Μέ τήν εὐκαιρία συμπλήρωσης ὀγδόντα χρόνων ἀπό τήν ὁσιακή κοίμηση τοῦ ἀειμνήστου Ἀρχιμανδρίτου Εὐσεβίου Ματθοπούλου, Γέροντος τῆς Ἀδελφότητός μας, δημοσιεύουμε σέ συνέχειες κομμάτια ἀπό τό κλασικό βιβλίο του «Ο ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ». Τό κείμενο εἶναι παρμένο ἀπό τό ὁμώνυμο βιβλίο τῶν ἐκδόσεων τῆς Ἀδελφότητος «ΖΩΗ» σέ ἁπλούστερη γλωσσική μορφή.
40. Ποιὲς εἶναι οἱ αἰτίες, γιὰ τὶς ὅποιες οἱ ἄπιστοι δὲ θέλουν νὰ πιστέψουν.
Οἱ αἰτίες αὐτὲς εἶναι οἱ ἑξῆς:
Ὁ ἐγωισμὸς τῶν ψυχῶν τους. Ἐξαιτίας αὐτοῦ, ἐπειδὴ ἔχουν μεγάλη καὶ ὑψηλὴ ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό τους, δέ θέλουν νὰ δώσουν προσοχὴ στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Πολὺ περισσότερο δὲ θέλουν νὰ ἀκούσουν γιὰ ταπείνωση καὶ ὑποταγὴ στὸ ὄνομά Του. Οἱ ψυχές τους, ἐξ αἰτίας τοῦ ἐγωισμοῦ, αἰσθάνονται μιὰ ἀποστροφὴ πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἄλλος δεσμὸς ποὺ τοὺς κρατεῖ στὴν ἀπιστία εἶναι ἡ δόξα τοῦ κόσμου. Ἐπειδὴ δηλαδὴ οἱ ἄνθρωποι ποὺ ζοῦν μακριὰ ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ τὸ Εὐαγγέλιό Του, εἰρωνεύονται καὶ περιφρονοῦν ἐκείνους, ποὺ πιστεύουν καὶ ὑπακούουν στὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ καὶ τοὺς θεωροῦν ἀνθρώπους μὲ περιορισμένο μυαλό, φοβούμενοι καὶ αὐτοὶ μήπως θεωρηθοῦν τέτοιοι, δείχνουν ἀδιαφορία καὶ περιφρόνηση στὴν πίστη καὶ τὴ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ.
Ἄλλος δεσμὸς ποὺ δὲν τοὺς ἀφήνει νὰ πιστέψουν, εἶναι οἱ σαρκικὲς ἡδονές, ἡ ἁμαρτία καὶ τὰ πάθη τῆς ψυχῆς. Ὅλα αὐτὰ εἶναι δυνατὰ δεσμά, ποὺ ὑποδουλώνουν τὴν ψυχὴ καὶ τὴν κάνουν αἰχμάλωτη, ὥστε νὰ προτιμᾶ νὰ εἶναι δούλη σ’ αὐτά, παρὰ νὰ δώση προσοχὴ στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ ἀκολουθήση τὴν ἐγκρατῆ καὶ ἐνάρετη ζωὴ τοῦ Εὐαγγελίου.
Μαζὶ μὲ αὐτὰ τὰ δεσμά, ἐπειδὴ ἔχουν ἀδιαφορία πρὸς τὸν Χριστό, ἀσκεῖ ἐπιδράση καὶ ὁ Σατανᾶς στὶς ψυχὲς τους ἀπευθείας ὁ ἴδιος, ὑποβάλλοντας διάφορους λογισμοὺς ἀπιστίας. Ἐπίσης διὰ μέσου ἀνθρώπων πού, αἰσθανόμενοι ἀποστροφή πρὸς τὴν ἀλήθεια, μεταδίδουν τὸ ψέμα, εἴτε μὲ ὁμιλίες καὶ τὸν προφορικὸ λόγο, εἴτε μὲ συγγράμματα καὶ λοιπὰ δημοσιεύματα.
41. Οἱ αἰτίες τῆς ἀπιστίας βεβαιώνονται καὶ ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή.
Ὅτι αὐτὰ εἶναι τὰ δεσμά, ἐξ αἰτίας τῶν ὁποίων μένουν οἱ ἄπιστοι στὴν ἀπιστία, φαίνεται καθαρὰ καὶ ἀπὸ τὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια. Βλέπουμε σ’ αὐτὰ ὅτι οἱ Φαρισαῖοι καὶ γενικὰ οἱ ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων, ἂν καὶ ἄκουσαν τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ καὶ εἶδαν μὲ τὰ ἴδια τους τὰ μάτια ἀναρίθμητα θαύματά Του, δὲ θέλησαν ὅμως νὰ πιστέψουν, ἀπὸ ἐγωισμό. Διότι ἐκαυχῶντο ὅτι εἶναι παιδιὰ τοῦ Ἀβραὰμ καὶ μαθητὲς τοῦ Μωυσῆ καὶ ἑπομένως θεωροῦσαν ἐξευτελισμὸ νὰ ὀνομασθοῦν μαθητές καὶ ὀπαδοὶ τοῦ Χριστοῦ: «Ἡμεῖς, ἔλεγαν, τοῦ Μωυσέως ἐσμεν μαθηταί» (Ἰωάν. θ’ 28).
Ἐπίσης μᾶς λένε τὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια ὅτι πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων, ἂν καὶ ἐσωτερικὰ ἀναγνώριζαν καὶ πίστευαν στὸν Χριστό, δὲν ὁμολογοῦσαν ὅμως τὴν πίστη τους, ἐπειδὴ ἤθελαν νὰ ἀρέσουν στοὺς Φαρισαίους, ποὺ ἦταν ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀπέκλειαν ἀπὸ τὶς συναγωγὲς τοὺς ἐκεί¬νους, ποὺ πίστευαν σ’ Αὐτόν. «Καὶ ἐκ τῶν ἀρχόντων, λέει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν ἀλλὰ διὰ τοὺς Φαρισαίους οὐχ ὠμολόγουν, ἵνα μὴ ἀποσυνάγωγοι γένονται• ἠγάπησαν γὰρ τὴν δόξαν τῶν ἀνθρώπων μᾶλλον ἤπερ τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ» (Ἰωάν. ιβ’ 42-43).
Καὶ ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός, ἐλέγχοντας τοὺς Φαρισαίους καὶ τοὺς ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων γιὰ τὴν ἀπιστία τους, ἐξ αἰτίας τῆς κενοδοξίας τους, λέει: «Πὼς δύνασθε ὑμεῖς πιστεῦσαι, δόξαν παρὰ ἀλλήλων λαμβάνοντες, καὶ τὴν δόξαν τὴν παρὰ τοῦ μόνου Θεοῦ οὐ ζητεῖτε; (Ἰωάν. ε’ 44).
Καὶ σὲ ἄλλο μέρος πάλι ὁ Χριστός, βεβαιώνοντας ὅτι ἡ ἁμαρτία, οἱ ἡδονὲς καὶ τὰ πάθη ὑποδουλώνουν τὸν ἄνθρωπο καὶ δὲν τὸν ἀφήνουν νὰ πιστέψη, λέει ὅτι ἦλθε ὁ Ἴδιος στὸν κόσμο σὰν ἄλλο φῶς, γιὰ νὰ φωτίση τοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ τοὺς ἐλευθερώση ἀπὸ τὸ σκοτάδι τῆς πλάνης καὶ τῆς ἁμαρτίας. Ἀλλὰ οἱ ἄνθρωποι ποὺ δουλεύουν στὴν ἁμαρτία, ἀγάπησαν περισσότερο τὴν πλάνη καὶ τὴν ἁμαρτία, παρὰ τὸν Ἴδιο τὸν Χριστό, ποὺ εἶναι φῶς πνευματικό. Καὶ προτίμησαν, λέει, τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν ἀπιστία, γιατί τὰ ἔργα τοὺς ἦταν πονηρὰ καὶ διεστραμμένα. Διότι βέβαια, συνεχίζει ὁ Χριστός, καθένας ποὺ κάνει τὰ ἔργα τὰ αἰσχρὰ καὶ τὰ παράνομα, μισεῖ τὴν ἀλήθεια, τὴ δικαιοσύνη καὶ τὴν ἀρετή, ἀποστρέφεται τὸν Ἴδιο τὸν Χριστό, ποὺ εἶναι φῶς τοῦ κόσμου καὶ δὲν ἔρχεται πρὸς Αὐτόν, γιὰ νὰ μὴ φανερωθοῦν, μὲ τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, ὅτι εἶναι πονηρὰ τὰ ἔργα, στὰ ὁποῖα εἶναι ὁλοκληρωτικὰ ὑποδουλωμένος.
Ἰδοὺ καὶ τὰ ἴδια τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ: «Τὸ φῶς, λέει, ἐλήλυθεν εἰς τὸν κόσμον, καὶ ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποι μᾶλλον τὸ σκότος ἤ τὸ φῶς• ἦν γὰρ πονηρὰ αὐτῶν τὰ ἔργα. Πᾶς γὰρ ὁ φαῦλα πράσσων μισεῖ τὸ φῶς καὶ οὐκ ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς, ἵνα μὴ ἐλεγχθῆ τὰ ἔργα αὐτοῦ» (Ἰωάν. γ’ 19-20).
Ὁ θεῖος Παῦλος ἐπίσης, βεβαιώνοντας τὴν ἐπίδραση τὴν ὁποία ἀσκεῖ ὁ πονηρὸς πάνω σ’ αὐτούς, ποὺ δὲν ἔχουν τὴν πρόθεση, τὴ θέληση καὶ τὴ διάθεση νὰ πιστέψουν λέει: Ἐὰν τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, ποὺ κηρύττουμε ἐμεῖς οἱ Ἀπόστολοί Του, εἶναι ἄγνωστο καὶ καλυμμένο, εἶναι ὄχι σὲ ὅλους, ἀλλὰ μόνο σ’ ἐκείνους ποὺ παρέδωσαν τὸν ἑαυτό τους στὴν καταστροφή, ἐξαιτίας τῆς διεστραμμένης θελήσεώς τους καὶ τῆς κακῆς τους προθέσεως. Αὐτοὺς δὲ τοὺς ἀνθρώπους τοὺς τύφλωσε ὁ Σατανᾶς, ποὺ εἶναι ὁ ἄρχοντας καὶ ὁ θεὸς τῶν ἀνθρώπων αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἐκείνων δηλαδὴ ποὺ δὲν ὑπακούουν στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἀκολουθοῦν τὴν ἀνομία καὶ ἁμαρτία. Ὁ Σατανᾶς σκότισε καὶ διέφθειρε τὸ νοῦ τους, γιὰ νὰ μὴ λάμψη σ’ αὐτοὺς τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ φανερώνει τὸ ὕψος τῆς δόξας τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι εἰκόνα καὶ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ καὶ Πάτερα.
Ἰδοὺ καὶ τὰ ἴδια τὰ λόγια τοῦ θείου Παύλου: «Εἰ δὲ καὶ ἐστι κεκαλυμμένον τὸ εὐαγγέλιον ἡμῶν, ἐν τοῖς ἀπολλυμένοις ἐστι κεκαλυμμένον, ἐν οἷς ὁ θεὸς τοῦ αἰῶνος τούτου ἐτύφλωσε τὰ νοήματα τῶν ἀπίστων εἰς τὸ μὴ αὐγάσαι αὐτοῖς τὸν φωτισμὸν τοῦ εὐαγγελίου τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ, ὃς ἐστιν εἰκὼν τοῦ Θεοῦ» (Β’ Κορινθ. δ’ 34).
Ἡ αἰτία ἑπομένως τῆς ἀπιστίας ὅσων δὲν πιστεύουν στὴ θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, προέρχεται ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἴδιους, ποὺ δὲ θέλουν νὰ τινάξουν μακριὰ τοὺς τὰ πάθη ποὺ τοὺς δεσμεύουν.