Ψαλμός στ΄, 7

ΚΕΙΜΕΝΟ

«Ἐκοπίασα ἐν τῷ στεναγμῷ μου, λούσω καθ’ ἑκάστην νύκτα τὴν κλίνην μου, ἐν δακρυσί μου τὴν στρωμνήν μου βρέξω»

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

«Ἀπέκαμα ἀπό τούς στεναγμούς διά τάς παρεκτροπάς μου. Ἔλουσα καί λούω κάθε νύκτα τό κρεββάτι μου καί βρέχω τό στρῶμα μου μέ τά ἄφθονα δάκρυά μου» (Ἀπό τήν ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας, τ.10ος, Ἔκδοση  «Ο ΣΩΤΗΡ»)

ΣΧΟΛΙΟ

"Ὁ θεόπνευστος Δαβὶδ ἦταν ἄνθρωπος μὲ πλούσιο συναισθηματικὸ κόσμο καὶ μὲ ἔντονα ψυχικὰ βιώματα. Ἀγαποῦσε ὁλόψυχα τὸν Κύριο καὶ πονοῦσε βαθύτατα, ὅταν καταλάβαινε ὅτι οἱ ἁμαρτίες του τὸν χώριζαν ἀπὸ τὸν λατρευτό της καρδίας του. Τέτοιες ὧρες ξεσποῦσε σὲ κλάμα σὰν μικρὸ παιδί.
        Τὸ ὁμολογεῖ ὁ ἴδιος, μὲ τρόπο ποὺ προκαλεῖ ἔκπληξι, ὅπως διαπιστώνουμε ἀπό τό στίχο πού διαβάσαμε στήν ἀρχή. Στέναζε γιὰ τὶς παρεκτροπὲς καὶ τὶς ἁμαρτίες του κι ἄνοιγε κάθε βράδυ τὶς βρύσες τῶν ματιῶν του, γιὰ νὰ χυθοῦν ἄφθονα δάκρυα.
     «Οὐχ ἁπλῶς ἐδάκρυσε», σημειώνει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, «ἀλλὰ τὴν κλίνην ἔλουσε καί καθ’ ἑκάστην νύκτα» (Ἐξηγ. εἰς στ’ Ψάλμ.). Τὴν ὥρα ποὺ ἄλλοι κοιμόνταν καὶ ἀναπαύονταν, ἐκεῖνος ἔκλαιγε μετανοημένος γιὰ τὶς ἁμαρτίες του. Ἔχυνε δάκρυα πικρά, γιατί ἔνοιωθε ὅτι εἶχε λυπήσει πολὺ τὸν Κύριο. Ἤθελε νὰ ξεπλύνη τοὺς μολυσμούς τῆς ψυχῆς του μὲ τὶς πηγές τῶν δακρύων του καὶ νὰ δείξη στὸν Κύριο τὴν μετάνοιά του.
      Ὢ αὐτὰ τὰ νυκτερινὰ δάκρυα τοῦ Δαβίδ! Πόσο τὸν βοηθοῦσαν στὸ νὰ βρῆ τὴν ἠρεμία καὶ γαλήνη του καὶ νὰ νοιώση ὅτι ὁ Θεὸς τὸν θεωροῦσε καὶ πάλι δικό Του. Ὅπως μετὰ ἀπὸ μία καταρρακτώδη βροχὴ καθαρίζει συνήθως ὁ οὐρανὸς καί ἀνανεώνεται ἡ ἀτμόσφαιρα, ἔτσι καὶ μετὰ τὰ δάκρυά του ἄνοιγαν ἐμπρὸς του ὁλολαμπροι οἱ οὐρανοὶ τῆς καρδιᾶς του κι ἔβλεπε μὲ καθαρώτερο μάτι τὴ ζωή.
      Τὰ δάκρυα ἐκεῖνα τοῦ Δαβὶδ ἔμειναν ἀπὸ τότε μέσα στοὺς αἰῶνες σύμβολο τῆς πραγματικῆς μετάνοιας. Τὰ δὲ δάκρυα τῆς μετάνοιας, ποὺ εἶναι δωρεὰ τοῦ Θεοῦ, εἶναι τὰ πιὸ ἀληθινά, τὰ πιὸ γλυκά, τὰ πιὸ ἀκριβὰ δάκρυα. Δάκρυα ποὺ συγκινοῦν ὅλο τὸν ἀγγελικὸ κόσμο καί  τὸν κάνουν νὰ σκιρτᾶ ἀπὸ χαρὰ καὶ νὰ πανηγυρίζη γιὰ τὴν μετάνοια τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ δακρύζει γιὰ τὶς ἁμαρτίες του.
       Οἱ λυγμοὶ καὶ τὰ δάκρυα αὐτὰ τῆς μετανοίας μπορεῖ νὰ θεωροῦνται ἀπὸ πολλούς σὰν δείγματα ἀδυναμίας. Περικλείουν ὅμως τεράστια δύναμι. Μοιάζουν μὲ τὴν ποτιστικὴ βροχή, ποὺ συντελεῖ στὴν καλλιέργεια καὶ καρποφορία τῶν ἀγρῶν. Ἔχουν τὴν δύναμι, ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, νὰ σβήσουν «τὸ ἄσβεστον πῦρ, τὸν ποταμὸν ἐκεῖνον τὸν πρὸ τοῦ βήματος ἑλκόμενον» (Ὁμ. εἰς στ’ Ψαλμ.). Εἶναι ἐκδήλωσι τοῦ πιὸ ἡρωικοῦ κατορθώματος τοῦ ἀνθρώπου, τῆς συντριβῆς δηλαδὴ τοῦ ἐγώ του, τῆς ταπεινῆς ὁμολογίας τῆς ἐνοχῆς του καὶ τῆς ἀποφάσεώς του νὰ ζῆ στὸ ἑξῆς χωρὶς ἀξιοδάκρυτες πράξεις, χωρὶς ἁμαρτίες.
       Βέβαια ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ποὺ ἐνῶ, μετανοοῦν ἀληθινά, δὲν μποροῦν νὰ δακρύσουν λόγῳ τῆς ἰδιοσυγκρασίας τους. Ὑπάρχουν ὅμως πολλοὶ πού, ἐνῶ κλαῖνε ὅταν χάσουν κάτι ἤ ὅταν ἀδικηθοῦν ἤ ὅταν ἀποχωρισθοῦν ἀπὸ κάποιο ἀγαπητό τους πρόσωπο, δὲν χύνουν οὔτε σταγόνα δάκρυ ὅταν ὀποχωρίζωνται ἀπὸ τὸν Θεὸ ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν τους. Πόσο ὑστεροῦμε ἀλήθεια στὴ σωστὴ ὀξιολόγησι καὶ ἐκτίμησι προσώπων καὶ πραγμάτων! Γιὰ τὴν ἁμαρτία κυρίως νὰ κλαῖς, μᾶς συμβουλεύει ὁ Μέγας Βασίλειος. Γι’ αὐτὴν ἂς ρέη «πᾶν δάκρυον» καὶ ἂς μὴ διακόπτεται ὁ «στεναγμός» (Ὁμ. εἰς τὴν Μάρτυρα Ἰουλίτταν).
         Γιὰ νὰ ἔλθουν ὅμως δάκρυα στὰ μάτια, πρέπει νὰ προηγηθῆ πόνος. Εἶναι ἀνάγκη δηλαδὴ νὰ πονέση ἡ ψυχή μας γιὰ τὶς πολλές της ἁμαρτίες. Νὰ νοιώση ὅτι μ’ αὐτὲς λύπησε πολὺ τὸν Θεό. Αὐτή ὅμως ἡ συναίσθησι δὲν γίνεται μέσα στὸν θόρυβο καὶ στὶς ἀπασχολήσεις τῆς ἡμέρας. Χρειάζεται ἡσυχία καὶ περισυλλογή. Χρειάζεται  αὐτοσυγκέντρωση   αὐτοεξέτασι καὶ αὐτοκριτική.  Ἡ νύκτα λοιπόν,τότε ποὺ παύουν  οἱ πολλὲς φωνὲς καὶ ἀπασχολήσεις, εἶναι ὁ πλέον κατάλληλος καιρός. Μέσα στὴ σιωπὴ τῆς νύκτας, πρὶν ἀπὸ τὸν ὕπνο μας ἂς ἐξετάζουμε καθημερινὰ τὴ  ζωή μας στὴ μέρα ποὺ πέρασε. Θὰ βρίσκουμε ἀσφαλῶς ἀρκετά, ποὺ εἶναι ἄξια δακρύων. Θά βρίσκουμε σκέψεις, πόθους,  λόγια,    ἐνέργειες   καὶ   ἔργα ἀξιοθρήνητα. Θὰ βρίσκουμε περιστατικά, στὰ ὁποῖα φερθήκαμε μὲ τρόπο ποὺ λύπησε τοὺς συνανθρώπους μας καὶ τὸν Θεό μας. Καὶ εἶναι πολὺ πιθανὸν τότε νὰ χύνουμε  σ΄αὐτὲς τὶς ἤρεμες ὧρες τῆς νύκτας καὶ κάποιο δάκρυ  γιὰ τὶς πολλὲς ἁμαρτίες μας.
         Ἀλλὰ καὶ ὅταν, λόγῳ τοῦ χαρακτῆρος μας, δὲν θὰ βουρκώνουν τὰ μάτια μας, εἶναι βέβαιο ὅτι θὰ κυριεύεται ἡ ψυχή μας μὲ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ ἀπὸ συγκίνησι καὶ κατάνυξι. Θὰ δοκιμάζουμε τὴν οὐράνια ψυχικὴ κατάστασι, ποὺ χαρίζει ἡ συναίσθησι τῶν ἁμαρτιῶν καὶ ἡ συντριβὴ τῆς ψυχῆς. Πολλοὶ εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἔζησαν καὶ ζοῦν αὐτὲς τὶς ὑπέροχες ἱερὲς στιγμές. Ἀνάμεσα σ’ αὐτοὺς μακάρι νὰ εἴμαστε κι ἐμεῖς, ἀδελφέ μου"  (Περιοδικό "Ο ΣΩΤΗΡ, τόμος 1983, σ. 138).