Ἡ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου (Α)

Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ
ΔΙΔΑΧΗ ΠΡΩΤΗ

Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός μαρτύρησε στό Κολικόντασι τῆς Βορείου Ἠπείρου στίς 24 Αὐγούστου τοῦ 1779.
Μέ τήν εὐκαιρία τῆς συμπλήρωσης 230 χρόνων ἀπό τόν μαρτυρικό του θάνατο, θά παρουσιάσουμε σέ συνέχειες τήν πρώτη Διδαχή τοῦ Ἁγίου.
Τό κείμενο εἶναι παρμένο ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἰω.Β.Μενούνου «Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ Διδαχές καί βιογραφία», ἐκδόσεις «Τῆνος». Ὁ χωρισμός σέ κεφάλαια εἶναι ἀπό τό βιβλίο τοῦ Σεβασμιωτάτου πρώην Φλωρίνης κ.κ.Αὐγουστίνου μέ τίτλο «Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός».

Ἡ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου (Α)

    Ἄνδρας ἤ γυναῖκα εἰς τὸν κόσμον δὲν ἦτον. Ἐπῆρεν ὁ πανάγαθος Θεός ἀπὸ τὴν γῆν χῶμα, λάσπη καὶ ἔπλασε ἕνα ἄνδρα ὡσὰν ἐμᾶς καὶ ἐνεφύσησε καὶ τὸν ἐχάρισε ψυχὴν ἀγγελικήν, ἀθάνατον. Καὶ καθὼς ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι βάνομεν ἀλεύρι καὶ νερὸ καὶ τὰ ζυμώνομεν καὶ κάνομεν ἕνα ψωμί, ἔτσι καὶ ὁ πανάγαθος Θεός ἐζύμωσε τὴν λάσπην μὲ τὸ πνεῦμα καὶ ἔκαμε, τὸν ἄνδρα.
Πρέπει καὶ ἐμεῖς νὰ στοχασθοῦμεν τί εἶναι τὸ σῶμα τί εἶναι  ἡ ψυχή. Τὸ σῶμα εἶναι χῶμα, λάσπη καὶ αὔριον θὲ νάν τὸ φᾶνε τὰ σκουλήκια καὶ ἀνάγκη εἶναι ἡ ψυχὴ νὰ χαίρεται πάντοτε εἰς τὸν Παράδεισον ἀνίσως καὶ κάμη καλὰ ἤ νὰ καίεται πάντοτε εἰς τὴν Κόλασιν ἀνίσως καὶ κάμη κακά. Τοῦτο τὸ σῶμα ὁπού βλέπομεν, ἀδελφοὶ, δὲν εἶναι ἄνθρωπος, ἀλλὰ εἶναι ὡσὰν ἕνα φόρεμα τῆς ψυχῆς. Ἡ ψυχὴ εἶναι ἄνθρωπος, ἡ ψυχὴ εἶναι ὁπού  βλέπει, ἀκούει, ὁμιλεῖ, πιάνει, περιπατεῖ, μανθάνει γράμματα, τέχνες, ἐπιστῆμες, ἡ ψυχὴ εἶναι ὁπού δίνει ζωὴ εἰς τὸ σῶμα καὶ δὲν τ’ ἀφήνει νὰ βρωμήση καί, καθὼς ἔβγη ἡ ψυχή, βλέπετε φανερὰ καὶ εὐθὺς βρωμᾶ καὶ σκουληκιάζει τὸ σῶμα, διατί δὲν εἶναι ἄνθρωπος. Τὸ κορμὶ ἐ¬χει τὰ μάτια του, μὰ δὲν βλέπει, ἔχει τὰ αὐτιὰ του, μὰ δὲν ἀκούει, ἔχει τὸ στόμα του, μὰ δὲν ὁμιλεῖ, ἔχει τὰ χέρια του, μὰ δὲν πιάνει, ἔχει τὰ ποδάρια του, μὰ δὲν περιπατεῖ. Ἴσια εἶναι ἡ πέτρα, ἴσια καὶ τὸ σῶμα χωρὶς ψυχήν. 
    Ἀνίσως καὶ ἐδῶ εἰς  τὴν χώραν σας ἀποθαίνουν οἱ ἄνθρωποι, θέλει τὸ ἰδῆτε μὲ τὰ ματιὰ σας. Ἤ δὲν ἀπο¬θαίνουν ἐδῶ; —Ἀποθαίνουν, ἅγιε τοῦ Θεοῦ. — Λοιπὸν δὲν χρειάζεσθε διδάσκαλον νὰ σᾶς διδάξη. Τὸν κλαίγετε τὸν ἀποθαμένον σας; —Τόν κλαῖμε. — Ὡς φαίνεταί σας πονεῖ διὰ ἐδαύτονε.—Καί πόσες ἡμέρες τὸν φυλάγετε; — Δύο τρεῖς ὧρες. — Τόσην ἀγάπην ἔχετε εἰς τὸν ταλαίπωρον; Ἀπὸ τὴν σήμερον καὶ ὕστερα νὰ μὴν τὸν θάπτετε, ἀλλά νὰ τὸν φυλάγετε εἰκοσιτέσσαρες ὧρες καὶ νὰ συμμαζώνεστε ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, παιδιὰ καὶ κορίτσια καὶ νὰ τὸν στοχάζεσθε καλά, διατί καλύτερος διδάσκαλος δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸν θάνατον. Ἐγὼ ἠμπορῶ νὰ σὲ γελάσω καὶ νὰ μὲ γελάσης, ἀμή ὁ θάνατος δὲν γελᾶ μήτε ἐσένα μήτε ἐμένα. Καὶ νὰ μὴν τοὺς κλαίγετε τοὺς ἀποθαμένους σας, διατί βλάπτετε καὶ τοῦ λόγου σας, βλάπτετε καὶ τοὺς ἀποθαμένους σας καὶ οἱ γυναῖκες, ὅσες ἔχετε λερωμένες μπόλιες, νάν τὲς ριψετε.  
    Ὅταν ἔκαμεν ὁ Θεός τὸν ἄνδρα, γυναῖκα εἰς τὸν κόσμον δὲν ἦτον. Ἔκβαλεν ὁ πανάγαθος Θεός μίαν πλευρὰν ἀπὸ τὸν ἄνδρα καὶ ἔκαμε μίαν γυναῖκα ὡσὰν τὲς γυναῖκες ὁπού εἶναι τὴν σήμερον καὶ τοῦ τὴν ἔδωσε διὰ σύντροφον, διὰ παρηγορίαν. Ἴσια τὴν ἔκαμεν ὁ Θεός τὴν γυναῖκα μὲ τὸν ἄνδρα, ὄχι κατωτέραν.
    Ἐδῶ πῶς τὲς ἔχετε τὲς γυναῖκες; —Διά κατώτερες. —Ἀνίσως, ἀδελφοί μου, καὶ θέλετε νὰ εἴστενε καλύτεροι οἱ ἄνδρες ἀπὸ τάς γυναῖκας, πρέπει νὰ κάνετε καὶ ἔργα καλύτερα ἀπὸ ἐκεῖνες. Εἰδέ καὶ οἱ γυναῖκες κάνουνε καλύτερα καὶ πηγαίνουν εἰς τὸν Παράδεισον καὶ ἐμεῖς πηγαίνομεν εἰς τὴν Κόλασιν, τί μᾶς ὠφελάει ὁπού εἴμεσθεν ἄνδρες καὶ κάνομεν χειρότερα; Κάλλιον νὰ μὴν ἤμαστε. Ἐγὼ βλέπω ἐδῶ ὁπού περιπατῶ καὶ διδάσκω, εἶπα  ἕνα λόγον διὰ τὲς εὐλογημένες γυναῖκες νὰ σκεπάζωνται καὶ νὰ ρίξουν τὰ περισσά σκουλαρίκια, δακτυλίδια καὶ μὲ ἤκουσαν. Εὐθὺς βλέπω ὁπού τρέχουν νὰ ἐξομολογηθοῦν, νὰ διορθωθοῦν. Εἶπα ἕνα λόγον καὶ διὰ τοὺς ἄνδρας πὼς φυσικὸν εἶναι τοῦ ἀνδρός, ὅταν πηγαίνη σαράντα πενῆντα χρόνων καὶ παίρνη καὶ ἀσπρίζει, καλὸν πρᾶγμα εἶναι νὰ ἀφήνη τὰ γένεια. Καὶ ἐγὼ βλέπω ἐδῶ καὶ εἶναι καὶ ἑξῆντα καὶ ὀγδοῆντα χρόνων γέροντες καὶ ἀκόμη ξυρίζονται. Ὅλ’ ἡμέρα παιδιὰ θέλετε νὰ εἶστε, παιδιὰ μου; Δὲν τὸ ντρέπεστε νὰ ξουρίζεσθε; Δὲν ἤξευρεν ὁ Θεός ὁπού τἄδωσε τὰ γένεια; Καὶ καθὼς εἶναι ἄπρεπον μία γυναῖκα γερόντισσα νὰ στολίζεται, νὰ βάνη φτιασίδια, ὁμοίως καὶ ἕνας ἄνδρας, ὅταν γεράση, ἄπρεπον εἶναι νὰ ξουρίζεται.
    Τὸ σιτάρι, ὅταν παίρνη καὶ ἀσπρίζει, τί θέλει; θερισμόν. Ὁμοίως καὶ ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἀσπρίζουν τὰ γένεια, τί φανερώνει; Τὸν θάνατον. Εἶναι κανένας ἐδῶ καὶ θέλει ν’ ἀφήση τὰ γένεια; Ἄς ἀσηκωθῆ ἄπονου νὰ μοῦ τὸ εἰπῆ, νὰ γένωμεν ἀδελφοί, νάν τὸν εὐχηθῶ καὶ ἐγώ, νὰ βάλω καὶ ὅλους τοὺς χριστιανοὺς νάν τόνε συγχωρέσουνε, νὰ λάβη μίαν συγχώρησιν, ὁπού νὰ ἔδινε χιλιάδες πουγγιά δὲν τὴν ηὕρισκε καὶ νὰ τόνε φιλεύσω καὶ ἕνα κτένι. —Ἐγώ εἶμαι, διδάσκαλε. —Καλά, ἔχε τὴν εὐχήν μου. Εἶναι ἄλλος; — Ἐγώ εἶμαι. — Γενόμασθε ἀδελφοί, βλάμηδες, νὰ σᾶς φιλεύσω καὶ ἀπὸ ἕνα κτένι; — Ὁρισμός σου, ἅγιε τοῦ Θεοῦ. — Παρακαλεῖτε τὸν Θεόν διὰ ἐμένα τὸν ἁμαρτωλόν, νὰ παρακαλῶ καὶ ἐγὼ διὰ λόγου σας ὅσον καιρὸν καὶ ἂν ζήσω. Τὸ κάμνετε; — Τὸ κάμνομεν, ἅγιέ τοῦ Θεοῦ. — Σᾶς παρακαλῶ, χριστιανοί μου, νὰ  εἰπῆτε καὶ διὰ ἐτούτους τοὺς ἀδελφούς μας, ὁπού θέλουν νὰ γένουν χαντζῆδες, νὰ ἀφήσουν τὰ γένεια, νὰ εἰπῆτε τρεῖς φορές: Ὁ Θεός συγχωρῆσαι καὶ ἐλεῆσαι αὐτούς. Ζητήσετε καὶ ἡ εὐγενεία σας συγχώρησιν καὶ ἄμποτες νὰ σᾶς φωτίση ὁ Θεός καθὼς ἀφήνετε τὰ γένεια νὰ ἀφήσετε καὶ τὲς ἁμαρτίες.
    Καὶ ἐσεῖς οἱ νέοι νὰ τοὺς τιμᾶτε. Καὶ ἂν τύχη ἕνας ἄνθρωπος καὶ εἶναι τριάντα χρονῶν, ὁπού ἄφησε τὰ γένεια, ἔτυχε καὶ ἕνας πενῆντα ἤ ἑξῆντα καὶ ἑκατὸν χρονῶν καὶ ξουρίζεται, νὰ βάλης ἐκεῖνον ὁπού ἄφησε τὰ γέεια παραπάνου νὰ καθήση ἀπὸ ἐκεῖνον ὁπού ξουρίζεται τόσον καὶ εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ὡσὰν καὶ εἰσέ τραπέζι ἂν τύχη. Δὲν σὲ λέγω πάλιν πὼς τὰ γένεια σὲ βάνουν εἰς τὸν Παράδεισον, ἀλλὰ τὰ καλὰ ἔργα, διατί γένεια ἔχουν καὶ τὰ κατσίκια. Καὶ νὰ εἶναι τὰ φορέματά σας ταπεινά καὶ τὸ φαγί σας καὶ τὸ πιοτό σας καὶ τὰ ἄλλα σας. Τὰ κρεβάτια σας μὲ φρονιμάδα νὰ κυβερνῆστε ὡσὰν χριστιανοί, διὰ νὰ δίνετε καλόν παράδειγμα καὶ εἰς τοὺς ἄλλους.