Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ
ΔΙΔΑΧΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός μαρτύρησε στό Κολικόντασι τῆς Βορείου Ἠπείρου στίς 24 Αὐγούστου τοῦ 1779.
Μέ τήν εὐκαιρία τῆς συμπλήρωσης 230 χρόνων ἀπό τόν μαρτυρικό του θάνατο, θά παρουσιάσουμε σέ συνέχειες τήν πρώτη Διδαχή τοῦ Ἁγίου.
Τό κείμενο εἶναι παρμένο ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἰω.Β.Μενούνου «Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ Διδαχές καί βιογραφία», ἐκδόσεις «Τῆνος». Ὁ χωρισμός σέ κεφάλαια εἶναι ἀπό τό βιβλίο τοῦ Σεβασμιωτάτου πρώην Φλωρίνης κ.κ.Αὐγουστίνου μέ τίτλο «Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός».
Ἁγία παρασκευή (β)
Ἔτσι ἀδελφοί μου, ἡ ἁγία Παρασκευὴ ἔμαθε γράμματα καὶ ἔγινε σοφωτάτη, ἐπούλησε τὰ πράγματά της καὶ τὰ ἔδωκεν ἐλεημοσύνην, ἐφύλαξε παρθενίαν εἰς ὅλην της τὴν ζωήν. Τὴν ἀξίωσεν ὁ Θεός καὶ ἔκανε θαύματα, ἰάτρευε τυφλοὺς καὶ κουφοὺς καὶ λεπροὺς καὶ δαιμονισμένους καὶ νεκροὺς ἀνάσταινε.
Δύο Ἑβραῖοι, τέκνα τοῦ Διαβόλου, βλέποντες τὴν Ἁγίαν νὰ κάνη θαύματα τὴν ἐφθόνησαν καὶ πηγαίνοντες εἰς τὸν βασιλέα Ἀντωνῖνον, ὁ ὁποῖος ἦτον ἀπὸ τὴν παλαιάν Ρώμην, τοῦ λέγουν πὼς εἶναι χριστιανή. Ἀκούοντας ὁ βασιλεὺς πὼς ἡ ἁγία Παρασκευὴ πιστεύει εἰς τὸν Χριστόν, τὴν κράζει ὁ βασιλεὺς καὶ τῆς λέγει: Παρασκευή, ἀρνήσου τὸν Χριστὸν καὶ ἔλα νὰ θυσιάσης εἰς τοὺς μεγάλους θεοὺς νὰ σὲ κάμω βασίλισσα. Λέγει του ἡ Ἁγία: Ἐγὼ δὲν εἶμαι τρελλή καὶ ἀνόητη ὡσὰν ἐσένα νὰ ἀρνηθῶ τὸν Χριστόν μου καὶ νὰ πηγαίνω μὲ τὸν Διαβολον, νά ἀφήσω τὴν ζωὴν καὶ νὰ πηγαίνω εἰς τὸν θάνατον. Ἄμποτε ἐσὺ νὰ ἄφηνες τὸ σκότος καὶ νὰ ἔλθης εἰς τὸ φῶς.
Ἀκούετε, ἀδελφοί μου, ἕνα κορίτσι νὰ ὁμιλεῖ μὲ τὲτοιαν παρρησίαν ἐμπρόςς εἰς ἕνα βασιλέα; Ὅποιος ἔχει τόν Χριστόν εἰς τὴν καρδίαν του δὲν φοβᾶται ὅλον τὸν κόσμον. Ἀνίσως καὶ θέλομεν καὶ ἐμεῖς, ἀδελφοί μου, νὰ μή φοβούμεθα μήτε ἀνθρώπους, μήτε δαίμονας, τὸν Θεόν νά ἔχωμεν πάντοτε εἰς τὴν καρίαν μας καὶ ἔτσι νὰ μή φοβούμεθα κανένα πρᾶγμα.
Λέγει ὁ βασιλεὺς τῆς Ἁγίας: Τρεῖς ἡμέρες σοῦ δίδω διορίαν, διατί ἀνίσως καὶ δὲν ἔλθης νὰ προσκυνήσης τὰ εἴδωλα σὲ τρεῖς ἡμέρες, θὲ νὰ σὲ θανατώσω, θὲ νὰ σὲ καύσω μέσα εἰς ἕνα καζάνι. Λέγει του ἡ Ἁγία: Βασιλεύς, ἐκεῖνο ὁπού θέλεις νὰ κάμης εἰς τρεῖς ἡμέρας, κάμε το τώρα, διατί ἐγὼ δὲν ἀρνοῦμαι τὸν Χριστόν μου. Τότε προστάζει ὁ βασιλεὺς καὶ ἀνάφτουνε μίαν φωτιὰν μεγάλην καὶ βάνουν ἕνα καζάνι γεμᾶτο πίσσα, θειάφι καὶ κατράμι καὶ βράζει καλά. Βλέποντας ἡ Ἁγία τὸ καζάνι ὁπού ἔβραζε, ἐχαιρότουνε πὼς ἔμελλε νὰ ἀναχωρήση ἀπό τοῦτον τὸν ψεύτικον κόσμον διὰ νὰ πηγαίνη εἰς τὸν ἀληθινόν. Προστάζει ὁ βασιλεὺς νὰ βάλουν τὴν Ἁγίαν μέσα εἰς τὸ καζάνι διὰ νὰ καῆ. Ἔκαμε τὸν σταυρόν της ἡ ἁγία καὶ ἐμβαίνει μέσα. Καρτερεῖ δυὸ τρεῖς ὧρες ὁ βασιλεύς, ἔβλεπε ὁπού δὲν ἐκαιότουνε ἡ Ἁγία. Τότε τῆς λέγει ὁ βασιλεύς: Παρασκευή, διατί δὲν καίεσαι; Λέγει του ἡ Ἁγία: Ὁ Χριστός μου τὸ ἐδρόσισε καὶ δὲν καίομαι. Λέγει της ὁ βασιλεύς: Ράντισέ με καὶ ἐμένα εἰς τὸ πρὸσωπον νὰ ἰδῶ, καίει; Ἐπῆρεν ἡ Ἁγία μὲ τὰ δύο της χέρια καί τοῦ ρίχνει εἰς τὸ πρόσωπον καὶ εὐθὺς — ὢ τοῦ θαύματος! ἐτυφλώθηκε καὶ ἐγδάρθηκε τὸ πρόσωπόν του. Φωνάζει ὁ βασιλεύς: Μέγας ὁ Θεός τῶν χριστιατιανῶν, πιστεύω καὶ ἐγὼ τὸν Θεόν ὁπού πιστεύεις καὶ ἐσύ, Παρασκευή, μόνον ἔβγα ὀγρήγορα νὰ μὲ βαπτίσης. Ἐβγῆκεν ἡ ἁγία Παρασκευὴ καὶ τὸν ἐβάπτισε μὲ ὅλον του τό βασίλειον καὶ ἐκαθαρίσθη. Ἐβγῆκεν ἡ ἁγία Παρασκευὴ καὶ ἐπῆγε καὶ ἐδίδαξε καὶ ἕνα ἄλλο βασίλειον καὶ τοὺς ἐβάπτισε. Ὕστερον τὴν ἐπίασεν ἄλλος βασιλεὺς καὶ τὴν ἀποκεφάλισε καὶ ἐπῆγεν εἰς τὸν Παράδεισον νὰ χαίρεται πάντοτε. Αὐτή ἡ Ἁγία ἔκαμε τὰ ἑκατὸν καὶ ἐκέρδισε πέντε στεφάνους: α΄ στέφανον ἔχει νὰ λάβη, διατί ἐμοίρασεν ὅλα της τὰ ὑπάρχοντα ἐλεημοσύνην, β΄ διατί ἔμαθε γράμματα καὶ ἔγινε σοφωτάτη, γ΄ διατί ἐφύλαξε παρθενίαν εἰς ὅλην της τὴν ζωήν, δ΄ διατί ἐδίδαξε δύο βασίλεια καὶ τοὺς ἔκαμε χριστιανούς, ε΄ διατί ἔχυσε τὸ αἷμα της διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτή ἡ Ἁγία ἔκαμε τὰ ἑκατόν.
Εἶναι ἐδῶ κανένας ἀπὸ λόγου σας καὶ θέλει νὰ γενῆ τέλειος ὡσὰν τὴν ἁγίαν Παρασκευήν; Ἄς ἀγωνίζεται διὰ νὰ σωθῆ. Μὰ δὲν ἠμπορεῖ νὰ κάμη τὰ ἑκατόν;