Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ
ΔΙΔΑΧΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός μαρτύρησε στό Κολικόντασι τῆς Βορείου Ἠπείρου στίς 24 Αὐγούστου τοῦ 1779.
Μέ τήν εὐκαιρία τῆς συμπλήρωσης 230 χρόνων ἀπό τόν μαρτυρικό του θάνατο, θά παρουσιάσουμε σέ συνέχειες τήν πρώτη Διδαχή τοῦ Ἁγίου.
Τό κείμενο εἶναι παρμένο ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἰω.Β.Μενούνου «Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ Διδαχές καί βιογραφία», ἐκδόσεις «Τῆνος». Ὁ χωρισμός σέ κεφάλαια εἶναι ἀπό τό βιβλίο τοῦ Σεβασμιωτάτου πρώην Φλωρίνης κ.κ.Αὐγουστίνου μέ τίτλο «Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός».
Πέτρος ὁ Ἀπόστολος (β)
Ἦλθεν ἡ ὥρα, ἐπαραδόθη ὁ Κύριος μὲ τὸ θέλημά Του εἰς τάς χεῖρας τῶν παρανόμων Ἑβραίων, εὐθὺς ἔφυγαν οἱ Ἀπόστολοι, καθὼς εἶπεν ὁ Κύριος, ἐπῆραν οἱ Ἑβραῖοι τὸν Χριστόν μας καὶ τὸν ἐπῆγαν εἰς τὰ παλάτια τοῦ Ἄννα καὶ τοῦ Καϊάφα, τοῦ Σατανᾶ, καὶ εὐθὺς ἄρχισαν καὶ τὸν ἐξέταζαν τὸν Χριστόν μας πούθενε εἶναι. Ἐπῆγεν ὁ Πέτρος καὶ ἔστεκεν ἀπὸ μακριὰ διὰ νὰ ἰδῆ τί τὸν κάμνουν τὸν Χριστόν μας. Ἔρχεται ἕνας Ἑβραῖος καὶ λέγει τοῦ Πέτρου: Καὶ ἐσὺ μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸν εἶσαι; Σοῦ πρέπει νὰ σὲ θανατώσωμεν καὶ ἐσένα. Ἀπεκρίθη ὁ Πέτρος καὶ λέγει: Δὲν εἶμαι μαζί του, δὲν τὸν γνωρίζω τί ἄνθρωπος εἶναι. Ἀκούετε, ἀδελφοί μου, τί ἔκαμεν ὁ Πέτρος; Ἀρνήθη τὸν Χριστὸν καὶ ἐπῆγε μὲ τὸν Διάβολον, διατί ἐκεῖνος ὁπού ἀρνεῖται τὸν Θεόν δὲν ἔχει ἀλλοῦ ποῦ νὰ πηγαίνη παρὰ μὲ τὸν Διάβολον. Πρωτύτερα ἔστεκε νὰ ἰδῆ ὁ Πέτρος τί τὸν κάμνουν τὸν Χριστόν, ὕστερα ἐτήραξε τὴν πόρταν νὰ φύγη. Ἔρχεται ἄλλος Ἑβραῖος καὶ λέγει τοῦ Πέτρου: Καὶ ἐσὺ μὲ τὸν Χριστὸν εἶσαι; Σοῦ πρέπει νὰ σὲ θανατώσωμεν καὶ ἐσένα. Λέγει πάλιν ὁ Πέτρος καὶ δευτέραν φοράν: Δὲν τὸν εἶδα, δὲν τὸν ἠξεύρω τὸν Χριστὸν τί ἄνθρωπος εἶναι. Ὅταν ἐζύγωσε κοντὰ εἰς τὴν πόρταν νὰ φύγη, τὸν πιάνει καὶ ἄλλος Ἑβραῖος καὶ τοῦ λέγει: Καὶ ἐσὺ μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸν εἶσαι. Ἐγὼ σὲ γνωρίζω. Σοῦ πρέπει νὰ σὲ σταυρώσωμεν καὶ ἐσένα. Λέγει ὁ Πέτρος: Νὰ ἔχω τὸ ἀνάθεμα ἀνίσως καὶ τὸν εἶδα, ἄν τὸν ἠξεύρω τί ἄνθρωπος εἶναι. Ἀκουετε, ἀδελφοί μου, τί ὑποσχέθη πρωτύτερα νὰ χύση καὶ τὸ αἷμα του ὁ Πέτρος διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ μας καὶ τώρα ὁπού τὸν ἐξέταζαν τὸν Πέτρον διὰ τὸν Χριστόν παρευθὺς τὸν ἀρνήθη καὶ ἐπῆγε μὲ τὸν Διάβολον, ἀρνήθηκε τὸ φῶς καὶ ἐπῆγεν εἰς τὸ σκότος, ἀρνήθηκε τὴν ζω¬ήν τὴν αἰώνιον καὶ ἐπῆγεν εἰς τὸν θάνατον. Καὶ καθὼς ἀρνήθη ὁ Πέτρος τὸν Χριστὸν — ὢ τοῦ θαύματος! — ἐλάλησεν εὐθὺς ὁ πετεινός, καθὼς εἶπεν ὁ Κύριος. Ἀκούοντας ὁ Πέτρος τὸν πετεινὸν ἐκάηκεν ἡ καρδία του καὶ ἐβγαίνοντας ἔξω ἀπὸ τὴν πόρταν ἔπεσε μὲ τὸ κεφάλι κάτου εἰς τὴν γῆν καὶ κλαίοντας μὲ μαῦρα καὶ πικρά δάκρυα ἔκαμαν τὰ μάτια του δύο βρύσες καὶ ἔτρεχαν ὡσάνν ποτάμι. Καὶ πάντοτε, ὅταν ἄκουε τὸν πετεινὸν ὁ Πέτρος εἰς ὅλην του τὴν ζωήν, ἔκλαιεν ἐνθυμώντας τὴν ἄρνησιν ὁπού ἔκαμε τοῦ Χριστοῦ.
Ἐσταυρώθη ὁ Κύριος μὲ τὸ θέλημά του, ἀνέστη τὴν τρίτην ἡμέραν, ἐφανερώθη εἰς ἑπτὰ γυναῖκες μυροφόρες, τὲς εὐλόγησε καὶ τὲς ἐχαροποίησε λέγοντάς τους: Πηγαίνετε νὰ εἰπῆτε τῶν Ἀποστόλων μου πὼς ἀγαστήθηκα καὶ νὰ ἔλθουν εἰς τὴν Γαλιλαίαν, ἐκεῖ τοὺς καρτερῶ. Εἰπέτε καὶ τοῦ Πέτρου νὰ ἔλθη. Καὶ διατί ἐξεχώρισε τὸν Πέτρον; Τάχα δὲν ἦτον καὶ αὐτὸς Ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ; Μὰ διατί τὸν ἐξεχώρισε; Διά νὰ στοχασθῆ ὁ Πέτρος πὼς ἐδέχθηκε τὴν μετάνοιάν του ὁ Κύριος, τὰ δα¬κρυά του καὶ τὸν ἐσυγχώρησεν. Ἐπῆγαν οἱ Ἀπόστολοι εἰς τὸν Χριστὸν καὶ ἔλαβαν τὴν χάριν τοῦ πανάγιου Πνεύματος. Ἐπῆγε καὶ ὁ Πέτρος, ἀμή ἔστεκε σκυθρωπὸς ὡ¬σάν ἐντροπιασμένος. Τοῦ λέγει ὁ Χριστός: Πέτρε, Πέτρε, μὲ ἀγαπᾶς; Καὶ ἐρωτώντας τον τρεῖς φορὲς τοῦ ἐδιώρθωσε τὲς τρεῖς ἄρνησες καὶ τοῦ ἐσυγχώρησε τὸ σφάλμα του ὁ Κύριος καὶ τοῦ ἐχάρισε τὴν πρώτην καθέδρα καθώς τὴν εἶχε καὶ πρῶτα. Ὕστερον ἐπεριπάτησεν ὁ Πέτρος ἀπὸ Ἀνατολὴν ἕως Δύση καὶ ἔκαμε χιλιάδες χριστιανούς. Τὸν ἔπιασεν ἕνας βασιλεὺς ἀπὸ τὴν παλαιὰν Ρώμην καὶ τοῦ ἔλεγε νὰ ἀρνηθῆ τὸν Χριστὸν καὶ νὰ προσκυνήση τὰ εἴδωλα. Λέγει του ὁ Πέτρος: Τὸν Χριστὸν τὸν ἀρνήθηκα τρεῖς φορές, τώρα, βασιλέα, δὲν τὸν ἀρνοῦμαι πλέον καὶ ὅ,τι θέλεις κάμε μου, μόνον σὲ παρακαλῶ νὰ μὲ σταυρώσης μὲ τὸ κεφάλι κάτου διὰ περισοτέραν αἰσχύνην. Τὸν ἐπαίδευσε μὲ πολλὰ παιδευτήρια ὁ βασιλεὺς τὸν Πέτρον, ὕστερα τὸν ἐσταύρωσε μὲ τὸ κεφάλι κάτου καὶ ἐπαρέδωκε τὴν ἁγίαν αὐτοῦ ψυχὴν εἰς τάς χεῖρας τοῦ Χριστοῦ μας καὶ ἐπῆγεν εἰς τὸν Παράδεισον νὰ χαίρεται πάντοτε.
Τώρα ἀνίσως καὶ εἶναι ἐδῶ κανένας ἀπὸ τὴν εὐγενείαν σας ὡσὰν τὸν Πέτρον ὁπού ἀρνήθηκε τὸν Χριστόν, ἄς κλαύση, ἄς μετανοήση καὶ νὰ εἶναι βέβαιος πώς, καθὼς ἐδέχθηκε τοῦ Πέτρου τὰ δάκρυα, δέχεται καὶ ἐσένα, μόνον μὴ πέσης εἰς ἀπελπισίαν.