών και των χρόνων, στους οποίους έγιναν, αλλά ακόμη και των κακών σου πράξεων και των συνηθειών και παθών σου (γιατί η μία κακία καλεί και παρασύρει στον εαυτό της την άλλη), οι παρανομίες σου, λέω, μπορούν να φθάσουν σε ένα αριθμό σχεδόν αμέτρητο και συ θα γινόσουν ένας άλλος καταχθόνιος εωσφόρος.
Οπότε, αν δεν θέλης να είσαι άρπαγας και κλέφτης της αγαθότητας και της δόξας του Θεού· επειδή όλα τα άλλα τα έδωσε ο Θεός και στα κτίσματά του, την δόξα όμως την κράτησε αυτός, για να δοξάζεται μόνος ως Δημιουργός όλων, γι αυτό λέει, «την δόξα μου δεν θα την δώσω σε άλλον» (Ησ. 42,8), αλλά θα μένης πάντα με τον Κύριό σου και να δοξάζης αυτόν μόνο, όπως είναι δίκαιο, σε κάθε σου πράξι αγαθή, ως αρχή και μέση και τέλος όλων των αγαθών, πρέπει να πιστεύης ότι εσύ είσαι ο κατώτερος και ο χειρότερος όλων των ανθρώπων (70).