Μέ τήν εὐκαιρία συμπλήρωσης ὀγδόντα χρόνων ἀπό τήν ὁσιακή κοίμηση τοῦ ἀειμνήστου Ἀρχιμανδρίτου Εὐσεβίου Ματθοπούλου, Γέροντος τῆς Ἀδελφότητός μας, δημοσιεύουμε σέ συνέχειες κομμάτια ἀπό τό κλασικό βιβλίο του «Ο ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ». Τό κείμενο εἶναι παρμένο ἀπό τό ὁμώνυμο βιβλίο τῶν ἐκδόσεων τῆς Ἀδελφότητος «ΖΩΗ» σέ ἁπλούστερη γλωσσική μορφή.
96. Ἡ προσευχὴ ποὺ εἶναι εὐάρεστη στὸν Θεό.
Πῶς θέλει ὁ Θεὸς νὰ προσευχώμαστε; Γιὰ νὰ γίνεται ἡ προσευχή μας δεκτὴ ἀπὸ τὸν Θεό, εἶναι ἀνάγκη:
1) Αὐτὸς ποὺ προσεύχεται νὰ ἔχη πίστη καὶ ἀκλόνητη πεποίθηση ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι πανταχοῦ παρών. Εἶναι παντοδύναμος καὶ πανάγαθος καὶ ἑπομένως ἐξ αἰτίας τῆς παντοδυναμίας καὶ ἀγαθότητος Τοῦ εἰσακούει τὶς προσευχὲς καὶ τὶς δεήσεις μας.
Αὐτὸ βεβαιώνει καὶ ὁ Κύριός μας: «Πάντα ὅσα ἂν προσευχόμενοι αἰτεῖσθε, πιστεύετε ὅτι λαμβάνετε, καὶ ἔσται ὑμῖν» (Μάρκ. ια’ 24). Δηλαδὴ ὅλα ὅσα ζητεῖτε ἀπὸ τὸν Θεὸ στὴν προσευχή σας, νὰ ἔχετε βέβαιη πεποίθηση ὅτι θὰ τὰ πάρετε καὶ ἐξάπαντος Αὐτὸς θὰ σᾶς τὰ δώση.
2) Ἔχει καθῆκον, αὐτὸς ποὺ προσεύχεται νὰ συμβιβάζεται καὶ νὰ συμφιλιώνεται μὲ ὅποιον ἀδίκησε ἤ λύπησε, μὲ ὁποιοδήποτε τρόπο.
Αὐτὸ τὸ παραγγέλλει ὁ Κύριός μας: «Ἐὰν οὖν προσφέρης τὸ δῶρον σου ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον κἀκεῖ μνησθῇς ὅτι ὁ ἀδελφός σοῦ ἔχει τι κατά σοῦ, ἄφες ἐκεῖ τὸ δῶρον σου ἔμπροσθεν τοῦ θυσιαστηρίου, καὶ ὕπαγε πρῶτον διαλλάγηθι τῷ ἀδελφῷ σου, καὶ τότε ἐλθών πρόσφερε τὸ δῶρον σου» (Μάτθ. ε’ 23-24). Μὲ τὰ λόγια αὐτά μᾶς διδάσκει ὅτι δὲν γίνεται δέκτη ἡ προσευχή μας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, οὔτε τὸ δῶρο μας ποὺ προ-σφέρουμε στὸ ναό, ἂν προηγουμένως δὲν συμφιλιωθοῦμε μὲ ἐκείνους τοὺς ὁποίους πικράναμε μὲ ὁποιοδήποτε τρόπο, κάνοντας ὅ,τι μᾶς εἶναι δυνατό, γιὰ νὰ τοὺς ἱκανοποιήσουμε.
Ἀκόμη ἔχει καθῆκον αὐτὸς ποὺ προσεύχεται, νὰ μὴν ἔχη ἀντιπάθεια ἤ μνησικακία ἐναντίον κανενός, ἀλλὰ νὰ συγχωρῆ ὅλους ἀπὸ τὴν καρδιά του, γιατί σὲ ἀντίθετη περίπτωση, δὲν γίνεται δεκτή ἡ προσευχή του καὶ δὲν παίρνει ἀπὸ τὸν Θεὸ ἄφεση ἁμαρτιῶν. Καὶ αὐτὸ τὸ παραγγέλλει ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος: «Ὅταν στήκητε προσευχόμενοι, ἀφίετε εἴ τι ἔχετε κατὰ τινος, ἵνα καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς ἀφῇ ὑμῖν τὰ παρα-πτώματα ὑμῶν (Μάρκ. ια’ 25).
Εἶναι ὑποχρεωμένος ἀκόμη, ἐκεῖνος ποὺ προσεύχεται, νὰ γνωρίζη ὅτι, ἂν συμβῆ ποτέ νὰ ἔχη κάποια ταραχὴ στὴν ψυχή του, πρέπει πρῶτα μὲ κατάλληλες σκέψεις, ἐπικαλούμενος τὴ χάρη καὶ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ νὰ καταπραύνη καὶ νὰ εἰρηνεύση τὴν ψυχή του, διότι στὴν εἰρηνικὴ καὶ γαλήνια καρδιά δίνει ὁ Θεὸς τὶς δωρεὲς καὶ τὰ χαρίσματά Του.
3) Ἡ προσευχή μας πρέπει νὰ γίνεται στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Διότι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ μεσίτης ἀνάμεσα σὲ μᾶς καὶ τὸν Θεό, ποὺ θυσιάσθηκε γιὰ μᾶς. Βρίσκουμε δὲ ἔλεος καὶ χάρη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μόνο μὲ τὴ θυσία καὶ τὴ μεσιτεία τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ,τιδήηποτε λοιπὸν ζητοῦμε ἀπὸ τὸν Θεό, εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ τὸ ζητοῦμε διὰ μέσου τοῦ Χριστοῦ καὶ στὸ ὄνομά Του.
4) Ἡ προσευχὴ πρέπει νὰ γίνεται μὲ προσήλωση καὶ ἀφοσίωση ψυχῆς. Δηλαδὴ ἡ ψυχὴ ὅταν προσεύχεται, πρέπει νὰ ἔχη πολλὴ προσοχή, γιὰ νὰ συναισθάνεται καὶ κατανοῆ τὸ περιεχόμενο τῆς προσευχῆς.
Πρέπει ἀκόμη νὰ γίνεται σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ διδάσκει τὴν ἀλήθεια γιὰ τὸν Θεό. Δηλαδὴ ἡ ψυχὴ τοῦ προσευχόμενου πρέπει νὰ ἔχη τὴν ἀληθινὴ γνώση γιὰ τὸν Θεό, νὰ Τὸν ἐννοῆ δηλαδή ὡς ἄπειρο καὶ ἀπόλυτο Πνεῦμα, ὡς πανταχοῦ παρόντα, ποὺ ἀκούει τὶς προσευχές μας. Ὡς παντοδύναμο, πανάγαθο καὶ πανάγιο, ποὺ ἀποστρέφεται τὴν ἁμαρτία καὶ βραβεύει τὴν ἀρετή.
Ἔτσι πρέπει νὰ γίνεται ἡ προσευχή, γιὰ νὰ εἶναι δέκτη ἀπὸ τὸν Θεό, ἐπειδὴ αὐτή τὴν ἔννοια ἔχουν τὰ λόγια του Χριστοῦ: Πνεῦμα ὁ Θεὸς καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀλήθεια δεῖ προσκυνεῖν (Ἰωάν. δ’ 23).
5) Πρέπει ἀκόμη ἡ προσευχή μας νὰ γίνεται ὄχι μόνο μὲ ταπείνωση καὶ βαθιὰ συναίσθηση τῶν ἁμαρτιῶν καὶ τῆς μεγάλης καὶ βαριᾶς ἐνοχῆς μας, ἀλλὰ καὶ μὲ ἐξομολόγηση καὶ ὁμολογία τῶν ἁμαρτιῶν καὶ τῆς ἐνοχῆς μας. Πρέπει δηλαδὴ στὴν προσευχή μας νὰ ἐξομολογούμεθα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τὶς ἁμαρτίες μας καὶ νὰ κατηγοροῦμε τοὺς ἑαυτούς μας ὅτι εἶναι ἄξιοι νὰ τιμωρηθοῦν ἐξ αἰτίας τους.
Ὅτι αὐτή ἡ προσευχή, ποὺ προέρχεται ἀπὸ συντετριμμένη καὶ ταπεινωμένη καρδιὰ γίνεται δεκτή ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, τὸ διδασκόμαστε ἀπὸ πολλὰ παραδείγματα καὶ μαρτυρίες τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου, αὐτὸ ἀκριβῶς διδάσκει ὁ Χριστὸς (Λουκ. ιη’ 10-14).
6) Εἶναι ἀνάγκη ἀκόμη νὰ συνεχίζουμε, νὰ περιμένουμε καὶ νὰ ἐπιμένουμε στὴν προσευχή. Δὲν πρέπει δηλαδή, ὅταν ζητήσουμε ἀπὸ τὸν Θεὸ κάποιο ἀγαθὸ καὶ ὠφέλιμο μία φορά ἤ δυὸ καὶ δὲν τὸ πήραμε νὰ ἀποκάμνουμε καὶ νὰ ἀμελοῦμε τὸ καθῆκον τῆς προσευχῆς. Ἀλλὰ πρέπει ἐπανειλημμένα καὶ μὲ ἐπιμονή νὰ ἐπικαλούμεθα τὸν Θεό, ὁ Ὁποῖος ἀναβάλλει πολλές φορὲς νὰ ἐκπληρώση τὰ αἰτήματά μας σκόπιμα, γιὰ νὰ δείξουμε μεγαλύτερη πίστη καὶ θερμότερο πόθο μὲ τὴν ἐπιμονή μας στὴν προσευχή, ὁπότε καὶ θὰ μᾶς δώση τὰ ζητούμενα. Διότι πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι τότε μόνο δὲν μᾶς δίνει ὁ Θεὸς ἐκεῖνο ποὺ Τοῦ ζητοῦμε, ὅταν δέ μᾶς ὠφελεῖ.
Αὐτοὶ εἶναι οἱ κυριότεροι ὅροι ποὺ πρέπει νὰ τηροῦμε στὴν προσευχή. Ὅταν τοὺς τηροῦμε, ἄς εἴμαστε πεπεισμένοι ὅτι ὁ Θεὸς θὰ μᾶς εἰσακούη καὶ θὰ πραγματοποιῆ τὰ αἰτήματά μας.