Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ
ΔΙΔΑΧΗ ΠΡΩΤΗ
Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός μαρτύρησε στό Κολικόντασι τῆς Βορείου Ἠπείρου στίς 24 Αὐγούστου τοῦ 1779.
Μέ τήν εὐκαιρία τῆς συμπλήρωσης 230 χρόνων ἀπό τόν μαρτυρικό του θάνατο, θά παρουσιάσουμε σέ συνέχειες τήν πρώτη Διδαχή τοῦ Ἁγίου.
Τό κείμενο εἶναι παρμένο ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἰω.Β.Μενούνου «Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ Διδαχές καί βιογραφία», ἐκδόσεις «Τῆνος». Ὁ χωρισμός σέ κεφάλαια εἶναι ἀπό τό βιβλίο τοῦ Σεβασμιωτάτου πρώην Φλωρίνης κ.κ.Αὐγουστίνου μέ τίτλο «Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός».
Ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου
Ὡσὰν ἐξέπεσε τὸ πρῶτον τάγμα καὶ ἔγιναν δαίμονες, τότε ἐπρόσταξεν ὁ πανάγαθος Θεός καὶ ἔγινεν ὁ κόσμος ἐτοῦτος. Καὶ ἀπὸ τὸν καιρὸν ὁπού ἔκαμεν ὁ πανάγαθος Θεός τὸν κόσμον, εἶναι ἑπτὰ χιλιάδες καὶ διακόσιοι ὀγδοήκοντα ὀκτὼ χρόνοι. Εἶναι δὲ ὁ κόσμος ἐτοῦτος ὡσὰν τὸ αὐγό.Καὶ καθὼς εἶναι ὁ κρόκος εἰς τὴν μέσην τοῦ αὐγοῦ ἔτσι εἶναι καὶ ἡ γῆ προσταγμένη ἀπὸ τὸν Θεόν καὶ στέκει χωρὶς νὰ ἐγγίζη σὲ κανένα μέρος. Καὶ καθὼς εἶναι τό ἀσπράδι ὁλοτρίγυρα ἀπὸ τὸν κρόκον, ἔτσι εἶναι καὶ ὁ ἀέρας ὁλοτρίγυρα ἀπὸ τὴν γῆν. Καὶ καθὼς εἶναι τὸ τσόφλιο ὁλοτρίγυρα, ἔτσι εἶναι καὶ ὁ οὐρανὸς ὁλοτρίγυρα ἀπὸ τὴν γῆν. Ὁ ἥλιος, τὸ φεγγάρι καὶ τὰ ἄστρα εἶναι κολλημένα εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ὁ οὐρανὸς γυρίζει μαζὶ μὲ τὸν ἥλιον. Ἡ γῆ εἶναι στρογγυλή καὶ ὅπου πηγαίνει ὁ ἥλιος ἐκεῖ γίνεται ἡμέρα. Ἡ νύκτα δὲν εἶναι κανένα πρᾶγμα παρὰ ὁ ἴσκιος τῆς γῆς. Τώρα ἐδῶ ἔχομεν βράδυ, μὰ δὲν ἔχει ὅλος ὁ κόσμος βράδυ. Εἰς ἄλλο μέρος εἶναι μισὴ νύκτα, εἰς ἄλλο μέρος αὐγή, εἰς ἄλλον κόσμον μισή ἡμέρα καὶ ὅπου πηγαίνει ὁ ἥλιος ἐκεῖ γίνεται ἡμέρα. Ὅσον μάκρος ἔχομεν ἐμεῖς ἐδώθενε ἀπὸ τὴν γῆν ἕως τὸν οὐρανόν, ἄλλο τόσο εἶναι καὶ ἀποκάτου ἀπὸ τὴν γῆν ἕως εἰς τὸν οὐρανόν. Καὶ καθὼς εἶναι ἄνθρωποι ἐδῶ εἰς τὴν γῆν, ἔτσι εἶναι ἄνθρωποι καὶ ἀποκάτου ἀπὸ τὴν γῆν. Διά τοῦτο ἐνομοθέτησαν οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας νὰ βάφωμεν τὸ αὐγὸ κόκκινο τὴν Λαμπρά νὰ τὸ βλέπωμεν μὲ τοῦτα τὰ μάτια τὰ αἰσθητὰ καὶ νὰ νοοῦμεν καὶ μὲ τὰ νοητὰ πὼς τὸ αὐγὸν σημαίνει τὸν κόσμον καὶ τὸ κόκκινον τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας, ὁπού ἔχυσεν εἰς τὸν σταυρὸν καὶ ἡγίασεν ὅλον τὸν κόσμον.
Πρέπει καὶ ἡμεῖς νὰ χαιρώμεσθεν καὶ νὰ εὐφραινώμεσθεν χιλιάδες φορὲς πὼς ἔχυσεν ὁ Χριστός μας τὸ αἷμα του καὶ μᾶς ἐξαγόρασεν ἀπὸ τάς χείρας τοῦ Διαβόλου, μὰ πάλιν νὰ κλαίωμεν καὶ νὰ θρηνοῦμεν πὼς οἱ ἁμαρτίες μας ἐσταύρωσαν τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ, τὸν Χριστόν μας.
Ἐπρόσταξεν ὁ πανάγαθος Θεός καὶ ἔγιναν ἑπτὰ ἡμέραι καὶ πρώτην ἡμέραν τὴν Κυριακὴν ἔκαμεν ὁ Θεός καὶ τὴν ἐκράτησε διὰ λόγου του καὶ τὲς ἄλλες ἕξι τὲς ἐχάρισεν ἐμᾶς νὰ ἐργαζόμασθε διὰ τοῦτα τὰ ψεύτικα, τὰ μάταια, τὰ γήϊνα καὶ τὴν Κυριακήν μας νὰ σχολαζωμεν, νὰ πηγαίνωμεν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν μας, νὰ δοξάζωμεν τὸν Θεόν μας, νὰ στέκωμεν μὲ εὐλάβειαν, νὰ ἀκούωμεν τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον καὶ τὰ λοιπὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας μας, τί μᾶς παραγγέλλει ὁ Χριστός μας νὰ κάνωμεν. Καὶ νὰ στοχαζόμαστε τὲς ἁμαρτίες μας, τὸν θάνα¬τον, τὴν Κόλασιν, τὸν Παράδεισον, νὰ στοχαζόμαστε τὴν ψυχήν μας, ὁπού εἶναι τιμιωτέρα ἀπὸ ὅλον τὸν κόσμον. Νὰ τρώγωμεν καὶ νὰ πίνωμεν τὸ ἀρκετόν μας, τὰ ρουχαλάκια μας τὰ ἀρκετὰ καὶ τὸν ἐπίλοιπον καιρὸν νὰ τὸν ἐξοδιάζωμεν διὰ τὴν ψυχήν μας, νάν τὴν κάνωμεν νύμφην διὰ τὸν Χριστόν μας. Τότε πρέπει νὰ λεγώμασθε ἄνθρωποι, ἐπίγειοι ἄγγελοι. Εἰδέ καὶ ζητοῦμεν πῶς νὰ τρώγωμεν, πῶς νὰ πίνωμεν, πῶς νὰ κάνωμεν ἁμαρτίες, πῶς νὰ στολίζωμεν ἐτοῦτο τὸ σῶμα τὸ βρώμιο, ὁπού αὔριο θὲ νάν τὸ φᾶνε τὰ σκουλήκια καὶ ὄχι τὴν ψυχήν μας ὁπού εἶναι ἀθάνατη, δὲν πρέπει νὰ λεγόμασθεν ἄνθρωποι, ἀλλὰ σκύλοι, γάϊδαροι, γουρούνια. Τώρα ἡ εὐγενεία σας πῶς θέλετε νὰ ὀνομάζεσθε, ἄνθρωποι ἤ γαίδαροι; Ἄνθρωποι. — Λοιπὸν κάμετε τὸ σῶμα σας δοῦλον καὶ τὴν ψυχήν σας κυρὰ καὶ τότε νὰ λεγεσθε ἄνθρωποι.
Τὴν πρώτην ἡμέραν ἐπρόσταξεν ὁ Θεός ὁ πανάγαθος καὶ ἔγινε τὸ φῶς, ἔγινε καὶ ἕνας οὐρανὸς παραπάνω ἀπὸ αὐτὸν ὁπού φαίνεται. Τὴν δεύτερην ἐπροσταξε καὶ ἔγινε τοῦτος ὁ οὐρανὸς ὁπού φαίνεται, ἡ γῆ, τὰ νερά, ὁ ἀέρας, ἡ ἡμέρα καὶ ἡ νύκτα καὶ ἔβαλε τὰ μισὰ τὰ νερὰ ἀπάνου ἀπό τήν γῆν καὶ τὰ μισὰ ἀπουκάτου. Τὴν τρίτην ἐπρόσταξε καὶ ἔγιναν τὰ χόρτα καὶ τὰ φυτά. Τὴν τέταρτην τὸ φεγγάρι καὶ τὰ ἄστρα. Τὴν πέμπτην ἡ θάλασσα, τά ὀψάρια καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ ἀέρος. Τὴν Παρασκευὴν ἐπρόσταξε τὴν γῆν καὶ ἔκβαλε ὅλα τὰ ζῶα.